Στα 2001, το διαστημόπλοιο Discovery ξεκινά ένα μακρύ ταξίδι με προορισμό τον πλανήτη Δία και αποστολή την αναζήτηση ενός μαύρου μονόλιθου που μοιάζει να κρύβει τις απαντήσεις γύρω από την καταγωγή του ανθρώπινου γένους. Oμως ο HAL, ο κεντρικός υπολογιστής που ρυθμίζει τις λειτουργίες του σκάφους, παρουσιάζει ξαφνικά παράξενες διαταραχές και αρχίζει να στρέφεται ενάντια στους ίδιους τους κοσμοναύτες. Σκοτώνει τους τρεις που βρίσκονταν υπό λήθαργο και εκτοξεύει τον τέταρτο στο κενό, ενώ ο τελευταίος επιζών παλεύει να τερματίσει τη λειτουργία του…
Τι είναι ο μονόλιθος, τι’ ν’ το ζουμί του! Τόμοι ολόκληροι έχουν γραφεί γι αυτό το ζουμί, τους πιθανούς συμβολισμούς του μονόλιθου, στον μισό αιώνα ένδοξης ιστορίας της κιουμπρίκειας «Οδύσσειας». Τέσσερις φορές, όσα και τα κεφάλαια του φιλμ, εμφανίζεται η μαύρη πέτρα, και είναι σαν, και τις τέσσερις, να προτρέπει το γένος μας να ρίξει… μαύρη πέτρα πίσω του για να προχωρήσει παρακάτω:
Στους πιθηκανθρώπους, στην εκπληκτική εναρκτήρια προϊστορική σεκάνς, μεταδίδει τη γνώση της χρησιμότητας ενός αντικειμένου πέραν της ενδεδειγμένης από τη Φύση χρήσης του. Το κόκκαλο μπορεί να γίνει και φονικό όπλο (το ίδιο και ο ίδιος ο αντίχειράς σου). Η αντιπαλότητα για την κοινή λιμνούλα νερού λύνεται έτσι εύκολα (και αιματηρά), και εμπρός για νέες ανακαλύψεις, για «πρόοδο».
4 εκατομμύρια χρόνια μετά, το εκτοξευμένο στον αέρα κόκκαλο θα μετατραπεί σε διαστημικό σταθμό χορογραφικώ τω τρόπω, δια των βαλσικών ήχων του Στράους, στο συνοπτικότερο τζαμπ κατ στα χρονικά του σινεμά. Ο μονόλιθος είναι τώρα στη Σελήνη (όπως ακριβώς έμελλε να τη χαρτογραφήσουν έναν χρόνο μετά, το 1969, όσοι την πάτησαν), και δείχνει στον άνθρωπο που τον ξέθαψε να συνεχίσει την έρευνα στον Δία. Το ταξίδι για την πρόοδο συνεχίζεται.
Στον Δία, η πέτρα ίπταται δίπλα στον πλανήτη ενώ ο άνθρωπος παλεύει με τις μεταλλικές κατασκευές του, και οδηγεί τον επιζήσαντα ακόμη παραπέρα, στο έξω διάστημα του ρευστού χωροχρόνου, όπου όλα τα εσώτερα γίνονται ορατά, με πρώτο το υποσυνείδητο. (Είναι εδώ που οι ψυχίατροι σχίζουν τα διπλώματά τους. Τα ξανακολλάνε μετά, αλλά φευ -ξάφνου εμφανίζεται ο Ντέιβιντ Λιντς).
Τέλος, ο μονόλιθος βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από τον χαμένο στις διαστάσεις άνθρωπο και, προαναγγέλλοντας το τέρμα του γένους του, δείχνει την αυγή ενός νέου. Ένα έμβρυο που θα γεννηθεί για να επαναλάβει τα επιτεύγματά του –μαζί και τα λάθη. Ξανά από την αρχή.
