Μερικές φορές η πραγματικότητα είναι πολύ σύνθετη. Οι ιστορίες είναι αυτές που της δίνουν μορφή.»
Ζαν-Λικ Γκοντάρ
Ισως μια από τις πιο λανθασμένες, και άδικες ταυτόχρονα θα λέγαμε, αντιλήψεις αρκετών (ανάμεσά τους και ο γνωστός κριτικός κινηματογράφου, Ρότζερ Εμπερτ) είναι πως τα video games δεν είναι Τέχνη. Βασική αιτία για τους αρνητές τους, η έλλειψη σεναρίου, καθώς μια υποτυπώδης πλοκή αρκεί για να σε πάει ως παίχτη από το ένα σημείο στο επόμενο.
Πόσο μακριά δείχνει αυτό από την πραγματικότητα. Τα video games αποτελούν ίσως την πιο διαδραστική μορφή τέχνης, εκείνη όπου ανακαλύπτεις την ιστορία, τους χαρακτήρες αλλά και τον ίδιο τον κόσμο του παιχνιδιού όχι απλά ως θεατής, όπως γίνεται κυρίως με άλλα μέσα, όπως π.χ. με το σινεμά, αλλά «μπαίνοντας» μέσα σε ένα θαυμαστό κάθε φορά νέο κόσμο.
Αν και τα video games έχουν δώσει αρκετές και ενδιαφέρουσες ιστορίες εδώ και περισσότερα από 30 χρόνια, το πώς βιώνουμε ως παίχτες τις ιστορίες αυτές συνεχώς εξελίσσεται καθώς η τεχνολογία, και συνεπώς το μέσο αυτό καθεαυτό, βελτιώνεται, ξεπερνώντας κάθε φορά τον προηγούμενο καλό εαυτό του. Στις 14 Ιουνίου 2013 κυκλοφόρησε το παιχνίδι «The Last of Us» από την Naughty Dog για το PlayStation 3, σε σενάριο του Νιλ Ντράκμαν και σκηνοθεσία του ίδιου μαζί με τον Μπρους Στρέλεϊ. Παιχνίδι που θεωρείται από τους περισσότερους ως το αποκορύφωμα εξιστόρησης και σκιαγράφησης χαρακτήρων, με αναφορές στην αρχαία ελληνική τραγωδία, καθώς καταφέρνει και ακυρώνει πολλά από τα εμπόδια που υπήρχαν στον παρελθόν για μια πιο ίσως κινηματογραφική εμπειρία στα video games, παραδίδοντας μια καθηλωτική και ταυτόχρονα συναισθηματικά ηχηρή ιστορία με κεντρικό γνώμονα τον άνθρωπο.
ΠΡΟΣΟΧΗ: Το άρθρο που ακολουθεί περιέχει spoilers τόσο από την ιστορία του πρώτου «The Last of Us» όσο και από την ιστορία του δεύτερου, το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα.
Αν θα έπρεπε να αναζητήσουμε ένα κάποιο «κινηματογραφικό είδος» που να ταιριάζει στο «The Last of Us» αυτό θα ήταν κοντά στο δυστοπικό γουέστερν, όπου παίρνεις τον ρόλο του Τζόελ, ενός λαθρέμπορου στον οποίο δίνεται μια αποστολή να μεταφέρει μια έφηβη κοπέλα, την Ελι, από τη μια άκρη μιας μετα-αποκαλυπτικής Αμερικής στην άλλη. Κάτι που μπορεί, εκ πρώτης όψεως, να δείχνει ασήμαντο και χιλιοειπωμένο, εξελίσσεται σε μια από τις πιο καθηλωτικές και απαιτητικά συναισθηματικές εμπειρίες που μπορεί να βιώσει κάποιος σε οποιαδήποτε μορφή Τέχνης. Οπως και στο σινεμά εξάλλου, έτσι και στα video games, οι σεναριογράφοι προσπαθούν να βρουν τρόπους να δημιουργήσουν χαρακτήρες που μπορεί κάποιος να ταυτιστεί μαζί τους, αλλά κυρίως τρόπους για να ζήσει ο κάθε παίχτης ξεχωριστά την εμπειρία μιας πραγματικά συναρπαστικής ιστορίας. Μπορεί αυτό να ακούγεται αρκετά εύκολο καθώς στα video games ο ρόλος του «θεατή» είναι πιο ενεργητικός, αλλά τα φαινόμενα (στα video games, το σινεμά και κυρίως τη ζωή) απατούν.
Μια από τις πιο συγκλονιστικές σκηνές του παιχνιδιού είναι ο πρόλογός του. Εκεί, όχι μόνο μπαίνεις κατευθείαν στο επίκεντρο του ξεσπάσματος ενός θανατηφόρου ιού, όπου μετατρέπει τους πάντες σε ένα είδος μύκητα/ζόμπι, εδραιώνοντας τα θεμέλια του μετα-αποκαλυπτικού του κόσμου, αλλά ταυτόχρονα βιώνεις, την αγωνία και το δράμα μιας πάνω από το ανθρώπινο κατάστασης μέσα από τα μάτια μιας μικρής κοπέλας, της κόρης του Τζόελ, την Σάρα. Ο Ντράκμαν είχε δηλώσει παλιότερα πως ο πρόλογος έδειχνε αρκετά διαφορετικός στα πρώιμα στάδια παραγωγής μιας και ακολουθούσαμε τον Τζόελ στο γειτονικό σπίτι, σκοτώναμε έναν μολυσμένο από τον μεταλλαγμένο ιό από τους μύκητες Cordyceps (ο οποίος τελικά σκοτώνει το 60% ολόκληρου του πληθυσμού της Γης), και μετά επιστρέφαμε στο σπίτι μας για να πάρουμε την κόρη μας και να φύγουμε. Καθώς όλο αυτό έδειχνε κάπως κοινότυπο, ένας από την ομάδα είχε την ιδέα αντί να ελέγχουμε τον Τζόελ στην αρχή, γιατί να μην βιώσουμε τον πρόλογο μέσω της Σάρας;
Διαβάστε ακόμα: To «The Last of Us» θα γίνει τηλεοπτική σειρά για λογαριασμό του HBO
Μέρος του σεναρίου της εισαγωγής του «The Last of Us».
