16 Ιουνίου. Ο Λεοπόλδος Μπλουμ (καθόλου «τετραπέρατος» ή «πολυμήχανος» Οδυσσέας, μάλλον ένας μέσος άνθρωπος) ξυπνά δίπλα στην γυναίκα του που τον απατά και ξεκινά μία μερόνυχτη περιπλάνηση στους δρόμους, τις παμπ, τα νεκροταφεία, τα σπίτια του Δουβλίνου του 1900, καθώς και μία εσωτερική Οδύσσεια προσωπικής, πολιτικής, κοινωνικής αναζήτησης. Για να καταλήξει, ξημερώματα, ξανά δίπλα στην γυναίκα του.

Τι έκανε την 24ωρη περιήγηση του Μπλουμ στο Δουβλίνο των αρχών του 20ου αιώνα τόσο τρομαχτική και δυσοίωνη, επιθετική στους θεσμούς, ιερόσυλη απέναντι στα θεία, αφοριστική στους ιρλανδικούς αγώνες, δύσκολη, δύστροπη στον αναγνώστη; Τι κάνει την «Οδύσσεια» το απόλυτο αριστούργημα που... δεν ήθελε να εκδόσει κανείς. Τι έκανε το έργο ενός φύσει και θέσει επαναστάτη, να χρειάζεται μία εξίσου επαναστάτρια, την Σίλβια Μπιτς, εκδότρια του οίκου Shakespeare and Company και ιδιοκτήτρια του ομώνυμου παρισινού βιβλιοπωλείου,  να το τολμήσει και να το βγάλει στην κυκλοφορία για πρώτη φορά σε βιβλίο στις 2 Φεβρουαρίου του 1922, ημέρα κατά την οποία ο Τζόυς συμπλήρωνε το τεσσαρακοστό έτος της ζωής του;

«Φέτος είναι τα 100 χρόνια από την έκδοση του. Και ίσως χρειαζόμασταν αυτά τα 100 χρόνια για να μάθουμε πώς να το διαβάσουμε…» αναφωνεί σε κάποια στιγμή του ντοκιμαντέρ ο ποιητής Πολ Μάλντον, κερδίζοντας το συνωμοτικό γέλιο παραδοχής μας και συλλαμβάνοντας, ίσως άθελά του, την καρδιά της ταινίας.

Τι θα μπορούσε να πει κανείς παραπάνω για τον Τζέιμς Τζόις (στην εποχή του απόκληρο της Ιρλανδικής λογοτεχνίας, αλλά ιστορικά κόσμημα της). Τι περισσότερο θα μπορούσε να αναλυθεί μέσα από ένα ντοκιμαντέρ για τον εμβληματικό «Οδυσσέα» του, που αρχικά απαγορεύτηκε στην Αμερική και τη Βρετανία, ως «ακατάλληλο», «σκουπίδι», «πορνογράφημα», για να αποκατασταθεί η αξία του ως το απόλυτο λογοτεχνικό αριστούργημα του 20ού αιώνα, καθοριστικό έμβλημα του λογοτεχνικού μοντερνισμού, ένα υπερκείμενο που ακυρώνει κάθε άλλο μυθιστόρημα. Ενα βιβλίο που έχει εμπνεύσει δημιουργούς τόσο διαφορετικούς όπως η Αϊλιν Γκρέι, ο Σεργκέι Αϊζενστάιν, ο Μπομπ Ντίλαν.

Ίσως η απόσταση. Αυτή η ίδια η απόσταση ενός αιώνα, βοήθησε τον ιστορικό και εξειδικευμένο αναλυτή του έργου του Τζόις, Φρανς Κάλαναν, να γράψει το σενάριο αυτού του ντοκιμαντέρ με μία ματιά πανευρωπαϊκά πολιτική (κι όχι μόνο Ιρλανδική, δουβλινέζικη όπως επιδερμικά μοιάζει το καθολικό έργο του Τζόις), εξερευνώντας πόσο προφητικά κοιτούσε ο σκηνοθέτης τον κόσμο, με συμβολισμούς, αντιθέσεις, με αιχμές για τα εθνικά ζητήματα, μέσα από την πυκνή γραφή του, αλλά και την ίδια τη στάση της ζωής του.

