Ολοι οι επιβάτες αυτού του τρένου, με προορισμό το 2046, έχουν την ίδια ανάγκη: να ξαναζήσουν τις χαμένες μνήμες του παρελθόντος, καθώς όλα στο 2046 παραμένουν ίδια κι αμετάλλακτα. Βέβαια, κανείς δεν ξέρει αν αυτό είναι αλήθεια, καθώς κανείς δεν έχει επιστρέψει ποτέ από το 2046. Κι εγώ κάποτε ερωτεύτηκα. Μετά από λίγο καιρό την έχασα για πάντα. Πήγα στο 2046, με την ελπίδα ότι με περιμένει εκεί. Αλλά δεν τη βρήκα πουθενά. Αναρωτιέμαι λοιπόν, με αγάπησε ποτέ;

Τι είναι το «2046»; Ενας ανέφικτος τόπος, που κανείς επισκέπτεται με ένα sci-fi τρένο υψηλής ταχύτητας; Μία μελλοντική χρονολογία που σε πάει πίσω σ' έναν νεότερο, πιο αθώο εαυτό; Μία στάση-σύμβολο σκληρής ενηλικίωσης από το οποίο όλοι πρέπει να περάσουν - κι αν είναι τυχεροί να μην μείνουν για πολύ;

Στο άτυπο σίκουελ της «Ερωτικής Επιθυμίας», ο Γουόνγκ Καρ-Γουάι ορίζει το «2046» ως δωμάτιο του «Oriental Hotel» στο Χονγκ Κονγκ. Ενός παρηκμασμένου ξενοδοχείου, όπου οι ένοικοί του δεν περιμένουν πια πολλά. Οι αποτυχίες τους, οι συμβιβασμοί και τα αδιέξοδά τους σφίγγουν με ακόμα πιο σκοτεινά, στενά πλάνα τους διαδρόμους, ενώ η μοναξιά τους πάλλει πολύ πιο έντονα τους λεπτούς τοίχους που προδίδουν τις one-night-stand περιπέτειες τους.

«Οι κυνικοί δεν είναι παρά ανεπίστρεπτα προδομένοι ρομαντικοί» λέει ένα ρητό. Και με αυτή τη φράση θα μπορούσε να μας ξανασυστηθεί ο κύριος Γουάν, ο ήρωας της «Ερωτικής Επιθυμίας», λίγα χρόνια μετά το φινάλε και τον ψίθυρο του μυστικού του στην κουφάλα του ιερού δέντρου. Γιατί δεν είναι ο ίδιος άντρας. Μπορεί, επιστρέφοντας από την Σιγκαπούρη, να συνεχίζει να γράφει διηγήματα στην εφημερίδα του, και να έχει τον ίδιο μουρντάρη παντρεμένο κολλητό, αλλά κάπου εκεί σταματούν οι ομοιότητες. Πιο γλοιώδης από την μπριγιαντίνη στα μαλλιά του, πιο πονηρός κι από το λεπτό μουστάκι του, ο Γουάν είναι πλέον ένας τυχοδιώκτης, τζογαδόρος, γυναικοκατακτητής. Το αξιοπρεπές παρουσιαστικό του, η εσωστρέφεια και η τιμιότητα που δεν του επέτρεπαν να αφήνει κανένα χρέος απλήρωτο (όπως την χύτρα που παρήγγειλε για τη γυναίκα του από τον σύζυγο της κυρίας Τσαν), έχουν εξαφανιστεί. Σήμερα παίζει τον μισθό του στο καζίνο, χρωστάει τα νοίκια του, και δίνει τα ρέστα του σε αγοραίους έρωτες. Ολα στη ζωή του είναι εύκολα κι αναλώσιμα. Πάνω από όλα οι γυναίκες.

Ξανασυναντώντας σε ένα νάιτ κλαμπ την Λούλου, μία παλιά του ερωμένη, την ακολουθεί στο «Oriental Hotel» ξενοδοχείο της και το δωμάτιο 2046. Αναγνωρίζει τη σύμπτωση του αριθμού αμέσως: σε αυτό το νούμερο άλλου ξενοδοχείου κάποτε συναντιόταν με τον μεγάλο του έρωτα, την κυρία Τσαν, για να γράψουν μαζί το μυθιστόρημά του και την άδοξη ιστορία τους. Την επόμενη μέρα θα επιστρέψει να το αναζητήσει. Θέλει να ζήσει εκεί. Μόνο που η Λούλου αυτοκτόνησε και το δωμάτιο πρέπει να ανακαινιστεί. Καταφεύγει στο διπλανό, το 2047. Και κάπως έτσι, γίνεται γείτονας και κυνηγός των γυναικών που θα ζουν στο αιώνια φαντασιακό 2046, γραφιάς και πρωταγωνιστής των ιστοριών τους. Από την όμορφη παλακίδα που τον ερωτεύεται κι εκείνος σαδιστικά τη χρησιμοποιεί και την προσπερνά, μέχρι την κόρη του ιδιοκτήτη που δεν υποκύπτει στη γοητεία του και για αυτό (νομίζει ότι) την ερωτεύεται – όλες οι γυναίκες δεν είναι τίποτα παραπάνω από εμπειρίες. Στο ομότιτλο («2046») sci-fi μυθιστόρημά του, τις αποκαλεί ρομπότ – οι άντρες τούς δίνουν την μορφή μιας παλιάς ερωμένης και ξεσπούν πάνω τους όλα τα απωθημένα συναισθήματα, χωρίς κόστος. Πληγώνονται άραγε τα ρομπότ; Ή οι παλακίδες; Την απάντηση δίνει το πονεμένο χαμόγελο της Ζανγκ Ζιγί, με μια ερμηνεία που κλέβει την παράσταση.