Ο παίχτης αρχίζει να νιώθει άβολα, ανήμπορος (δεν ελέγχεις έναν μεγαλόσωμο σωματώδη άντρα αλλά μια 12χρονη κοπέλα) καθώς η Σάρα ξυπνάει μέσα στη νύχτα, μόνη σε ένα δωμάτιο, χωρίς την παραμικρή ιδέα του τι συμβαίνει, ενώ ο παίχτης «χειρίζεται» μια μικρή κοπέλα η οποία νιώθει τρομαγμένη βλέποντας τον κόσμο να καταρρέει γύρω της, κάπου μέσα στο Οστιν του Τέξας. Η ιστορία προχωράει χτίζοντας τον πανικό, το σασπένς και τον τρόμο με πραγματική μαεστρία, σαν μια καλογυρισμένη ταινία τρόμου, μέχρι που ο Τζόελ, ο αδερφός του Τόμι και η Σάρα ξεφεύγουν με το αυτοκίνητο. Και τότε αρχίζει να ξετυλίγεται ένα χάος μπροστά στα μάτια σου, ανήμπορος να πολεμήσεις. Απλά τρέχεις να σωθείς με την κόρη σου αγκαλιά. Η τραγική κατάληξη δεν αργεί να έρθει με τον θάνατο της Σάρα, η οποία πεθαίνει στην αγκαλιά του Τζόελ από τα πυρά στρατιώτη - η καθοριστική εκείνη στιγμή που θεμελιώνει την συναισθηματική κατάσταση και την προσωπικότητα του ως χαρακτήρα, αφήνοντάς εσένα ταυτόχρονα απλά μουδιασμένο. Και μπορεί να είναι η πρώτη, αλλά σίγουρα δεν θα είναι η τελευταία φορά που θα συμβεί κάτι τέτοιο.
Ενα από τα μεγαλύτερα εμπόδια που αντιμετωπίζουν οι developers των παιχνιδιών είναι το πως θα σε κάνουν να νιώσεις συμπάθεια για τους χαρακτήρες τους οποίους παίζεις αλλά και με εκείνους που αλληλοεπιδράς καθόλη την διάρκεια του παιχνιδιού. Ενας από τους τρόπους είναι να βρουν εκείνη την λεπτή ισορροπία μεταξύ των διαφόρων cutscenes, όπως αυτές ονομάζονται και οι οποίες αποτελούν στην ουσία μια πιο κινηματογραφική εμπειρία μέσα στο περιβάλλον του video game καθώς παρακολουθείς μια σειρά από σκηνές με «σεναριακή γραφή», με έμφαση στην ερμηνεία των χαρακτήρων, π.χ. το πρόσωπό τους και τις αντιδράσεις τους, κάτι που με δυσκολία ίσως θα μπορούσε να γίνει καθώς παίζεις. Ενας άλλος τρόπος είναι gameplay, η αλληλεπίδραση σου ως παίχτης με το περιβάλλον και τους χαρακτήρες, μέσω ευρηματικών ιδεών αλλά και στοιχείων (αφηγήσεων, συγγραμάτων, αντικειμένων) για την ιστορία που ανακαλύπτεις στη διαδρομή.
Το «The Last of Us» καταφέρνει όχι μόνο να βρει την χρυσή τομή ανάμεσα σε όλα αυτά αλλά και να μεγαλουργήσει σεναριακά, κάνοντας όλον αυτόν τον κόσμο να δείχνει πραγματικά ζωντανός και αληθινός.
Η ιστορία, εκτός από τον πρόλογο και τον επίλογο, χωρίζεται σε τέσσερα μεγάλα κεφάλαια τα οποία έχουν το όνομα της εκάστοτε εποχής στην οποία διαδραματίζονται, ξεκινώντας από το Καλοκαίρι και καταλήγοντας στην Ανοιξη, 20 χρόνια μετά τα γεγονότα της εισαγωγής.
Εκεί βλέπουμε έναν τελείως διαφορετικό Τζόελ. Είναι πλέον λαθρέμπορος στη ζώνη καραντίνας της Βοστόνης και δείχνει απόμακρος, αρκετά κυνικός, πεσιμιστής και σε στιγμές αρκετά ψυχρός. Φοράει ακόμα το ρόλοι το οποίο που του χάρισε η Σάρα εκείνο το μοιραίο βράδυ, μόνο που είναι καταστραμμένο με την ώρα να δείχνει την ώρα του θανάτου της, μια στιγμή παγωμένη στον χρόνο για να του το θυμίζει συνεχώς. Ο θάνατος της Σάρα τον έχει κάνει να μην εμπιστεύεται κανέναν, εκτός ίσως από την Τες, μια «συνάδελφό» του και ίσως τη μοναδική του φίλη. Μαζί αποφασίζουν να δεχθούν μια αποστολή ρουτίνας από την Μαρλίν, την αρχηγό μιας αντάρτικης στρατιωτικής ομάδας, τους Fireflies, στο να μεταφέρουν μια ορφανή κοπέλα, την Ελι, στη Μασαχουσέτη. Η σχέση μεταξύ της Ελι και του Τζόελ, η οποία αποτελεί και τον πυρήνα ολόκληρου του παιχνιδιού, θεμελιώνεται ήδη από την πρώτη (κινηματογραφική) σκηνή που έχουν μεταξύ τους, σημάδι πως πρόκειται για δύο τελείως διαφορετικούς αλλά ίσως και τελείως όμοιους χαρακτήρες. Η Ελι παρουσιάζεται ακριβώς όπως θα περίμενες να συμπεριφέρεται μια κοπέλα στην ηλικία της: λατρεύει τα κόμικς και το διάστημα, λέει αστεία αλλά δεν εμπιστεύεται εύκολα, τουλάχιστον στην αρχή, τον Τζόελ. Γρήγορα ανακαλύπτουν πως η Ελι έχει δαγκωθεί από μολυσμένους τρεις μέρες πριν (ο ιός σε σκοτώνει και σε μετατρέπει σε ζόμπι μέσα σε δυο μόλις μέρες) και ζει ακόμα, αποκαλύπτοντας έτσι πως έχει ανοσία και ίσως αποτελεί την μοναδική ελπίδα της ανθρωπότητας για κάποιο εμβόλιο. Και κάπως έτσι ξεκινά ένα ταξίδι συναισθηματικής «ενηλικίωσης» τόσο για την Ελι όσο και για τον Τζόελ.
