Ο Ράιαν Ρέινολντς υποδύεται εδώ τον «Ενα», αρχηγό μιας ομάδας ικανών στον τομέα τους ανθρώπων - κι ο τομέας τους μπορεί να είναι «hitman» ή «ατρόμητος παρκούρερ»- οι οποίοι έχουν σβήσει την ύπαρξή τους σκηνοθετώντας τον θάνατό τους, προκειμένου να γίνουν μέλη μιας ομάδας που πολεμά τους αληθινά κακούς που δεν πιάνει ο νόμος. Τόσο κακούς όπως δικτάτορες μικρών χωρών σαν το Τουργιστάν, το οποιο η ομάδα του «Ενός» φιλοδοξεί να γκρεμίσει από την εξουσία και να αντικαταστησει με τον δημοκρατικό αδελφό του τον οποίο κρατά σε αιχμαλωσία.

Κι όχι οι λεπτομέρειες όπως μπορείτε να φανταστείτε δεν έχουν καμιά σημασια, αφού το παρελθόν και οι λόγοι που ώθησαν τα μέλη της ομάδας να αποδεχτούν αυτή τη ζωή σκιαγραφούνται με τουλάχιστον αδρές γραμμές, αυτό που έχει σημασία είναι το ηχηρό, ασταμάτητο βίαιο θέαμα από το οποίο το φιλμ έχει κάτι παραπάνω από αρκετό. Στην πραγματικότητα πολύ παραπάνω από αρκετό.

6 underground 607

Ξεκινώντας με ένα ξέφρενο κυνηγητό στην Φλωρεντία το οποίο περνά μέσα από την Πινακοθήκη του Ουφίτσι και που φυσικά στην παράδοση του Μάικλ Μπέι πρέπει να είναι μεγαλύτερο σε ταχύτητες, σαματά και διάρκεια από οτιδήποτε άλλο έχετε δει -όσο οι ήρωες προσπαθούν να ξεφύγουν από διώκτες και ελικόπτερα στο πίσω κάθισμα γίνεται μια χειρουργική επέμβαση- και δεν κατεβάζει ρυθμούς μέχρι το τέλος στην κορυφή ενός ουρανοξύστη στο Χονκγ Κονγκ.

Αυτό που έχει σημασία είναι το ηχηρό, ασταμάτητο βίαιο θέαμα από το οποίο το φιλμ έχει κάτι παραπάνω από αρκετό. Στην πραγματικότητα πολύ παραπάνω από αρκετό.»

Γραμμένο από τους σεναριογράφους του «Deadpool» ένας από τους στόχους του φιλμ μοιάζει να είναι το να δώσει στο χιούμορ και την τσαχπινιά του Ράιαν Ρέινολντς χώρο να αναπτυχθεί στα πλαίσια μια ταινίας δράσης, αλλά όλα όσα αφορούν την ανάπτυξη των χαρακτήρων την λογική της ιστορίας και την δικαιολόγηση των πράξεων της ομάδας των έξι (που θα γίνουν κι 7 στην πορεία) μοιάζει να πέφτει με θόρυβο στο κενό.

Ακόμη και η δράση σύντομα γίνεται κουραστική και το μόνο που μένει -όπως συχνά συμβαίνει στις ταινίες του Μάικλ Μπέι- είναι το να περιμένεις το τέλος δίχως κανένα ενθουσιασμό για τι ακριβώς θα συμβεί, στοιχηματίζοντας απλά με τον εαυτό σου για το πόσο μακριά πρόκειται να σπρώξει αυτός ο auteur της κινηματογραφικής υπερβολής τα όρια του μπάτζετ και των ειδικών εφέ.