Η Ιζαμπέλ της Μισέλ Γουίλιαμς διευθύνει με κόπο αλλά ενθουσιασμό ένα ορφανοτροφείο στα περίχωρα της ερειπωμένης, αρχαίας πόλης της Καλκούτα. Αν και η ίδια έχει απαρνηθεί εδώ και χρόνια τον τρόπο ζωής του δυτικού κόσμου, αναγκάζεται να επιστρέψει στην Νέα Υόρκη για να συναντήσει από κοντά τον φαινομενικά τέλειο ευεργέτη στο πρόσωπο της Τζούλιαν Μουρ, η οποία υπόσχεται να δωρίσει στο ορφανοτροφείο ένα χρηματικό ποσό ικανό να εξασφαλίσει τη λειτουργία του για χρόνια. Μόνο που η μεταξύ τους συνάντηση είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου, σε μια αφήγηση γεμάτη μυστικά, ανατροπές και συναισθηματικές αναμετρήσεις που πρόκειται να ορίσουν από την αρχή όχι μόνο τη ζωή των δύο γυναικών αλλά και όλων των ανθρώπων που τις περιστοιχίζουν.
Σε αυτές τις συναισθηματικές συγκρούσεις είναι που επενδύει κυρίως ο Μπαρτ Φρόιντλιχ, ενισχύοντας κάθε μελοδραματική υφή της αρχικής ταινίας της Σουζάνε Μπίερ και τονώνοντας ακόμα περισσότερο την διαφορά ανάμεσα στην πολυτελή ζωή της «καλής κοινωνίας» της Νέας Υόρκης και τον ανιδιοτελή βίο που επιλέγει να ζήσει η πρωταγωνίστρια της ιστορίας του, πριν το παρελθόν επιστρέψει για να την στοιχειώσει. Σε αυτό το κλίμα, επιλέγει ακόμα και να αντιστρέψει τα γένη των ηρώων του αυθεντικού δανέζικου «Μετά τον Γάμο», κάνοντας ενδεχομένως πιο πιπεράτο το τελικό αποτέλεσμα αλλά και, ταυτόχρονα, μάλλον αναληθοφανή τη φύση μερικών ανατροπών της ιστορίας.
Επιπλέον, αν και το αμερικάνικο «Μετά το Γάμο» διατηρεί σχεδόν αλώβητο τον αρχικό αφηγηματικό κορμό της ταινίας της Μπίερ, το φιλμ του Φρόιντλιχ ουσιαστικά ενδιαφέρεται περισσότερο για τον τρόπο που θα σερβίρει την κάθε ανατροπή στην οθόνη παρά για τις πραγματικές τους συνέπειες στη ζωή των πρωταγωνιστών. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα μια αφήγηση παραφορτωμένη, βιαστική και δίχως αληθινό χώρο και χρόνο για να αναπνεύσει, στερώντας από τους ηθοποιούς τη δυνατότητα χτισίματος αληθινών, πιεσμένων χαρακτήρων ακόμα και όταν, στην ιδέα, η ανάπτυξη της ιστορίας είναι γεμάτη ενδιαφέροντα ηθικά και κοινωνικά διλήμματα.
Η περίπλοκη ιδέα της μητρότητας, η υλική και η συναισθηματική διάσταση των πραγμάτων, η ανάγκη για εξιλέωση και φιλανθρωπία, η ζωή που προκύπτει και η ζωή που επιλέγει να διάγει κανείς, η κοινωνική ισχύς και η προσωπική αδυναμία είναι όλες θεματικές που ο Φρόιντλιχ αγγίζει χωρίς όμως να έχει τη δύναμη να εξερευνήσει σε βάθος, δημιουργώντας τελικά μια επιδερμική ανάγνωση μιας – σαφώς περισσότερο από όσο καταλήγει να είναι – πολυεπίπεδης αφήγησης, η οποία σίγουρα είχε αναδειχθεί περισσότερο τόσο από την ψύχραιμη προσέγγιση της Σουζάνε Μπίερ όσο και από τον βορειοευρωπαϊκό τρόπο διαχείρισης των έντονων συναισθηματικών καταστάσεων.
Ισως για αυτό και ερμηνευτικά η Μισέλ Γουίλιαμς προκύπτει τελικά αμήχανη μπροστά από τον φακό ενώ η Τζούλιαν Μουρ εγκλωβίζεται σε συμπεριφορικά κλισέ, χωρίς να μπορεί να ανακαλύψει με γνησιότητα την συναισθηματική αλήθεια της ηρωίδας της. Κατά στιγμές, και οι δύο καταφέρνουν να υπενθυμίσουν γιατί αποτελούν αποδεδειγμένα ικανότατες ηθοποιούς, όμως ο Φρόιντλιχ δείχνει να επιλέγει πάντα την εύκολη λύση υποτιμώντας τελικά τις δυνατότητές τους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός εξαιρετικά «ασφαλούς» φιλμ που όχι απλά αρνείται να πάρει κάποιο ουσιαστικό ρίσκο αλλά και παρατηρεί κάθε αιχμηρή του θεματική πίσω από ένα χοντρό γυαλί, λίγο πολύ με τον ίδιο τρόπο που και οι προνομιούχοι του ήρωες αντιλαμβάνονται τη ζωή.