Το «The Last of Us» μοιάζει να να απευθύνεται σε εκείνους, τους τελευταίους, που έχουν απομείνει από την ανθρωπότητα μετά το ξέσπασμα του ιού. Γρήγορα αντιλαμβάνεσαι και μια δεύτερη σημασία του καθώς μοιάζει να απευθύνεται εξίσου και σε εκείνους που, παρόλες τις αντίξοες συνθήκες, έχουν καταφέρει και κρατήσει μέσα τους το μοναδικό πράγμα που τους κάνει να ξεχωρίζουν από όλους τους άλλους, ζωντανούς και μη: την ίδια τους την ανθρωπιά.
Καμία καλή ιστορία με ζόμπι δεν αφορά ποτέ τα «τέρατα», αλλά τους ανθρώπους.
Οι χαρακτήρες που έχει γράψει ο Ντράκμαν, από τους πρωταγωνιστές μέχρι και τους δευτερεύοντες χαρακτήρες, δεν γίνονται ποτέ καρικατούρες, όλοι τους βρίσκονται σε μια η περισσότερες από τις πολλές αποχρώσεις του γκρι, σπάζοντας έτσι τα στερεότυπα των (συνήθως λευκών) καλών και των (συνήθως μαύρων) κακών, αληθινοί ήρωες μιας όχι και τόσο μακρινής Αποκάλυψης.
«Μάντεψε, είμαστε άθλιοι άνθρωποι Τζόελ, ήταν έτσι για πολύ καιρό…», λέει κάποια στιγμή η Τες στον Τζόελ, αποκαλύπτοντας έτσι μεγάλες αλήθειες όχι μόνο για τους χαρακτήρες αυτούς αλλά και ένα βαθύ κοινωνικό σχόλιο για την ίδια την ζοφερή πραγματικότητα που ζούμε σήμερα.
Το συναισθηματικό ταξίδι του Τζόελ και της Ελι προς την προσωπική βελτίωση δείχνει να γίνεται παράλληλα, αν και οι δυο τους ξεκινούν από άλλη αφετηρία, με τον Τζοελ να είναι ψυχρός και κυνικός και η Ελι αγνή και σε στιγμές αφελής. Και οι δυο τους φτάνουν κάποια στιγμή στο πιο χαμηλό και το πιο σκοτεινό σημείο του εαυτού τους, με τον Τζόελ να μην συγχωρεί τον εαυτό του για τον θάνατο της κόρης του, να μην κοιτάζει κατάματα στα ψυχικά του τραύματα, λέγοντας στην Ελι πως «δεν είσαι κόρη μου και σίγουρα εγώ δεν είμαι ο μπαμπάς σου». Για την Ελι αυτή η στιγμή έρχεται λίγο αργότερα στον Χειμώνα όπου, μετά από έναν αρκετά σοβαρό τραυματισμό του Τζόελ, το παιχνίδι μας δίνει να χειριστούμε την ίδια και να ζήσουμε μέσα από τα ίδια της μάτια την τραυματική εμπειρία της ενηλικίωσής της, αλλά ταυτόχρονα θέτει το ερώτημα εάν υπάρχει μέρος στον κόσμο αυτόν, πραγματικό ή μη, όπου η καλοσύνη και η ανθρωπιά μπορεί να επιβιώσει ή απλά είναι όλα μάταια. Εκεί γνωρίζει τον Ντέιβιντ ο οποίος αποδεικνύεται παιδόφιλος και κανίβαλος, φυλακίζει την Ελι, αυτή όμως καταφέρνει να ξεφύγει και λίγο αργότερα, σε ίσως μια από τις πιο δυνατές σκηνές του παιχνιδιού, τον σκοτώνει με μια ματσέτα. Τον χτυπάει συνεχώς μέχρι που ο Τζόελ, ο οποίος κατάφερε να σηκωθεί στα πόδια του και την έψαχνε, την βρίσκει και την αγκαλιάζει, αποκαλώντας την για πρώτη φορά «baby girl», κάτι που ακούμε να αποκαλεί την Σάρα στην εισαγωγή.
Καθώς πλησιάζουμε στην κορύφωση του δράματος, η Ελι, από εκεί που πριν που έλεγε αστεία, σιγοτραγουδούσε και ήταν γενικώς ένας ενεργητικός χαρακτήρας, τώρα την βλέπουμε αρκετά πιο μαζεμένη, να μην μιλάει πολύ ή να απαντάει μονολεκτικά. Το παιχνίδι μας δίνει να καταλάβουμε πως δεν μπορεί κάποιος να επιβιώσει σε αυτόν τον κόσμο χωρίς να τον διαφθείρει και να τον κάνει να χάσει ένα μέρος του εαυτού του. Ο Τζόελ προτιμά να μην συζητήσει μαζί της. Μερικά πράγματα είναι καλύτερο να μένουν μέσα μας.
