Η Αλίκη συνεχίζει το ταξίδι της στη Χώρα των Θαυμάτων, αυτή τη φορά μέσα από έναν καθρέφτη που θα την οδηγήσει σε μια άλλη διάσταση. Εκεί θα συναντήσει καινούργιους αλλά και γνώριμους χαρακτήρες, θα κάνει νέους φίλους αλλά και εχθρούς, και θα πρέπει να αποφύγει πολλές και επικίνδυνες παγίδες. Σκοπός τους να την εγκλωβίσουν σε ένα άλλο χωροχρονικό σύμπαν...

Παρά τις επίμονες, επανειλημμένες κινηματογραφικές (και τηλεοπτικές) απόπειρες του παρελθόντος, δύσκολα θα ισχυριζόταν κανείς ότι η Αλίκη και οι λογοτεχνικές της περιπέτειες δια χειρός Λιούις Κάρολ –με τη σουρεαλιστική εικονογραφία, τα ξεδιάντροπα λογοπαίγνια και την παντελή απουσία λογικής– προσφέρονται για τη μετουσίωσή τους σε ένα ικανοποιητικό φιλμικό αποτέλεσμα με συνοχή και εμπορικό αντίκρισμα.

Η προ εξαετίας προσπάθεια του Τιμ Μπάρτον με την «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων» απέφερε μεν και με το παραπάνω στα ταμεία, κάνοντας αναπόφευκτο αυτό το περιέργως αργοπορημένο σίκουελ, είχε όμως το τίμημά της: η μεταμόρφωση της αναρχικής, αδάμαστης αφήγησης του Κάρολ σε μια εντυπωσιακή αλλά ανέμπνευστη ψηφιακή πανδαισία για όλη την οικογένεια απέδωσε τα δέοντα εισπρακτικά, αλλά με βαρύ κόστος την αποστράγγιση κάθε προσωπικού ύφους, γοτθικής εκκεντρικότητας και ακαταμάχητης μελαγχολίας που συνιστούσαν την καλλιτεχνική σφραγίδα του δημιουργού της.

Παρά τα δύο συμπαθέστατα «Muppets» που αποτελούν τους προηγούμενους σταθμούς της φιλμογραφίας του, ο Τζέιμς Μπόμπιν σίγουρα δεν αντιμετωπίζει το ίδιο προσωπικό ρίσκο που οδήγησε στις απόλυτα δικαιολογημένες κατηγορίες απέναντι στο πρόσωπο του Μπάρτον (ο οποίος κρατά εδώ ρόλο παραγωγού) για άνευ όρων καλλιτεχνικό ξεπούλημα στην αδηφάγο εμπορευματοποίηση της Ντίσνεϊ.

Επιβεβαιώνει, όμως, την απληστία του στούντιο με μια ταινία που μοιάζει να αρνείται οποιαδήποτε ομοιότητα με το δημιούργημα του Κάρολ από το οποίο υποτίθεται ότι εμπνέεται, πέρα από τον (ελαφρώς παραποιημένο) τίτλο, αλλά και αδυνατεί να αξιοποιήσει τις σεναριακές της αυθαιρεσίες δημιουργικά. Το δάνειο από το έργο του Κάρολ είναι απλά ένα πρόσχημα για μια ακόμα παρέλαση εκτυφλωτικών κοστουμιών και σκηνικών, όπου το σουρεαλιστικό πνεύμα του συγγραφέα εξαφανίζεται ολοκληρωτικά κάτω από πολλαπλές στρώσεις ψηφιακής επεξεργασίας που παραπέμπουν στις πίστες ενός video game.

Μια δυναμική καπετάνισσα πλέον, η Αλίκη επιστρέφει από τις εξωτικές της περιπέτειες για να αντιμετωπίσει την περιφρόνηση και την αμηχανία του περίγυρού της απέναντι στις «ανδρικές» φιλοδοξίες της: ανίκανη να το διαχειριστεί θα διαφύγει στην Κατωχώρα και τους παραμυθένιους κατοίκους της, όπου τα πράγματα δεν είναι και πολύ καλύτερα. Βρίσκοντας σε προχωρημένη κατάσταση... κατάθλιψης τον αγαπημένο της Τρελο-Καπελά, η Αλίκη θα προσπαθήσει να τον γιατρέψει κλέβοντας τη χρονοσφαίρα από τον άρχοντα Χρόνο, προκειμένου να ταξιδέψει στο παρελθόν και να ξεδιαλύνει το μυστήριο γύρω από την τύχη της οικογένειάς του. Και στην πορεία θα ξετυλίξει κι ένα ακόμα οικογενειακό δράμα γύρω από το παιδικό τραύμα που γέννησε την αιώνια έριδα ανάμεσα στην Κόκκινη και τη Λευκή Βασίλισσα.

Δεδομένης της επεισοδιακής και ελάχιστα ορθολογικής αφήγησης του «Μες στον Καθρέφτη και τι Βρήκε η Αλίκη Εκεί», του δεύτερου βιβλίου του Κάρολ με ηρωίδα την Αλίκη, ήταν τουλάχιστον αναμενόμενο για τη σεναριογράφο Λίντα Γούλβερτον, στην οποία πέφτει το μεγαλύτερο βάρος, να προσπαθήσει να δημιουργήσει σχεδόν εκ του μηδενός έναν συνεκτικό ιστό, ακόμα και τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία που σκαρφίζεται, όμως, φαντάζουν παντελώς κατασκευασμένα και αναξιοποίητα.

Από τον επιπόλαιο φεμινιστικό μανδύα που χαρακτηρίζει τις «ρεαλιστικές» σκηνές της Αλικής μέχρι τις νύξεις για την απελπισμένη διαφυγή μας στη φαντασία ως αντίδοτο στην αδυναμία μας να ανταποκριθούμε στην αδυσώπητη πραγματικότητα, η Γούλβερτον μοιάζει να πνίγει εν τη γενέσει τους ακόμα και τις πλέον γόνιμες ιδέες της, συνοψίζοντας το επιφανειακά μονάχα πληθωρικό σενάριό της σε ένα κλισέ και ελαφρώς μελοδραματικό γαϊτανάκι πολλαπλών οικογενειακών συμφιλιώσεων και απλοϊκών τσιτάτων γύρω από την έννοια του χρόνου.

Κι αυτό γιατί σύσσωμοι οι συντελεστές της ταινίας, από τη Γούλβερτον και τον Μπόμπιν μέχρι τους ως επί το πλείστον βαριεστημένους ηθοποιούς (με τον αδικαιολόγητο πρωταγωνιστή Τζόνι Ντεπ καλυμμένο από ένα βαρύ πέπλο ψηφιακού μακιγιάζ που τον κάνει να μοιάζει με ρετουσαρισμένο πρωταγωνιστή του θεάτρου Καμπούκι), είναι πεπεισμένοι ότι όλα θα διασωθούν από την καρναβαλικής αισθητικής ψηφιακή εξτραβαγκάντζα που επιτίθεται στις αισθήσεις σαν ένα πολύχρωμο και κακόγουστο rollercoaster, τόσο φανταχτερό, απροκάλυπτα ψεύτικο και γλυκερό που τελικά προκαλεί ναυτία.