Ο Υ, ένας ισραηλινός σκηνοθέτης, κάνει κάστινγκ για την νέα του ταινία. Διάφορες κοπέλες ξεστομίζουν καταγγελτικούς λόγους, κοιτούν την κάμερα, δείχνουν το γόνατό τους. Δίπλα ένας άντρας, γραφειοκράτης πολιτικός, απαγγέλει με στόμφο ένα tweet: «Η Αχεντ Ταμίμι θα έπρεπε να τουλάχιστον να φάει μια σφαίρα στο γόνατο. Μία αναπηρία θα την υποχρέωνε σε κατ' οίκον περιορισμό....» Προφανώς, το πρότζεκτ του θα είναι πολιτικά ριψοκίνδυνο - σε μία έκρυθμη ιστορικά περίοδο, ένας ισραηλινός δημιουργός επιλέγει να ρίξει φως στη διαβόητη σύλληψη της Aχεντ Ταμινί, της 16χρονης Παλαιστίνιας μαθήτριας που χαστούκισε Ισραηλινό στρατιώτη το 2017 και την ανελέητη τιμωρητική πρόταση του ακροδεξιού βουλευτή (και νυν Υπουργού της Κυβέρνησης) Mπέζαλελ Σμότρικ που έκανε το γύρο του κόσμου.
Ο Υ ταξιδεύει με αεροπλάνο. Κοιτά την έρημο από το παράθυρό του. Βιντεοσκοπεί με το κινητό μιλώντας στην μητέρα του. Πάντα δούλευαν μαζί τα σενάριά του. Την ενημερώνει για την εξέλιξη του κάστινγκ, αλλά και για το ταξίδι του που τον φέρνει για λίγο μακριά από το Τελ Αβίβ - σε μία απόμακρυσμένη κωμόπολη στην Αραβά, στο νότιο Ισραήλ, όπου ένα φεστιβάλ στην τοπική βιβλιοθήκη θα προβάλει το έργο του. Εκεί τον υποδέχεται η χαμογελαστή Γιαχαλόμ, η υπεύθυνη της βιβλιοθήκης και υπάλληλος του Υπουργείου Πολιτισμού που τον ξεναγεί προσωπικά και του καταθέτει τον φλύαρο θαυμασμό της. Παράλληλα όμως τον πληροφορεί ότι πρέπει να υπογράψει ένα έγγραφο, όπου θα δεσμεύεται να μην μιλήσει για κάποια θέματα στη συζήτηση που θα ακολουθήσει με το κοινό, μετά την προβολή της ταινίας του.
Ο Υ στην έρημο. Εγκλωβισμένος στο αχανές τοπίο, με παραισθησιογόνες σκέψεις για ένα κράτος που βλέπει ότι ολοένα χάνει τη δημοκρατική του υπόσταση, και σε σπαρακτικές συνομιλίες με την σοβαρά άρρωστη μητέρα του που νιώθει ότι χάνει, Η Γιαχαλόμ θα λειτουργήσει ως μούσα για την επαναστατική, μανιώδη του έκρηξη, ως σύμβολο μίας χώρας που φορά ένα ευπρεπές χαμόγελο για να επιβάλει φασισμό, ως σάκος του μποξ στην οργή του.
Ο Ισραηλινός σκηνοθέτης Ναντάβ Λαπίντ («Policeman», «The Kindergarten Teacher») που είχε κερδίσει τη Χρυσή Αρκτο του 2019 με τα «Συνώνυμα», επιστρέφει με μία ξεκάθαρα προσωπική (έχασε κι ο ίδιος τη μητέρα του και μοντέζ των ταινιών του από καρκίνο) και γενναία πολιτική ταινία που στρέφεται εναντίον της ισραηλινής κυβέρνησης, ξεμπροστιάζοντας τις προσπάθειες έμμεσης λογοκρισίας, αλλά και αποκαλύπτοντας και τις γενικότερες τακτικές εθνικιστικού φανατισμού απέναντι σε αόρατους, επινοημένους εχθρούς.
Κι ενώ η ιδέα είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα κι επιθυμεί να ανοίξει δημιουργικούς διαλόγους (ο Λαπίντ φτιάχνει μία ταινία για τα κατηγορώ του, ο Υ απλώς υστεριάζει - ή, μήπως το αντίθετο: ο ένας κρύβεται πίσω από την κάμερα, ο άλλος επαναστατεί γενναία, δημόσια και με ρίσκο;), κι ενώ σίγουρα το προσωπικό δράμα του γιου μπροστά στην απώλεια είναι σπαρακτικό, ο Λαπίντ χάνει συνεχώς τον θεατή με την επιτηδευμένη στυλιστική του φόρμα και την αμετροέπεια των σκηνοθετικών του κόλπων που ηχούν κενά στην έρημο: νευρική κινηματογράφηση, ξαφνικά παναρίσματα 180 μοιρών, αψυχολόγητες αλλαγές στην ταχύτητα του μοντάζ, απότομα κοψίματα που διακόπτουν την εξομολογητική αφήγηση, η κάμερα στο πάτωμα να αποτυπώνει τα πέλματα του ήρωα όσο κάνει γιόγκα, αμήχανα close ups σε μέλη του σώματος με τη δράση off camera, off beat, αταίριαστο screwball χιούμορ.
Τεχνικές που αν είχαν μία ψυχολογική σύνδεση με τον ήρωα που λειτουργούσε, θα αναστάτωναν το κοινό με έναν γόνιμο τρόπο. Τώρα απλώς εκνευρίζουν. Και το χειρότερο: αποδυναμώνουν την προσοχή μας από την ουσιαστική, μεστή, γεμάτη νόημα καταγγελία για την δηλητηριώδη ασθένεια του εθνικισμού, τις διαψευσμένες ελπίδες, την ανάγκη να ανήκεις σε μια μητέρα πατρίδα, το ανεπίστρεπτο κόψιμο του ομφάλιου λώρου - και με τη χώρα σου και με την μητέρα σου.