Λίγο αργότερα η εμφάνιση ενός κοπαδιού από καμηλοπαρδάλεις θα «γράψει» μια από τις πιο λυρικές σκηνές του παιχνιδιού, με την Ελι να ξαναγίνεται παιδί και τον Τζόελ να ανακτά τα χαμένα αισθήματα της αγάπης εξαιτίας της Ελι. Μια από τις ελάχιστες ευτυχισμένες στιγμές των χαρακτήρων αυτών οι οποίοι βγαίνουν από το σκοτάδι του Χειμώνα στην ελπίδα που έρχεται μαζί με την Ανοιξη. Μόνο που ηιστορία αυτή δεν είναι από εκείνες που θα έχουν happy end.
Ο Τζόελ παραδίδει την Ελι στους Fireflies αλλά μαθαίνει πως θα πρέπει να πεθάνει για να «χρησιμοποιηθεί» για το εμβόλιο για τον ιό. Η Ελι το γνωρίζει και δεν έχει κανένα πρόβλημα με αυτό πιστεύοντας πως έτσι δικαιολογούνται όλα τα δεινά του ταξιδιού και η ζωή της θα αποκτήσει έτσι κάποιο νόημα. Αλλά ο Τζόελ δεν είναι διατεθειμένος να χάσει και μια δεύτερη κόρη. Μπαίνει στο νοσοκομείο και αρχίζει να σκοτώνει τους Fireflies και τους γιατρούς που θα έκαναν την επέμβαση, αρπάζει την λιπόθυμη Ελι από το χειρουργικό τραπέζι και κρατώντας την στα χέρια του προσπαθεί να ξεφύγει. Η σκηνή αυτή θυμίζει αρκετά τον πρόλογο με την Σάρα στα χέρια του Τζόελ καθώς προσπαθούν ξεφύγουν από το χάος του ξεσπάσματός της πανδημίας, υπό τους ήχους της υπέροχης μουσικής του Γκουστάβο Σανταολάγια. Αφού σκοτώνει την Μαρλίν, που προσπαθεί να τον σταματήσει, ο Τζόελ φεύγει μαζί με το κορίτσι με ένα αυτοκίνητο κι εκεί λέει στην Ελι ψέματα για ό,τι έγινε και πως τίποτα από αυτά τελικά δεν θα είχε νόημα. Φτάνουν στο Τζάκσον, εκεί που έχει εγκατασταθεί ο αδερφός του Τζόελ, ο Τόμι, και πριν κατέβουν η Ελι ρωτάει για άλλη μια φορά τον Τζόελ να της ορκιστεί ό,τι της λέει την αλήθεια. Κοιτάζοντας την στα μάτια, ο Τζόελ της ξαναλέει ψέματα και το πρόσωπό της προδίδει πως και η ίδια το έχει καταλάβει, λίγο πριν πέσουν οι τίτλοι τέλος.
Σίγουρα το «The Last of Us» δεν είναι από εκείνα τα παιχνίδια που σου κρατάνε το χέρι και σου λένε πως όλα θα πάνε καλά στο τέλος. Αντίθετα σε προκαλεί να μπεις βαθιά μέσα σε ένα νιχιλιστικό, ζοφερό και επικίνδυνο κόσμο, οπού όλοι οι χαρακτήρες ζουν το δικό τους προσωπικό δράμα προσπαθώντας να επιβιώσουν μέσα σε μια καθημερινή κόλαση. Φυσικά και πρωτίστως το παιχνίδι βρίσκεται εκεί για να σε κάνει να διασκεδάσεις, αλλά και να σε κάνει να καταλάβεις τους χαρακτήρες αυτούς και τις επιλογές τους, κάνοντάς σε να σκεφτείς στο πώς θα λειτουργούσε ο οποιοδήποτε κάτω από τέτοιες συνθήκες. Ο Τζόελ δεν είναι ο ήρωας που ίσως παρουσιάζεται σε στιγμές αλλά ούτε ο κακός της υπόθεσης, παρόλο που δείχνει πως δεν έχει (ή έστω έχει ελάχιστους) ηθικούς φραγμούς. Αν και δεν έκρυψε ποτέ πως έδρασε εγωιστικά καταστρέφοντας στην ουσία το μέλλον της ανθρωπότητας, δεν μπορούμε παρά να νιώσουμε κάποιο είδος συμπόνιας γι’ αυτόν. Το ίδιο και για την Ελι η οποία πλέον δείχνει να μην είναι το μικρό και αφελές κορίτσι που γνωρίσαμε στην αρχή, αλλά δείχνει πιο ώριμη, και σίγουρα με περισσότερα συναισθηματικά βάρη.
Το ταξίδι τους όμως φαίνεται πως δεν έχει τελειώσει ακόμα.
Μετά από όλα όσα περάσαμε, όλα όσα έκανα, δε μπορεί να ήταν για το τίποτα.» - Ελι
Παρά το αμφιλεγόμενό, και για πολλούς ικανοποιητικό, φινάλε του πρώτου παιχνιδιού, αρκετοί ήταν εκείνοι οι οποίοι απαιτούσαν να κυκλοφορήσει μια συνέχεια στην ιστορία του Τζόελ και της Ελι. Ο Ντράκμαν, αν και στην αρχή ήταν αρκετά διστακτικός στο να επιστρέψει στον κόσμο αυτόν μιας και δεν ήθελε να χαλάσει την τέλεια εμπειρία του πρώτου και σίγουρα όχι πριν έχει στα χέρια του μια καλή ιστορία να πει, τελικά ενέδωσε στην απαίτηση αυτή. Χρειάστηκαν να περάσουν επτά ολόκληρα χρόνια για να κάνει την εμφάνισή του το «The Last of Us Part 2» για το PlayStation 4, το οποίο κυκλοφόρησε τελικά, και μετά από κάποιες καθυστερήσεις λόγω της πανδημίας, στις 19 Ιουνίου 2020 σε σκηνοθεσία του Ντράκμαν και σενάριο του ίδιου και της Χέιλι Γκρος.
