Η Μαρίε εργάζεται στο Νορβηγικό Ινστιτούτο Βαρών και Μετρήσεων – μέσα σ’ ένα ασύλληπτα σχολαστικό αλλά και, όπως φαίνεται, απαραίτητο σύμπαν όπου το κάθε βάρος έχει το αντίβαρό του και κάθε μέτρηση τον έλεγχο ακριβείας της. Διευθυντής της είναι ο πατέρας της, Ερνστ, ο μόνος άνθρωπος με τον οποίο η Μαρίε μοιάζει να έχει μια σχέση επικοινωνίας. Οταν ο Ερνστ παθαίνει έμφραγμα, η Μαρίε παίρνει τη θέση του για να μεταφέρει το νορβηγικό πρότυπο κιλό (το από πλατίνα και ιρίδιο κατασκευασμένο κιλό, απέναντι στο οποίο μετρώνται όλα τα άλλα κιλά της χώρας), σ’ ένα συνέδριο στο Παρίσι, όπου και θα ελεγχθεί η ορθότητά του. Το ταξίδι θα φέρει τη Μαρίε αντιμέτωπη με τις αμπελοφιλοσοφίες των συναδέλφων, με τη δική της μοναξιά, αλλά και με κάτι που μοιάζει με εκκολαπτόμενο ρομάντζο.
Ο Νορβηγός σκηνοθέτης του «Ιστορίες Κουζίνας» επανέρχεται με μια ακόμα ταινία τόσο ιδιότυπη, όσο και χαριτωμένη, που αποτέλεσε και την υποβολή της χώρας του για το Οσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας. Οπως κι η Μαρίε, έτσι κι ο Χάμερ φροντίζει τα πάντα να είναι υπολογισμένα με ακρίβεια καθώς στήνει, ακίνητη, την κάμερά του απέναντι από την ηρωίδα του και τη ζωή της, δημιουργώντας ζωντανούς αφαιρετικούς πίνακες που, σαν χωρίς προσπάθεια, αποκαλύπτουν την αστεία πλευρά του ανθρώπινου αγώνα για ζωή, ιδιαίτερα στις πιο μελαγχολικές στιγμές της - και τέτοιες είναι οι περισσότερες.
Η Αν Νταλ Τορπ κατευθύνει την ταινία, μια και η κάμερα δεν την εγκαταλείπει ούτε για ένα δευτερόλεπτο, στιβαρή κι ευαίσθητη μαζί, σαν το κιλό που κουβαλά στην αγκαλιά της με προσοχή, άλλοτε επιβλητική κι αγέρωχη σα Βίκινγκ, άλλοτε με την εύθραυστη ποιότητα ενός λουλουδιού. Καθώς ξεκουράζεται, άβολα, στο «μεταφερμένο» από το Ikea, απρόσωπο κι ακατοίκητο σπίτι της, καθώς ξαπλώνει στη μια πλευρά του διπλού της κρεβατιού και σκεπάζεται με το μονό της πάπλωμα, μια και δε χρειάζεται μεγαλύτερο, καθώς μετακινείται σαν κοριτσάκι Lego με τον μικρό κλειστό κύβο που είναι το ηλεκτρικό της αυτοκίνητο, καθώς προχωρά διστακτικά στη ζωή της όπου όλα είναι καλά ζυγισμένα, αλλά τίποτα δεν έχει περιεχόμενο. Κι όταν όλα αλλάζουν, η Μαρίε προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει το βάρος των βασικών συστατικών της, αναγκασμένη να τα ξαναμετρήσει απο την αρχή και να δει αν το άθροισμα που βγάζουν της αρέσει.
Ο Χάμερ δε χάνει ευκαιρία, σε βαθμό περιττό, να υπογραμμίζει την κεντρική του ιδέα με αναφορές και μεταφορές γύρω από το «βάρος» όποτε του δίνεται αφορμή κι ακόμα πιο συχνά: το ανθρώπινο συναίσθημα έχει απρόβλεπτο βάρος, «το μεγαλύτερο βάρος της ζωής είναι να μην έχει τίποτε να κουβαλήσει», η ηρωίδα που περιβάλλεται από προστατευτικά καλύμματα, όπως το ευάλωτο πρότυπο κιλό, η υπερβολική επεξήγηση προδίδει την τόσο επιτυχημένη αφαιρετική και στιλάτη προσέγγιση του σκηνοθέτη. Παρόλ' αυτά, το «1001 Γραμμάρια», τόσο ποπ και παιχνιδιάρικο, είναι μια τρυφερή κι αξιαγάπητη ταινία της επαγωγικής μεθόδου, που ξεκινά από τις εξειδικευμένες ανθρώπινες παραξενιές για να τις γενικεύσει σε μια εύστοχη παρατήρηση της ανθρώπινης κατάστασης, χωρίς να χάνει την ελαφρότητα του ύφους και το βάρος της ουσίας.
Διαβάστε εδώ τη συνέντευξη του Μπεντ Χάμερ στο Flix: Μπεντ Χάμερ: σινεμά με ακρίβεια γραμμαρίου