Με δύο θέματα από αυτά που για να παραφράσουμε έναν εκ των πρωταγωνιστών του ντοκιμαντέρ, τον διεθνή διασώστη ακτιβιστή Ιάσoνα Αποστολόπουλο «όσο καλά και να τα γνωρίζεις συγκλονίζουν κάθε φορά που τα συναντάς», ασχολείται στο νέο του ντοκιμαντέρ με τίτλο «142 χρόνια« ο Στέλιος Κούλογλου.
Το ένα είναι οι δίκες που πληθαίνουν για πρόσφυγες που κατηγορούνται άδικα (και βολικά για την εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση) ως διακινητές και συνεχίζουν τη μαρτυρική διαδρομή τους μέσα σε φυλακές και αίθουσες δικαστηρίων με επαπειλούμενες ποινές που φτάνουν μέχρι τα 142 χρόνια (απ’ όπου και ο τίτλος της ταινίας) καθώς στο κενό ανάμεσα στον παραλογισμό και τη δημιουργία αποδιοπομπαίων τράγων βασιλεύει η αδικία και η απόλυτη έλλειψη σεβασμού απέναντι σε βασικά ανθρώπινα δικαιώματα.
Το δεύτερο είναι όσα συμβαίνουν γύρω από αυτή τη συνθήκη, είτε μιλάμε για τις φονικές επαναπροωθήσεις του ελληνικού κράτους, είτε τις συνθήκες διαβίωσης στα «στρατόπεδα» μετανααστών στα ακριτικά νησιά, στις μικρές και μεγάλες ανθρώπινες ιστορίες που συνθέτουν μια ανοιχτή πληγή που συνεχίζει (και θα συνεχίζει) να αφήνει το σημάδι της στην ελληνική συνείδηση, σε ένα παιχνίδι χαμένο από χέρι αφού παίζεται πριν από την πολιτική του καιροσκοπία σε βάση που απέχει πολύ από τις πρωταρχικές αρχές της αλληλεγγύης και της ανθρωπιάς.
Στο «142 Χρόνια» παρακολουθούμε τη δίκη του Αμίρ και του Ακίφ, δύο Αφγανών που κατηγορούνται για παράνομη διακίνηση με ποινή 50 χρόνων φυλάκιση ο καθένας, αλλά και όλη την ανθρωπογεωγραφία που αναπτύσσεται γύρω τους, σε έναν ασφυκτικό κλοιό επιβίωσης που από αναβολή σε αναβολή μοιάζει με ένα βασανιστήριο που αγγίζει τα όρια μιας «ανθρώπινης τραγωδίας» μέσα κι έξω από τα εισαγωγικά που βάζουμε για να μπορέσουμε μάλλον να αποτινάξουμε από τη συνθήκη τη βαρύτητα που έχει για έναν άνθρωπο που έφυγε από μια χώρα για να γλιτώσει από το θάνατο, ξόδεψε ό,τι είχε και δεν είχε για να εξασφαλίσει ένα εισιτήριο για το πιο επικίνδυνο ταξίδι της ζωής του και έφτασε σε μια χώρα που αντί να του προσφέρει άσυλο τον καταδικάζει σε μια νέα φυλακή.
Τι κρίμα που ο Στέλιος Κούλογλου, με μια «ευκολία» που κανονικά δεν θα επέτρεπε ο ρόλος του - γυρίζει το ντοκιμαντέρ όντας Ευρωβουλευτής του Σύριζα - αναλαμβάνει πιο συχνά θέση λαϊκιστή παρά τεκμηριωτή και βρίσκει σύμμαχο και τον Ιάσονα Αποστολόπουλο σε σκηνές που δεν χωράνε σε ένα κινηματογραφικό ντοκιμαντέρ για μια αλήθεια που πρέπει επιτέλους να ειπωθεί. Με την κάμερα πάνω στα πρόσωπα όσων μιλούν να κουνιέται (και ουχί να κινείται) διαρκώς δίνοντας την αίσθηση του «απαγορευμένου» και του «αγχωτικού» και με τον ίδιο τον Κούλογλου να επαναλαμβάνει σε τακτά διαστήματα τις καλές προθέσεις του απέναντι στους «ήρωες» του, η ουσία του ντοκιμαντέρ απομακρύνεται διαρκώς από οποιαδήποτε κινηματογραφική, ρισκάροντας διαρκώς να καταλήξει σε μια επιτηδευμένη, μονοδιάστατη και - δεν είναι ιδέα μας - αντιπολιτευτική καταγγελία που ενώ δεν αμφισβητείς την αλήθεια της, αμφισβητείς συλλήβδην την αξία της.
Στο ίδιο στιλ των ντοκιμαντέρ του Στέλιου Κούλογλου, που ξεκινούν από μια βαρυσήμαντη αφετηρία για να καταλήξουν σε μια απλή αντικυβερνητική διαπίστωση, το «142 Χρόνια» καταφέρνει να κάνει αντιπαθητικούς όλους τους εμπλεκόμενους, χάνοντας το πραγματικό νόημα μιας τολμηρής και θαρραλέας καταγραφής μιας πραγματικότητας που για πολλούς ανθρώπους είναι μέχρι και σήμερα η ζωή τους.
Αν η βράβευση του Ιάσονα Αποστολόπουλου από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κατερίνας Σακελλαρόπουλου που ακυρώθηκε (όντως) μετά από πιέσεις άκρο-δεξιών ομάδων μέσα στην Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας είναι τελικά το θέμα του ντοκιμαντέρ, τότε η τεκμηρίωση του Στέλιου Κούλογλου θα έπρεπε να έχει άλλη αφετηρία και άλλο προορισμό. Για την ώρα, παραμένει μια καταγγελία χωρίς παραλήπτη που μικραίνει τη σημασία του θέματος του, επιλέγοντας το διδακτισμό, τη χειραγώγηση και τον εύκολο εντυπωσιασμό, εκεί που απλά η μαχητικότητα της καταγραφής όσων συμβαίνουν εντός και εκτός της αίθουσας των δικαστηρίων θα λειτουργούσαν πολλαπλάσια ως αντιπροσωπευτικά ενός ελλείμματος δικαιοσύνης και ανθρωπιάς με το οποίο συνεχίζουμε να ζούμε.