Σύμφωνα με τον ίδιο τον Ντράκμαν εάν το πρώτο μέρος μιλούσε για την αγάπη τότε το δεύτερο είναι εκείνο που μιλάει για το μίσος, σε ένα παιχνίδι που αφηγείται μια από τις πιο τολμηρές και εκπληκτικές ιστορίες που έχουν ειπωθεί ποτέ μέσα από τα video games, δημιουργώντας έτσι μια απαράμιλλη διαδραστική εμπειρία κι ένα, όχι μόνο τεχνικό αλλά και ταυτόχρονα, σεναριακό αριστούργημα, εξελίσσοντας και το gameplay σε όλα τα επίπεδα.
Η ιστορία ξεκινάει εκεί που ίσως όλοι λίγο πολύ περιμέναμε, λίγο καιρό μετά τα γεγονότα του πρώτου μέρους, όπου πλέον ο Τζόελ και η Ελι έχουν εγκατασταθεί στη πόλη του Τζάκσον, μαζί με τον Τόμι και την γυναίκα του την Μαρία, Εκεί προσπαθούν να ζήσουν μια ασφαλή και ήρεμη ζωή, κάνοντας ταυτόχρονα έναν μικρό απολογισμό των γεγονότων του πρώτου μέρους, με τον Τζόελ να εξιστορεί στον Τόμι με κάθε λεπτομέρεια τις εγωιστικές επιλογές του και μέχρι το μεγάλο ψέμα που είπε στην Ελι στο φινάλε του ταξίδιου. Από την αρχή, καταλαβαίνουμε πως η Ελι έχει τις δικές της αμφιβολίες με τα όσα της είπε ο Τζόελ με αποτέλεσμα όλο αυτό να έχει δημιουργήσει ρωγμές στην σχέση τους, ενώ ο ίδιος νιώθει το βάρος των πράξεών του με τις ενοχές να τον κυριεύουν όλο και περισσότερο κάθε μέρα που περνάει. Το μόνο που ήθελε ήταν να προστατεύσει το μοναδικό άνθρωπο που κατάφερε να αγαπήσει εδώ και αρκετό καιρό, μόνο που οι πράξεις τους τους απομάκρυναν αντί να τους φέρουν πιο κοντά.
Το παιχνίδι μας μεταφέρει τέσσερα χρόνια μετά, όπου η Ελι, την οποία αυτή την φορά παίρνει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ιστορία, συναντά τους φίλους της, τον Τζέσι και την Ντίνα, οι οποίοι χώρισαν πρόσφατα για να πάνε για μια περιπολία στις γύρω περιοχές. Γρήγορα όμως μαθαίνουμε πως η Ελί και η Ντίνα φιλήθηκαν σε έναν χορό το προηγούμενο βράδυ με έναν από τους κατοίκους της κοινότητας, τον μπάρμαν Σεθ, να τις κακοχαρακτηρίζει μπροστά σε όλους με τα ομοφοβικά του σχόλια, το οποίο μάλιστα δημιούργησε και κάποια αντιδικία μεταξύ της Ελι και του Τζόελ.
Οπως και στο πρώτο παιχνίδι έτσι κι εδώ, ένα από τα κύρια θέματα που εξετάζονται, είναι και η θέση της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας μέσα σε αυτό τον αποκαλυπτικό κόσμο. Στο πρώτο μέρος γνωρίσαμε τον Μπίλι, ο οποίος είναι ένας αρκετά δυναμικός χαρακτήρας, καλός φίλος του Τζόελ και γκέι, όπου ο σύντροφός του, o Φρανκ, τον παράτησε μετά από έναν μεγάλο τσακωμό που τον άφησε μόνο (αργότερα τον ανακαλύπτουμε κρεμασμένο έχοντας θέσει ο ίδιος τέλος την ζωή του). Στο prequel που κυκλοφόρησε λίγους μήνες μετά, το 2014, με τίτλο «Left Behind», μαθαίνουμε πως και η Ελι είναι μια λεσβία και ζούμε τον πρώτο της έρωτα και το πρώτο της φιλί, ενώ στο «The Last of Us 2» ζει πλέον ως ανοιχτά λεσβία σε ένα από τα μεγαλύτερα και πιο σημαντικά βήματα που έχει κάνει η gaming βιομηχανία για την αντιπροσώπευση της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας στον χώρο αυτόν, χωρίς τις καρικατουρίστικες συμπεριφορές ή τα στερεοτυπικά χαρακτηριστικά που κουβαλούσαν στο παρελθόν.
Το φιλί της Ελι και της Ντίνα.
Τα πρώτα κεφάλαια του προλόγου του δεύτερου μέρους του «The Last of Us» εναλλάσσονται μεταξύ δύο χαρακτήρων: της Ελι και μιας μυστηριώδους γυναίκας, της Αμπι, η οποία μαζί με την ομάδα της φτάνει λίγο πιο έξω από το Τζάκσον αναζητώντας κάποιον. Αυτός ο κάποιος αποδεικνύεται πως είναι ο Τζόελ, τον οποίον πιάνουν, μαζί με τον Τόμι. Εν τω μεταξύ η Ελι, η οποία τον ψάχνει μιας και πέρασε πολύ ώρα από τότε που έφυγε για περιπολία, ανακαλύπτει το σπίτι στο οποίο βρίσκεται η Αμπι και η ομάδα της και τον Τζόελ αιμόφυρτο στο πάτωμα. Ενας από την ομάδα αυτή την ρίχνει κάτω καθώς βλέπει την Αμπι να σκοτώνει μπροστά στα μάτια της τον Τζόελ, ενώ λίγο μετά αφήνουν την ίδια και τον Τόμι να φύγουν. Η Ελι και ο Τόμι αποφασίζουν να τους κυνηγήσουν πίσω στο Σιάτλ (μιας και είδαν πως φορούσαν ρούχα που έγραφαν Απελευθερωτικό Μέτωπο της Ουάσιγκτον - WLF) και να πάρουν εκδίκηση για τον Τζόελ.
