Δεν είναι κακό μια ταινία να φλερτάρει με την αισθητική ενός b-movie. Το «Σε Ρηχά Νερά» του Ζομ Κολέ-Σερά ήταν μια τέτοια περίσταση, μια δημιουργία που δεν έπαιρνε ποτέ τον εαυτό της πραγματικά στα σοβαρά όσο ταυτόχρονα έπαιζε με όλους τους κανόνες μιας ταινίας θρίλερ για να δημιουργήσει γνήσια ένταση, να προσφέρει αδρεναλίνη και, γιατί όχι, να σπάσει πλάκα.
Η διαφορά όμως της ταινίας του Κολέ-Σερά με το «Μόνο Εσένα Βλέπω», όπου ειρωνικά συναντούμε στον πρωταγωνιστικό ρόλο ξανά την Μπλέικ Λάιβλι, είναι το γεγονός ότι το «Σε Ρηχά Νερά» είχε κάθε στιγμή πλήρη επίγνωση του τι ήταν και τι ακριβώς προσέφερε. Η ταινία του Μαρκ Φόρστερ αντιθέτως δεν αποφασίζει ποτέ τι πραγματικά θέλει να είναι: ερωτικό θρίλερ, ψυχολογικός τρόμος ή απλά μια «δήθεν» καλλιτεχνική ανάγνωση της γυναικείας ενδυνάμωσης;
Στον πυρήνα της αφήγησής της, η ταινία τοποθετεί την Τζίνα (της Μπλέικ Λάιβλι) και τον Τζέιμς (του Τζέισον Κλαρκ), ένα φαινομενικά ευτυχισμένο ζευγάρι που ζει αρμονικά και ερωτευμένα την καθημερινότητά του, παρά την τύφλωση της Τζίνα, η οποία επήλθε από ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα που της στέρησε πέρα από την όραση και τους γονείς. Μόνο που τα πάντα αλλάζουν όταν η Τζίνα ξαναβρίσκει την όρασή της και επιχειρεί να κατακτήσει εκ νέου τη θέση της στον κόσμο ως σύζυγος και γυναίκα. Είναι η ζωή της όντως τόσο ιδανική; Και επιπλέον, ανταποκρίνεται η εικόνα που είχε για τον άντρα της – κυριολεκτικά και μεταφορικά – στην πραγματικότητα;
Αυτά είναι τα ερωτήματα που θεωρητικά οδηγούν την Τζίνα σε μια επανεκτίμηση της καθημερινότητάς της, των προτεραιοτήτων της, των αναγκών αλλά και των αισθήσεών της, όσο ο Φόρστερ προσπαθεί να στήσει σταδιακά έναν αυξανόμενα απειλητικό κόσμο που είναι λουσμένος στο φως, μακριά από την ασφάλεια που προσέφερε μέχρι τώρα το σκοτάδι. Αυτό είναι τελικά και το μοναδικό πραγματικά ενδιαφέρον στοιχείο που παρουσιάζει το φιλμ, καθώς η αντιστροφή του τι σημαίνει «ασφάλεια» και τι «κίνδυνος» προσφέρει μια διαφορετική και εγγενώς ενδιαφέρουσα ερμηνεία στην ουσία των δύο εννοιών.
Δυστυχώς όμως αυτό το ενδιαφέρον δε βρίσκει υποστήριξη από οτιδήποτε άλλο επιχειρεί η ταινία, είτε αυτό είναι μια άτσαλη απόπειρα να συνδυάσει το ερωτικό στοιχείο με τον ψυχολογικό τρόμο, είτε μια επιφανειακή ανάγνωση του τι σημαίνει γυναικεία ενδυνάμωση. Για την ακρίβεια, ο Φόρστερ μοιάζει να μην γνωρίζει ούτε ο ίδιος τι ακριβώς πρεσβεύει η ηρωίδα του, αποτυγχάνοντας τα την ορίσει και ως θύμα και ως δυναμικό χαρακτήρα και παρουσιάζοντάς την απλά ως ένα έρμαιο των καταστάσεων.
Ακόμα χειρότερα, κάθε μα κάθε αφηγηματική του επιλογή μοιάζει να δημιουργεί και μια νέα απορία. Πώς γίνεται η Τζίνα να έχει ερωτικές φαντασιώσεις με συγκεκριμένες εικόνες όταν δεν έχει δει καν πώς είναι ένα πέος; Γιατί απλά παίρνει ένα νεκρό πουλί και το βάζει ψυχρά στο ψυγείο; Γιατί ο κουνιάδος της ζωγραφίζει γυμνός και αλείφει τον πισινό του με κόκκινη μπογιά; Τι σόι γιατρός είναι αυτός που δεν την προετοιμάζει καν για την επέμβαση ή την αφήνει άμεσα να ανέβει στο αεροπλάνο; Πώς γίνεται να λαμβάνει ανώνυμο γράμμα όταν μόλις μετακομίζει; Υπάρχει λόγος που η ταινία διαδραματίζεται σε Ταϊλάνδη και Βαρκελώνη; Και γιατί υπάρχει μια ολόκληρη υποπλοκή με τον διαγωνισμό ταλέντων στον οποίο συμμετέχει η μαθήτριά της;
Ο Φόρστερ όχι απλά δεν προσφέρει απαντήσεις αλλά μοιάζει και να μην αναγνωρίζει καν την ύπαρξη των ερωτήσεων, κάτι το οποίο δε θα είχε βέβαια καμία σημασία αν η ταινία απλά προσέφερε αγνή, ακομπλεξάριστη διασκέδαση. Μακριά όμως το b-movie που μετά χαράς θα απολαμβάναμε, το «Μόνο Εσένα Βλέπω» αποδεικνύεται απλά άνευρο, αμήχανο και κατά στιγμές αφόρητα βαρετό, προσπαθώντας ανεπιτυχώς να κρύψει πίσω από την εικονογραφία του την παντελή έλλειψη προσανατολισμού του και προσφέροντας τελικά μια αφήγηση από τα 90ς, η οποία εκτός από το timing, έχασε και όλη της την ενέργεια.