Στο μεταξύ, για να φθάσει ο άνθρωπος σ’ αυτή την υπεράνθρωπη κατάσταση της γνωριμίας με το ποιόν του (οι αναγωγές στον Νίτσε είναι προφανείς, και δηλώνονται από την πλειοψηφία των ερευνητών της ταινίας), θα πρέπει πρώτα να κυριαρχήσει στα δημιουργήματά του. Όχι μόνο τα τεχνολογικά, που βαθμιαία απέκτησαν τη θνητότητα των κατασκευαστών τους, αλλά κυρίως τον Λόγο, επίσης κατασκευή ανθρώπινη. Τον παραπλανητικό και ολέθριο Λόγο που μας έφερε εδώ που είμαστε, όπως θα έλεγε και ο Αντόρνο. Καθόλου τυχαία, ενώ το πρώτο και το τελευταίο κεφάλαιο είναι βουτηγμένα στη σιωπή, τα δύο μεσαία μετρούν με ακρίβεια τις τρίπλες Του.
Τι, λοιπόν, κι αν έχουμε ανάγει την εξερεύνηση του νοητού σύμπαντος σε έναν αγώνα για την εξιχνίαση των φυσικών μας καταβολών και, τελικά, της υπέρτατης αλήθειας; Θα τη βρούμε ποτέ την αλήθεια αυτή; Αν ναι, θα τη βρει μόνος του ο καθένας και δε θα το μάθει άλλος κανείς, λέει ο Κιούμπρικ με έναν υπαρξισμό μεταφυσικό, που όμως δεν έχει σχέση με καμία μονοθεϊστική θρησκεία. Είτε θεοί είτε εξωγήινοι είναι η κινητήρια δύναμη που εκπροσωπεί ο μονόλιθος, ο άνθρωπος πεθαίνει και μαθαίνει μόνος.
Είναι μια θέση, από έναν καλλιτέχνη που δεν έχει πάψει να τονίζει στη μεγαλειώδη φιλμογραφία του πως η φιλοσοφία είναι επιστήμη με τον ίδιο τρόπο που είναι και η ψυχιατρική. Άλλωστε, η επιστήμη γεννήθηκε μέσα από τη φιλοσοφία. Που σημαίνει πως περιμένει ακόμη να αποδειχτεί.
Τα γεγονότα, ωστόσο, παραμένουν, ερήμην των θεωριών. Γεγονός είναι πως ο Κιούμπρικ εικονοποιεί εδώ τις σκέψεις του για την πορεία της ανθρώπινης ύπαρξης σε ένα υπερθέαμα άνευ προηγουμένου (και επομένου, αν κρίνουμε από δουλειές ακόμη και των καλύτερων μιμητών του έκτοτε), όπου η δράση υπαγορεύεται από τη χορογραφία της σιωπής, των ψιθύρων και της κλασικής μουσικής και η εικόνα παριστά μόνιμα μια ιδέα. Ακόμη και ο παροξυσμός των χρωμάτων και των σχημάτων στη σεκάνς της χωροχρονικής μετάβασης, δια χειρός του βραβευμένου με Oσκαρ για τα εφέ του Ντάγκλας Τραμπλ, αποτυπώνει την τεχνητή κατάβαση ενός ντοπαρισμένου στον λαβύρινθο του υποσυνείδητου.
Γεγονός ακόμη είναι πως τούτο το φιλμ είναι μια εμπειρία κυριολεκτικά, και πρέπει πρώτα και πέρα απ’ όλα να απολαμβάνεται ως τέτοια, μέχρι τελευταίου καρέ και πριν τα σενάρια των θεωριών αρχίσουν να γράφονται στον νου. Μια πανδαισία εγκεφαλική, όσο οξύμωρο κι αν ακούγεται, μ’ αυτή τη σειρά στις λέξεις. Κι ένα βίωμα σωματικό, στο οποίο, σημειωτέον, είχαν αντιδράσει τα σώματα πολλών τότε κριτικών με αναφυλαξία. Δεν πειράζει, υγεία…