Ετσι ξεκινάει μια ιστορία εκδίκησης, που και πάλι έχει τις ρίζες της σε μερικά από τα καλύτερα κινηματογραφικά γουέστερν, από αυτά που είναι ολοφάνερο ότι λατρεύαι ο Ντράκμαν. Κατά την διάρκεια του νέου αυτού ταξιδιού, ανακαλύπτουμε ένα βροχερό Σιάτλ, όπου πλέον η φύση το έχει σχεδόν κυριεύσει γεμίζοντας τα κατεστραμμένα κτήρια και τους δρόμους του με κάθε λογής βλάστηση, κάνοντας την πάλαι ποτέ μητρόπολη αυτή να μοιάζει σαν μια τεράστια ζούγκλα γεμάτη από παλιούς και νέους εχθρούς, ανθρώπινους και μη, οι οποίοι παραμονεύουν σε κάθε γωνιά. Για άλλη μια φορά οι λεπτομέρειες είναι αυτές που κάνουν την διαφορά, κι εδώ ο Ντράκμαν γεμίζει τα άδεια κτήρια αυτά με μικρές προσωπικές ιστορίες, άλλες ευχάριστες, κι άλλες αρκετά δυσάρεστες, με την μορφή μικρών επιστολών ή σημειώσεων τις οποίες ανακαλύπτεις κατά την διάρκειά του ταξιδιού σου. Μια ληστεία σε μια τράπεζα η οποία συνέβη την ημέρα του ξεσπάσματος της πανδημίας και όλα πήγαν στραβά ή για ένα ζευγάρι που αναγκάστηκε να χωριστεί με τον έναν κλειδαμπαρώνεται σε ένα συγκρότημα από εγκαταλελειμμένα γραφεία καθώς ο άλλος ψάχνει φάρμακα και προμήθειες. Ολες αυτές οι ιστορίες καταφέρνουν με τον δικό τους τρόπο να σου κρατούν συντροφιά, να γεμίσουν με ζωή τον επικίνδυνο αυτόν κόσμο, και ενώ κάποιες μπορεί να μην έχουν καλό τέλος κάποιες καταφέρνουν να δώσουν, με την κατάληξή του, μερικές μικρές δόσεις ελπίδας.
Ταυτόχρονα, το παιχνίδι αρχίζει να γίνεται αρκετά πιο βίαιο. Το πρώτο μέρος είχε και αυτό τις δικές του, και μάλιστα αρκετές, δόσεις βίας αλλά εδώ οι developers αποφασίζουν να πάνε το όλο θέμα ένα βήμα παραπάνω κάνοντάς τους εχθρούς περισσότερο «αληθινούς». Οι εχθροί έχουν τα δικά τους ονόματα, όπως π.χ. όταν σκοτώνεις έναν ακούς κάποιον άλλον να λέει «Θεέ μου σκότωσαν την Ελεν», με τα δικά τους όνειρα για το μέλλον, τις δικές τους ηθικές αξίες, τα οποία κρυφακούς από συνομιλίες που έχουν μεταξύ τους. Η κάμερα ζουμάρει στο πρόσωπο της Ελι όταν σκοτώνει κάποιον κρυφά από πίσω, δείχνοντας τη να τρίζει τα δόντια της με μίσος καθώς η ζωή φαίνεται να χάνεται από τα μάτια του εχθρού σου. Κάποια στιγμή αργότερα βλέπεις και το αποτέλεσμα των πράξεών σου όταν ανακαλύπτεις και έναν σωρό από σακούλες με πτώματα. Αναγκάζεσαι ακόμη να σκοτώνεις και τα σκυλιά τους, κάτι που μπορεί να δείχνει απάνθρωπο αλλά σίγουρα δεν είναι πρωτοφανές στα video games, τα οποία όταν βρουν το αφεντικό τους νεκρό αρχίζουν να κλαίνε.
Υπάρχει, όμως, κάποια δικαιολογία σε όλη αυτή την ακαταλόγιστη βία ή είναι κάτι που απλά «έχουν όλα τα παιχνίδια», όπως κατηγορούνται εδώ και δεκαετίες τα video games;
Για την Ελι, και ταυτόχρονα για εμάς ως παίχτες, ο θάνατος του Τζόελ της δίνει το κίνητρο να μπει σε έναν σκοτεινό και βίαιο μονοπάτι, σκοτώνοντας οποιονδήποτε βρεθεί εμπόδιό της. Κι εδώ είναι που προσπαθεί το παιχνίδι να δείξει στον καθένα από εμάς την τυφλή βία που φέρνει η δίψα για εκδίκηση, το πώς σιγά αλλά σταθερά μεταμορφώνεσαι σε ένα αιμοδιψές τέρας μέσα σε έναν ουσιαστικά ατελείωτο κύκλο μίσους που δύσκολα σπάει. Από τη στιγμή που ξεκινάς το ταξίδι, είναι δύσκολο να σταματήσεις...
