Προκαλεί πρόσθετο ενδιαφέρον κάθε φορά που μια ταινία της εποχής μας προσπαθεί να ασχοληθεί με τα θέματα της ενδοοικογενειακής βίας ή της κακοποίησης, σωματικής και ψυχολογικής, πάντα υπό το πρίσμα της διαρκούς εξουσιαστικής σχέσης που έχουν οι άντρες πάνω στις γυναίκες. Πρόσθετο, κυρίως γιατί μετά από χρόνια, οι αφηγήσεις αλλάζουν, απεκδύονται τις πατριαρχικές τους καταβολές (κι όχι μόνο στο βλέμμα του συνήθως άντρα σκηνοθέτη), γίνονται ένα ακόμη βήμα στις μικρές ή μεγάλες νίκες προς ένα κόσμο που μπορεί να δει κατάματα το πρόβλημα, να μιλήσει γι’ αυτό και να αναζητήσεις θεσμικές και προσωπικές λύσεις.
Το ενδιαφέρον είναι το μόνο που δεν λείπει στο «Αλις, Αγάπη Μου», ντεμπούτο της Μέρι Νάι (κόρης του Μπιλ Νάι και ένα από τα μεγάλα βρετανικά ταλέντα των 2010s), καθώς μια εβδομάδα ξεγνοιασιάς τριών φιλενάδων θα διαβρωθεί από τη συμπεριφορά της Αλις, η οποία δεν έχει μοιραστεί με τις «κολλητές» της το «μυστικό» που έχει αφήσει πίσω στο σπίτι: ένα σύντροφο καταπιεστικό, που της επιβάλλεται και μόνο με τη φωνή του, που την εκβιάζει ψυχολογικά και την έχει απομονώσει όχι μόνο από τον κύκλο της αλλά και από τον ίδιο της τον εαυτό, μια σχέση που νομίζει ότι την καλύπτει, νομίζει ότι την ολοκληρώνει, νομίζει ότι της αξίζει, παγιδευμένη ολοκληρωτικά μέσα στον ιστό της κακοποίησης.
Η Αλις θα κρύψει καλά τις κρίσεις πανικού της, θα υποκριθεί ότι όλα είναι υπέροχα στη ζωή της και θα εκμεταλλευτεί αυτές τις μέρες σε ένα υπέροχο σπίτι δίπλα στη θάλασσα για να πάρει μια ανάσα. Ομως η συμπεριφορά της μετά από τα επίμονα μηνύματα του συντρόφου της και την αποκάλυψη ότι του έχει πει ψέματα για το πού βρίσκεται, θα την προδώσουν. Και έτσι θα αναγκαστεί να μιλήσει στις φίλες της, κάνοντας το πρώτο μεγάλο βήμα μιας «θεραπείας» που αποκαλύπτει σε κάθε της μικρό ή μεγάλο βήμα το μέγεθος του κακού που έχει υποστεί.
Καταλύτης για την απελευθέρωση της Αλις θα σταθεί και ένα γεγονός που θα της υπενθυμίσει το πριν και το μετά της σιωπής της. Ενα μικρό κορίτσι αγνοείται και μια ομάδα από ντόπιους ξεκινάει κάθε πρωί την αναζήτησή του. Το ίδιο θα κάνει και η Αλις, αναζητώντας πρωτίστως μέσα της το κορίτσι που έχει σκοτώσει η ίδια και τα άλλα αμέτρητα κορίτσια που συνεχίζουν να «χάνονται» επειδή κάποιος, τη δεδομένη στιγμή, δεν μίλησε, δεν αντέδρασε, δεν έγινε τοίχος μπροστά στη βία.
Η Νάι σκηνοθετεί μετρημένα, με το βλέμμα της καρφωμένο στην Αλις και στη δειλή, αργή, ίσως αναστρέψιμη ακόμη μεταμόρφωσή της σε κύριο του εαυτού της. Δεν υπογραμμίζει, ούτε φωνάζει, επιτρέποντας στην Ανα Κέντρικ να δώσει μια από τις πιο μεστές ερμηνείες της καριέρας της, ικανή στα δύσκολα και κυρίως στο γεγονός ότι η ταινία προσπαθεί να μεταφέρει την ψυχολογία της χωρίς να δίνει στην ηρωίδα της πολλά για να στηριχθεί. Στην πραγματικότητα, την αφήνει έκθετη (χωρίς αυτό να μειώνει την ερμηνεία της Κέντρικ και ίσως τελικά ούτε και το κεντρικό νόημα της ενδυνάμωσης), όταν ανακαλύπτεις ότι στο δεύτερο μέρος, ακριβώς τη στιγμή που η ταινία ξεκινάει, τελειώνει απότομα.
Είναι το σημείο εκείνο που ανακαλύπτεις πως ακόμη κι αν η πρόθεση της Νάι - και του σεναρίου που υπογράφει η Αλάνα Φράνσις - ήταν να περιγράψει κινηματογραφικά τον ψυχισμό μιας κακοποιημένης κοπέλας που δεν μπορεί να το δει, αλλά και την άβολη ευκαιρία για τον θεατή να μπει στη θέση των φιλενάδων της και του τρόπου με τον οποίο θα πρέπει να χειρίζεσαι κάθε φορά μια τόσο λεπτή ισορροπία, δεν είναι αρκετή.
Το φιλμ συγκρούεται με το (περίπου) δεύτερο μέρος του που για τους μεγαλύτερους σε ηλικία θεατές δεν διαφέρει και πολύ από το θρυλικό - αν και αμφιβόλου καλλιτεχνικής επιτυχίας - «Νύχτες με τον Εχθρό μου» με την Τζούλια Ρόμπερτς στο ρόλο του θύματος πίσω στα '90s, αλλά κυρίως συγκρούεται με το μεγάλο θέμα με το οποίο καταπιάνεται, αφήνοντάς το στο επίπεδο ενός essay και ενός «τι θα έπρεπε να γίνεται».
Εκπαιδευτικό, σε στιγμές (κυρίως λόγω της Κέντρικ) αληθινό, αλλά ως σύνολο αδύναμο και ανεκμετάλλευτα «λίγο».