Αν ο Καρ-Γουάι πότισε την «Ερωτική Επιθυμία» με απέθαντο ρομαντισμό, εδώ επιστρέφει με μία διάθεση αποκαθήλωσης – σχεδόν εκδικητική. Παρόμοιες τεχνικές στην εγκλωβιστική σκηνογραφία, τη χαμηλόφωτη σάπιων χρωμάτων φωτογραφία και τη γεωμετρική κινηματογράφηση χρησιμοποιούνται και πάλι για να υποδηλώσουν την απώλεια, τη δυστυχία, την ατέρμονη μοναξιά των χαρακτήρων. Αλλά δεν πρόκειται για την ίδια μοναξιά. Στην «Ερωτική Επιθυμία» αν κάτι δεν ήταν αληθινό, οδηγούσε τους ήρωες σε εθελοντική απομόνωση. Στο δωμάτιο «2046» (και το «2047») οι ένοικοι διαπιστώνουν ότι το εφήμερο, το ναρκισσιστικά δικαιωματικό και το κυνικό, σε αφήνει περισσότερο μόνο από ποτέ. Στην πρώτη ταινία, τα βουβά βλέμματα του κυρίου Γουάν ήταν ερωτεύσιμα. Εδώ, έχουν αντικατασταθεί από χυδαία μειδιάματα που θες να σβήσεις με το χαστούκι σου. Στην «Ερωτική Επιθυμία» κυριαρχούσε μελαγχολία. Στο «2046», θλίψη. Πράγματι, αν γίνεις ποτέ ένοικος του «2046», αν πουλήσεις την ψυχή σου σε αυτή την βίαιη ενηλικίωση, μπορείς ποτέ να επιστρέψεις πίσω; Κανείς δεν το κατάφερε.

Ακολουθώντας την διαβόητα άναρχη διαδικασία κατασκευής των ταινιών του (χωρίς πραγματικό σενάριο, υπεράριθμες διαφορετικές λήψεις και συνεχόμενες αλλαγές στο μοντάζ) ο Καρ-Γουάι παρουσίασε την πρεμιέρα του «2046» με μία ακόμα πιο τολμηρή βερσιόν στο Φεστιβάλ Καννών το 2004, αλλά μετά την μόνταρε ξανά και πρόσθεσε και τα ειδικά εφέ των sci-fi σεκάνς, για να πάρουν όλα τη μορφή που η ταινία έχει σήμερα.

Πολύ πιο φλύαρος και σεναριακά και τεχνικά και κινηματογραφικά, με κόντρα χρήση της μουσικής (ο ρομαντικός Νατ Κινγκ Κολ συνοδεύει πλάνα εξευτελιστικού κυνισμού, ενώ το οπερετικά λυρικό «Casta Diva» καλύπτει την κακοποίηση που συμβαίνει δίπλα μας) και πειραματισμό στην ταχύτητα του φιλμ, αλλά και τα σινεμασκόπ sci-fi πλάνα του, ο Καρ-Γουάι και πάλι χρησιμοποιεί τη φόρμα για να μας κοινωνήσει την ουσία. Η σκηνοθεσία ακολουθεί πιστά την ναρκισσιστική απληστία του ήρωά του.

Η καρδιά της ταινίας είναι παγωμένη – όσο και τα ψυχρά μπλε πλάνα στην ταράτσα του «Oriental Hotel», από τα οποία νομίζεις ότι όσοι καδράρονται θα βουτήξουν στο κενό για να γλιτώσουν. Γιατί, όπως και το σχεδόν ερείπιο ξενοδοχείο, έτσι και η ταινία δεν εξετάζει τον έρωτα, αλλά τα συντρίμια του.

Μια κάρτα μεσότιτλων αναγράφει ότι «οι μνήμες δεν είναι παρά ίχνη από δάκρυα». Πράγματι, στο «2046» τα δάκρυα χαράζουν τα μάγουλα -των ηρώων και των θεατών- με θύμισες ερωτικής προδοσίας. Ανεξίτηλα, σαν βιτριόλι.