Το ταξίδι μέσα από το μισοκαταστραμμένο Σιάτλ, το οποίο θα διαρκέσει τρεις ολόκληρες μέρες, ακολουθεί μια γραμμική πορεία, όπως και το προηγούμενο εξάλλου, αλλά εδώ η ιστορία αυτή βελτιώνει τον τρόπο με τον οποίο την βιώνουμε εισάγοντας μια ιδιαίτερη προσαρμογή στην αφήγηση, αυτήν των flashbacks, η οποία μπορεί να δείχνει κάπως αμελητέα, αλλά ανεπαίσθητα περνάει στον παίχτη την βαρύτητα της ιστορίας που θέλει να πει. Το παιχνίδι μιλάει για τις συνέπειες των επιλογών των οποίων κάνουμε και αυτές οι επιλογές είναι που μας ορίζουν ως χαρακτήρες, κι εδώ τα flashbacks αυτά είναι ένας από τους τρόπους για να εξετάσουμε το πώς αυτές έχουν επηρεάσει την σχέση του Τζόελ και της Ελι, αλλά και να θυμίζουν τον λόγο του ταξιδιού αυτού. Υπάρχουν όμορφες στιγμές, όπως η επίσκεψη των δύο τους στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, αλλά και κυρίως υπάρχουν στιγμές που δείχνουν το πόσο πολύ έχει ραγίσει η σχέση τους. Ενα από αυτά μας πάει σε μια αποστολή που έχουν οι δυο τους να βρουν μερικές καινούργιες χορδές για την κιθάρα που έχει χαρίσει ο Τζόελ στην Ελι στην αρχή του παιχνιδιού. Η κιθάρα αποτελεί μια από τις κυρίαρχές παρουσίες σε ολόκληρο το παιχνίδι, μιας και μέσω αυτής αντανακλάται ή αρμονία που αποζητά η σχέση τους. Οι χορδές αυτές, οι οποίες έχουν φθαρεί, δείχνουν το κρίσιμο σημείο στο οποίο βρίσκεται η σχέση αυτή, αλλά και την προσπάθεια που κάνουν για να την φτιάξουν και να την κρατήσουν ζωντανή, κάτι που στο τέλος της συγκεκριμένης σκηνής έρχονται σε άλλη μια ρήξη κι έτσι αποφασίζουν να παραιτηθούν από την αναζήτηση αυτή (και ίσως από την σχέση τους).
Η κιθάρα όμως δείχνει επίσης πως η Ελι έχει κρατήσει ένα κομμάτι του Τζόελ στην καρδιά της. Από το πρώτο κιόλας μέρος o Τζόελ της λέει πως θα της μάθει κιθάρα όταν όλα αυτά τελειώσουν και όντως όταν στην εισαγωγή, το πρώτο πράγμα που της παίζει για να της την δείξει είναι να της τραγουδήσει μερικούς στίχους από το «Future Days» των Pearl Jam.
If I ever were to lose you / I'd surely lose myself / Everything I have found here / I've not found by myself
Η κιθάρα αποτελεί καθ’ όλη την διάρκεια του παιχνιδιού το μέσο εκείνο με το οποίο οι δυο αυτοί χαρακτήρες καταφέρνουν να εκφράσουν τα συναισθήματά τους προς άλλους, όπως όταν η Ελι κάνει καντάδα στη Ντίνα τραγουδώντας της το «Take on Me» των A-Ha ή όταν συνεχίζει να σιγοτραγουδά και να παίζει στην κιθάρα σε διάφορα σημεία το τραγούδι των Pearl Jam, το νόημα του οποίου χαρακτηρίζει πλήρως τόσο τον Τζόελ όσο και την Ελι, η οποία νιώθει κι αυτή να χάνει τον εαυτό της μετά και τον χαμό του, καθώς το φάντασμά του μοιάζει να την έχει στοιχειώσει.
Ολα τα flashbacks αποτελούν μικρά κομμάτια ενός μεγαλύτερου παζλ, το οποίο σου δίνουν μια διαφορετική οπτική στην όλη ιστορία. Ισως ένα από τα σημαντικότερα κομμάτια, το οποίο και διαδραματίζεται δυο χρόνια πριν, είναι και εκείνο που βλέπουμε επιτέλους την Ελι να μαθαίνει το τι πραγματικά συνέβη εκείνη την μοιραία μέρα στο νοσοκομείο, το οποίο έχει σαν αποτέλεσμα να καταστρέψει συθέμελα την κοσμοθεωρία της αλλά και την σχέση της με τον Τζόελ. Και όλα αυτά τα μαθαίνουμε λίγο πριν το τέλος της τρίτης μέρας όπου μέχρι τότε η Ελι έχει βρει, βασανίσει και σκοτώσει κι άλλα μέλη της ομάδας και φίλους της Αμπι, με κάθε έναν θάνατο τους γίνεται ολοένα και με πιο βίαιο τρόπο παίρνοντας ταυτόχρονα και ένα κομμάτι από την ίδια της την ανθρωπιά - ανάμεσά τους ένα ακόμα σκυλί και μια έγκυο γυναίκα το οποίο είναι που την κάνει να καταρρεύσει ψυχολογικά και να μεταμορφωθεί σε ένα εκδικητικό τέρας το οποίο τρομάζει ακόμα και την ίδια, πόσο μάλιστα όταν λίγο καιρό πριν έμαθε από τη Ντίνα πως είναι κι αυτή έγκυος. Και εκεί που νομίζει πως επιτέλους, ακόμα και έτσι, το παιχνίδι φτάνει σε ένα είδος κορύφωσης, τους προφταίνει η Αμπι σκοτώνοντας τον Τζέσι, τραυματίζοντας τον Τόμι, και λέει στην Ελι πως «τους άφησε να ζήσουν και πέταξαν την ευκαιρία αυτή στα σκουπίδια».
Και εκεί ακριβώς, σε μια κίνηση που αρκετοί την θεώρησαν ματ, το παιχνίδι αλλάζει προοπτική και σε βάζει να ελέγχεις, για σχεδόν το υπόλοιπο μισό του, τον χαρακτήρα εκείνον που σε έκανε αρχικά να μισήσεις όσο τίποτα άλλο και κυνηγούσες ανελέητα μέχρι τώρα, την Αμπι, και να ζήσεις αυτές τις ίδιες τελευταίες τρεις μέρες από την δική της προοπτική. Γρήγορα μαθαίνουμε πως ο πατέρας της ήταν ο αρχίατρος που σκότωσε ο Τζόελ τέσσερα χρόνια πριν στην προσπάθειά του να σώσει την Ελι από τους Fireflies εκείνη τη μοιραία μέρα στο νοσοκομείο, όμως σκοτώνοντάς τον δεν της έφερε την γαλήνη και την ικανοποίηση που θα περίμενε. Την βρίσκουμε μαζί με τους συντρόφους της, μόλις να έχουν επιστρέψει από το Τζάκσον στην δική της μεγάλη κοινότητα, σε ένα στάδιο στο Σιάτλ, όπου μαζί με δυο από αυτούς (ανάμεσά τους η Μελ και ένα λυκόσκυλο την Αλις, η έγκυος γυναίκα και το σκυλί που σκότωσε η Ελι) να πηγαίνουν ξανά σε μια αποστολή.
