Οχι, δεν σχετίζεται με το Κοίτα ποιος μιλάει, δεν περιλαμβάνει μωρό, δεν βασίζεται σε κάποια άλλη γνωστή κωμωδία, είναι έργο πρωτότυπο. Τύποις, γιατί ουσιαστικά είναι μια χαριτωμένη ιδέα με μια κοινότυπη εξέλιξη, κακόγουστη αισθητική και μόνο την πάντα ελκυστική και φυσική παρουσία του Μελέτη Ηλία να συντηρεί την υπομονή του θεατή.

Ηρωας είναι ο Φώτης, χαρισματικός life coach παρότι δεν έχει σπουδάσει τίποτα, κυνηγά τις εύκολες λύσεις και απομονώνεται στον εαυτό του. Ζει «παρέα» με τη φωνή της συνείδησής του, που διαρκώς τον προτρέπει ν' αλλάξει μονοπάτι και να απολαύσει τις μέρες και τις νύχτες του, να γνωρίσει κόσμο, ν' αγαπήσει. Κι όμως, ο Φώτης προτιμά να μοιράζεται τα βιώματα των πελατών του, τα οποία φαντάζεται καθώς εκείνοι του τα αφηγούνται, με την κάμερα να τρυπώνει μέσα από το μάτι του και να «βγαίνει» σε άλλες, αχαλίνωτες πραγματικότητες. Ωσπου γνωρίζει τη Χρυσάνθη, μια άλλη εσωστρεφή, με καλλιτεχνικές ανησυχίες (ζωγραφίζει, παίζει όμορφα πιάνο), η οποία επίσης δεν τολμά τίποτε πέρα από το να (του) σερβίρει κάθε πρωί κουλούρι Θεσσαλονίκης στο καφέ όπου δουλεύει.

Τίποτε απ' όσα συμβαίνουν στην ταινία του Θοδωρή Νιάρχου (πρώτη κινηματογραφική, μετά από μια σειρά μουσικών βίντεο και το τηλεοτπικό «Fishy»), δεν έχει λόγο να συμβεί, δεν έχει κάποια σχέση αιτιότητας ή κάποιο δουλεμένο νόημα. Η δράση κυλά για να κυλά, τα «διαλείμματα» των βιωμάτων των πελατών του Φώτη είναι η αφορμή για την μπανάλ και σεξιστική φιέστα του σεναρίου (η ιστορία με τον προπονητή γυναικείας ομάδας βόλεϊ που λιγουρεύεται τα κωλαράκια των παικτριών του ανήκει σε μια άλλη, θα ελπίζαμε παρωχημένη, εποχή), ο Γιάννης Τσιμιτσέλης που παρουσιάζεται ως συμπρωταγωνιστής παίζει ελάχιστα (και πολύ κακά, εν προκειμένω), η φωτογραφία επιδιώκει τα ονειρικά αστικά πλάνα των αμερικανικών ρομαντικών κομεντί του '90, τα ντύνει και με πολύχρωμη σκηνογραφία για να φέρνουν σε «κωμωδία», προσθέτει και δυο (ο Θεός να τους κάνει) queer ήρωες για να είναι τρέντι, το σύμπαν της Χρυσάνθης κινείται στα ροζ γιατί, είπαμε, είναι εσωστρεφής και το πρωταγωνιστικό ζευγάρι ανταλλάσσει δράσεις και φράσεις ασήμαντες με το βάρος πραγμάτων που δεν έχουν ξαναειπωθεί ή ξαναγίνει.

Και μένουμε με τη στοιχειώδη παρηγοριά της ελληνικής κωμωδίας: πράγματι, η ταινία δεν είναι τόσο σεξιστική όσο ένα «Bachelor» (στο #3 του οποίου, μάλιστα, ο Νιάρχος έχει δουλέψει στην εκτέλεση παραγωγής), ούτε τόσο χυδαία όσο ένα φιλμ του Στράτου Μαρκίδη. Ας είναι.