Η σχολική εκδρομή μιας ομάδας παιδιών στα σλοβάκικα βουνά, κατά τη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, θα γίνει γρήγορα μια σειρά από περιπέτειες πότε κρύβοντας έναν στρατιώτη από τους Γερμανούς, πότε βοηθώντας τους αντιστασιακούς ή γνωρίζοντας μια νεαρή Ρωσίδα εκπαιδευμένη για τον ανταρτοπόλεμο. Η άλλοτε ανέμελη καθημερινότητα των παιδιών βρίσκεται πλέον αντιμέτωπη με την καταστρεπτική δύναμη του πολέμου, φτάνει βαθιά στις ψυχές τους, αλλάζει τα όνειρα και τις επιθυμίες τους και σταματάει απρόσμενα το ξέγνοιαστο παιχνίδι τους.

Εχοντας κερδίσει τη δική του ξεχωριστή θέση στο σινεμά της Τσεχοσλοβακίας (γυρίσμένο το 1961), ακριβώς πάνω στην εποχή ενός νέου κύματος που φρόντισε να αλλάξει τα δεδομένα της ιστορικής αναδρομής μέσα από μια ελεύθερη και κατά βάση ποιητική κινηματογράφηση της αλήθειας, το «Τραγούδι του Γκρι Περιστεριού» ήταν η πρώτη ταινία του Στανισλάβ Μπαραμπάς που έφτασε μέχρι το Φεστιβάλ Καννών για να διαγωνιστεί για τον Χρυσό Φοίνικα και να προηγηθεί ένα μόλις χρόνο των «Παιδικών Χρόνων του Ιβάν» του Αντρέι Ταρκόφσκι, αν θεωρήσουμε πως οι δύο ταινίες μιλούν ακριβώς για το ίδιο θέμα με τον ίδιο ακριβώς τρόπο: τη φρίκη του πολέμου μέσα από την οπτική γωνία των παιδιών.

Η σύγκριση με το αριστούργημα του Ταρκόφσκι δεν μειώνει στο ελάχιστο την απόπειρα του Μπαραμπάς που σε μια συρραφή περιστατικών που θα συμβούν κατά τη διάρκεια μιας σχολικής εκδρομής στα σλοβάκικα βουνά θα εκμηδενίσει την απόσταση ανάμεσα στην αθωότητα της παιδικής ψυχής και τον τρόμο του πολέμου, ολοκληρώνοντας ένα ποιητικό πορτρέτο μιας ολόκληρης χώρας και μιας ολόκληρης Ευρώπης στην πρώτη μεταπολεμική περίοδο που το σινεμά και η Ιστορία μπόρεσε με διαύγεια και πολιτική ψυχραιμία να κοιτάξει πίσω στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ο,τι ξεκινάει σαν μια ξέγνοιαστη εκδρομή μέσα στη φύση, μετατρέπεται γρήγορα σε μια ενδοσκόπηση στην ανθρώπινη φύση καθώς αυτή αρχίζει να νιώθει τις πληγές του πολέμου, προσπαθώντας ταυτόχρονα να κατανοήσει τα αμέτρητα «γιατί» που αφοπλιστικά γεννιούνται στο μυαλό κάθε παιδιού που αδυνατεί να συλλάβει τις έννοιες της βίας, της εγκατάλειψης, της προδοσίας, της σκοπιμότητας και του θανάτου.

Σε μια ασπρόμαυρη αλληγορία που διακόπτεται από μελοδραματικά κρεσέντα, ποιητικές εικόνες (με κεντρικό πρωταγωνιστή το γκρι περιστέρι του τίτλου) και ήρωες - σύμβολα (ο καλλιτέχνης που γελοιοποιεί τον Χίτλερ, μια σοβιετική κατάσκοπος που θα βοηθήσει μια γυναίκα της αντίστασης να γεννήσει μέσα στη φύση), ο Μπαραμπάς χαρτογραφεί έναν τόπο γεμάτο ζωή και όμως καμία ελπίδα (η σκηνή στην άδεια εκκλησία αρκεί από μόνη της ως σύμβολο της χαμένης πίστης), σταματάει το χρόνο για να κοιτάξει κατάματα τις ανθρώπινες αμαρτίες που καθόρισαν την ιστορία της Ευρώπης.

Την ίδια στιγμή ο Μπαραμπάς δοκιμάζει να απελευθερώσει και το σινεμά από συμβάσεις, με κοντινά πλάνα, κοφτό μοντάζ και ένα ρυθμό που προσομοιάζει στο άγνωστο ναρκοπέδιο στο οποίο περπατούν αμέριμνα τα παιδιά, σε μια ταινία που φέρει τη γλυκύτητα των χρόνων της, ίσως και την ξεπερασμένη θεωρία της, αλλά δεν παύει να κουβαλά αλώβητη την επίκαιρη ιστορική της αξία.