Πετυχημένος στη δουλειά του, με οικογένεια που τον αγαπά και τον θαυμάζει, ο 35χρονος Ραμόν έχει μια ζωή που πολλοί θα ζήλευαν. Η τύχη του, όμως, σύντομα θα αλλάξει. Η σύζυγός του αποφασίζει να φέρει τον πατέρα της να ζήσει μαζί τους κι ο Ραμόν αναζητά καταφύγιο στη δουλειά του. Καθώς η πίεση μεγαλώνει, ο Ραμόν ανακαλύπτει ότι πάσχει από σκλήρυνση κατά πλάκας και του ανακοινώνουν ότι σύντομα δεν θα μπορεί να περπατήσει ούτε 100 μέτρα. Εχει δύο επιλογές: να αφήσει την ασθένεια να πάρει τον έλεγχο του σώματός του ή να παλέψει. Με τη γέννηση του δεύτερου παιδιού του, ο μαχητής μέσα του τον ωθεί να λάβει μέρος στην πιο δύσκολη δοκιμασία τριάθλου. Με τη βοήθεια ενός αναπάντεχου συμμάχου, μαθαίνει να ξεπερνά όλους τους περιορισμούς που του θέτει η ασθένεια του.

Υπάρχει μία σκηνή στην αρχή του «100 Μέτρα», όπου ο Ραμόν έρχεται για πρώτη φορά αντιμέτωπος με τα τρομακτικά συμπτώματα της ασθένειάς του. Μουδιασμένος σε μια καρέκλα, ανήμπορος να κινηθεί ή να αρθρώσει καθαρά τι του συμβαίνει στην έκπληκτη σύζυγό του που βρίσκεται δίπλα του, μοιάζει να έχει παραλύσει όχι μόνο εξαιτίας της αρρώστιας αλλά και από το σοκ της φευγαλέας όσο και ανείπωτα αγωνιώδους συνειδητοποίησης ότι για πρώτη φορά είναι απολύτως ανίκανος να ελέγξει το σώμα του και τα λόγια του.

Αυτή είναι ταυτόχρονα η πρώτη και τελευταία φορά που η ταινία του Ισπανού Μαρσέλ Μπαρένα μοιάζει να καταφέρνει πραγματικά να συλλάβει σε όλο του το μέγεθος το ανατριχιαστικό συναίσθημα του να ζεις με μια εκφυλιστική ασθένεια όπως η σκλήρυνση κατά πλάκας ή οποιαδήποτε άλλη κατάσταση όπου νιώθεις το σώμα σου να σε προδίδει και την οικεία αίσθηση του να είσαι κύριος του εαυτού σου να σε εγκαταλείπει ολοκληρωτικά – τουλάχιστον όπως τη βίωνες μέχρι τώρα.

Δυστυχώς, όμως, όπως συμβαίνει συχνά σε ταινίες που επιλέγουν να διηγηθούν μια τέτοια ιστορία, ό,τι ακολουθεί είναι η εκ του ασφαλούς απεικόνιση μιας αναμφίβολα γεμάτης επώδυνα εμπόδια πορείας ως μια προδιαγεγραμμένη κινηματογραφική διαδρομή προς τον θρίαμβο της ανθρώπινης θέλησης.

Είναι, λοιπόν, μάλλον πλασματικό το γεγονός ότι τα «100 Μέτρα» βασίζονται στην απίστευτη αλλά αληθινή ιστορία ενός άνδρα που όντως αποφάσισε να απαντήσει στις δυσοίωνες ιατρικές προβλέψεις συμμετέχοντας σε έναν άκρως απαιτητικό αγώνα τριάθλου με τον τίτλο «Iron Man», ο οποίος περιλαμβάνει 3,8 χλμ κολύμβηση, 180 χλμ ποδηλασία και έναν μαραθώνιο 42 χιλιομέτρων, μέσα σε διάστημα 17 ωρών.

Δεν θα μάθουμε ποτέ σε ποιο βαθμό ακριβώς ο (και σεναριογράφος) Μπαρένα έμεινε πιστός στα πραγματικά γεγονότα (όχι πως έχει μεγάλη σημασία), ακόμα και σε μια τέτοια περίπτωση, όμως, η προσέγγισή του δεν ηχεί ποτέ πραγματικά αληθινή, κομμένη και ραμμένη όπως είναι στη συνταγή μιας ταινίας προορισμένης να συγκινήσει το κοινό της με ένα μήνυμα θάρρους και ελπίδας, μαζί με την ανακουφιστική επιβεβαίωση ότι αυτό που βλέπουμε δεν συμβαίνει σε εμάς.

Προς τιμήν του, ο Μπαρένα αποφεύγει να στραγγίσει στο έπακρο τα δάκρυα των θεατών καταφεύγοντας στους έκδηλους μελοδραματισμούς για τους οποίους προσφέρεται και με το παραπάνω η ιστορία του. Αντίθετα, επιλέγει να κατεβάσει σχετικά τους τόνους και να εμφυσήσει μια ευπρόσδεκτη δόση χιούμορ, φέρνοντας σε πρώτο πλάνο τη σχέση του Ραμόν με τον δύστροπο πεθερό του, ο οποίος έπειτα από την παρέμβαση της κόρης του δέχεται να τον προπονήσει χρησιμοποιώντας αμφιλεγόμενες μεθόδους που φέρνουν στο μυαλό τις εξωφρενικές πρακτικές του δάσκαλου Μιγιάγκι από το «Karate Kid» - μια ομοιότητα που ευτυχώς και οι ίδιοι οι δημιουργοί της ταινίας αναγνωρίζουν με ανάλαφρη διάθεση.

Δυστυχώς, ωστόσο, ακόμα κι αυτή η προσθήκη αποδεικνύεται εξίσου κατασκευασμένη, υπακούοντας εξολοκλήρου σε όλα τα κλισέ κάθε buddy movie, με το αταίριαστο δίδυμο να ανακαλύπτει πολύ βολικά ότι αυτά που τους ενώνουν είναι περισσότερα από αυτά που τους χωρίζουν και να βοηθούν ο ένας τον άλλον να αντιμετωπίσουν τις μικρές ή μεγάλες τραγωδίες της ζωής τους. Οι συμπαθητικές ερμηνείες (και ειδικά του Κάρα Ελεχάλδε στο ρόλο του αντικοινωνικού πεθερού) κάνουν λιγότερο οδυνηρή την αναπόφευκτη αίσθηση déjà vu, δεν αρκούν εντούτοις για να απογειώσουν την ταινία πέρα από τις αγαθές προθέσεις της, σε μια ιστορία που σίγουρα άξιζε κάτι περισσότερο.

Οταν η ταινία φτάσει κυριολεκτικά και μεταφορικά στον τερματισμό, τα πάντα έχουν εξελιχθεί με τον πιο προβλέψιμο τρόπο, κι ακόμα και η ενσωμάτωση υλικού από τον πραγματικό αγώνα του αληθινού Ραμόν Αρόγιο μοιάζει με ένα τελευταίο εύκολο τέχνασμα για να δικαιολογήσει την ύπαρξή της ως ένας τετριμμένος ύμνος στη δύναμη της ανθρώπινης θέλησης.