Γεννημένος σε μία Ιρλανδία 300 χρόνια κάτω από την σκιά και την καταπίεση της Αγγλίας, το δικό του Δουβλίνου ήταν πάμπτωχο, εγκλωβιστικό, χωρίς ορίζοντα. Στον «Οδυσσέα» του η ματιά του πέφτει πάνω σε εξαθλιωμένες οικογένειες, μέθυσους γονείς, άρρωστα παιδιά, ανθρώπους με βρώμικα ρούχα, σάπια δόντια, τρύπιες σόλες. Δεν στέκεται όμως μόνο εκεί. Κοιτά πολύ σκεπτικά την πολιτική κατάσταση, αντιστέκεται στον υπέρμετρο Εθνικισμό (μέσα από τον χαρακτήρα του Κύκλωπα, «που βλέπει τα πράγματα μονόφθαλμα»). Ο Τζόις ονειρεύεται μία ανοιχτότητα - πέρα από τα δεσμά της Εκκλησίας (χρόνια πολέμιος της, δεν παντρεύτηκε ποτέ την Νόρα, έκαναν 2 παιδιά κι έζησαν ευτυχισμένοι σε Τεργέστη, Ζυρίχη και Παρίσι), πέρα από τη σκιά της Πολιτείας. Ο «Οδυσσέας» γράφτηκε στην Τεργέστη και το Παρίσι, ο Τζόις δεν ξαναπάτησε στο Δουβλίνο, πάντα όμως το κουβαλούσε. Μέσα του και στις σελίδες του. «Κοιτώντας σήμερα τον κόσμο, κατά πολύ είναι ο κόσμος που ονειρεύτηκε ο Τζόις» καταλήγει ο Κάλαναν. «Κάτι παραπάνω από μία ανεξάρτητη Ιρλανδία. Αλλά ανεξάρτητοι Ευρωπαίοι, πολίτες του κόσμου. Θα ήταν ευτυχισμένος σήμερα…»

Η σεναριακή πένα του Κάλαναν στην πολιτική και ιστορική ανάλυση του βιβλίου συναντά όμως το βλέμμα του ντοκιμαντερίστα Ρουάν Μάγκαν. Κι εκείνος, παρόλο που σκηνοθετικά δεν κάνει κάτι εξαιρετικό για να ντύσει το θέμα του (ελάχιστη και ελλειπτική μυθοπλαστική αναπαράσταση του 24ωρου του Λεοπόλδου Μπλουμ, φωτογραφίες αρχείου του Τζόις, περιήγηση στις 3 πόλεις που έζησε και δούλεψε ο συγγραφέας, προβλέψιμα συμβολικά πλάνα που γεμίζουν τα κενά και talking heads) ο Μάγκαν προσθέτει κι άλλους ακαδημαϊκούς αναλυτές, που δίνουν και τη δική του κοινωνική οπτική - στα «μικρά», που είναι μεγαλειώδη.

Η Ιρλανδή συγγραφέας Iμαρ ΜακΜπράιντ εμφανίζεται για να μιλήσει για αυτό το «αριστούργημα» που ταυτόχρονα είναι και «σπυρί στον κώλο κάθε αναγνώστη». Και δεν χρησιμοποιεί τη φράση αθυρόστομα, παρόλο που κλείνει το μάτι στη δυσκολία να διαβαστεί η «Οδύσσεια» - κάθε κεφάλαιο είναι γραμμένο διαφορετικά κι ο λόγος του Τζόις αποδομεί κάθε γλωσσική σύμβαση. Περισσότερο όμως αναφέρεται στο πώς ήταν ο πρώτος συγγραφέας που εισήγαγε στις περιγραφές του σωματικές λειτουργίες - οι ήρωες ξύνονται, πάνε τουαλέτα, οι γυναίκες έχουν περίοδο, αλλά και σεξουαλικό οίστρο και ηδονή. «Θεωρήθηκε, οριακά, πορνό» ομολογεί η ΜακΜπράιντ, ενώ ο Πολ Μάλντον συμπληρώνει ότι αυτή η δυνατότητα του Τζόις να πηγαίνει από το ευφυές στο κοινότυπο, από μεγαλόπνοο το πολιτικό στο ανθρώπινο, από το φιλοσοφικό στοχασμό σε σινεμασκόπ στον «ρεαλισμό του νεροχύτη» τον κάνει μοναδικό.

Μέσα σε 50 λεπτά -που, όχι, δεν θα ανατινάξουν κινηματογραφικά τον νου- ακούμε έναν μεστό λόγο ανάλυσης της «Οδύσσειας», καθώς και το σύνολο της καλλιτεχνικής επανάστασης του Τζόις, από αυτή την χρήσιμη απόσταση του ενός αιώνα. Δεν είναι λίγο. Προκαλεί να κοιτάξεις, έτσι σφαιρικά, την ιρλανδική και ευρωπαϊκή ιστορία μέσα από τον λογοτεχνικό αντικατοπτρισμό της. Κι αποτελεί πηγή έμπνευσης για να κάνεις το αδύνατο: να κατεβάσεις ξανά Το Βιβλίο από το ράφι και να επιχειρήσεις, για άλλη μία φορά, να το διαβάσεις. Ίσως τότε φτάσεις στο «yes» του τέλους. Χωρίς αυτό το «yes», τι;

Ο σκηνοθέτης Ρουάν Μάγκαν είναι στην Αθήνα και θα παρουσιάσει την ταινία στις 8-9-10 Μαρτίου