Ολη αυτή η ανατροπή μπορεί να μην είναι κάποιο καινούργιο τέχνασμα στα video games, μιας και έχει γίνει αρκετές φορές στο παρελθόν, αλλά εδώ ο Ντράκμαν την ενσωματώνει στην αφήγηση της ιστορίας του με έναν εξίσου έξυπνο και προκλητικά σκληρό τρόπο. Σε όλο το προηγούμενο μισό σκότωνες τους «κακούς» εκείνους ανθρώπους, ζητώντας εκδίκηση από τα «τέρατα» που στα μάτια σου κατέστρεψαν την ζωή σου με τόσο βάναυσο και σαδιστικό τρόπο. Εχοντας ήδη φρέσκο το αίμα τους στα χέρια σου (ως παίχτης), το παιχνίδι σε βάζει σε ένα άλλο ταξίδι, να σε κάνει να τους γνωρίσεις καλύτερα, να δεις τις ζωές τους, τις σχέσεις τους και τις προσωπικότητες τους, παίζοντας στην ουσία την «κακιά» της υπόθεσης.
Διαβάστε ακόμα: Η σειρά του HBO «The Last of Us» αποκαλύπτει τον πρώτο της σκηνοθέτη
Η Αμπι, ο χαρακτήρας που έβγαλε ίσως το πιο τοξικό πρόσωπο της gaming κοινότητας, κάνοντας κάποιους να στείλουν μηνύματα μίσους και απειλές θανάτου στην ηθοποιό που δάνεισε την φωνή της στον χαρακτήρα αυτόν, την Λορα Μπέιλι.
Γνωρίζοντας καλύτερα την Αμπι καταλαβαίνουμε πως πρόκειται στην ουσία για την άλλη πλευρά ενός ίδιου νομίσματος. Η δίψα για εκδίκηση για εκείνον που σκότωσε τον πατέρα της την έχει τυφλώσει, της έχει δηλητηριάσει την ίδια της την ζωή αλλά και τις σχέσεις της με τους φίλους της, κάνοντας την να χάσει την (ίσως) μοναδική της ευκαιρία στην αγάπη και τον έρωτα. Εχει τα δικά της όνειρα και τις δικές της εμμονές (αυτή μαζεύει παλιά νομίσματα ενώ η Ελι μάζευε κάρτες υπερηρώων). Αρχίζει να αμφισβητεί τα πάντα, από τους νόμους της κοινότητάς της, μέχρι και τον ίδιο της τον εαυτό, μέχρι που βρίσκει σκοπό πάλι στην ζωή της όταν συναντά δυο παιδιά, την Γιάρα και τον αδερφό της τον Λεβ, οι οποίοι το έσκασαν για να σωθούν από τους Seraphites, μέλη μιας φανατικής θρησκευτικής αίρεσης και με την οποία η Αμπι και οι WLF είναι ορκισμένοι εχθροί και πολεμάνε εδώ και χρόνια. Εδώ το σενάριο προσπαθεί να δώσει το δικό του πολιτικό μήνυμα μιας και οι πόλεμος μεταξύ των WLF και των Scars (το παρατσούκλι που τους έδωσαν λόγω της τεράστιας ουλής που έχουν στα πρόσωπά τους) θυμίζει αρκετά την πραγματική ζωή. Το πώς τα λόγια της προφήτισσας, που έχουν οι Scars ως Αγία, για αγάπη και αποδοχή έχουν παρερμηνευτεί, δημιουργώντας έτσι φανατικούς από τη μία πλευρά, αλλά και το πώς το μίσος και οτιδήποτε δεν ταιριάζει με τις πεποιθήσεις των WLF αυτομάτως σε κάνει εχθρό τους θυμίζει άνετα τα όσα συμβαίνουν στην πραγματικότητα μεταξύ της Δύσης και της Μέσης Ανατολής. Πως όλος αυτός ο φανατισμός, και από τις δυο πλευρές το μόνο που κατάφερε μέχρι στιγμής είναι να φέρει μίσος, καταστροφή και χάος. Και αυτό αποδίδεται ίσως με τον πιο λυρικό και όμορφο τρόπο στη σκηνή που οι WLF επιτίθενται στο χωρίο των Seraphites και αρχίζουν ο ένας με μανία να σκοτώνει τον άλλον, με το χωριό να παραδίδεται στο τέλος στις φλόγες (κυριολεκτικά και μεταφορικά) του μίσους), με την Αμπι και τον Λεβ να ξεφεύγουν μαζί πάνω σε μια βάρκα, αφήνοντας πίσω τους όλα αυτά για πάντα.
Καθ’ όλη την διάρκεια η Αμπι προσπαθούσε να βρει το φως της ξανά, κάτι που για αρκετό καιρό νόμιζε πως ήταν ο πατέρας της και η εκδίκηση για τον θάνατό του. Γνωρίζοντας όμως αυτά τα παιδιά, τους εχθρούς τους οποίους είχε προγραμματιστεί να μισεί με όλο της το είναι, βρίσκει ξανά την δική της ελπίδα για ζωή, το δικό της αληθινό φως. Κατά την διάρκεια του ταξιδιού τους είναι που μαθαίνουμε πως ο Λεβ είναι ένα τρανς αγόρι και ο λόγος που αναγκάστηκαν τα δυο αυτά αδέρφια να το σκάσουν από του σπίτι τους είναι πως η μητέρα τους αλλά και οι ίδιοι οι Seraphites δεν τον δέχονταν για αυτό που είναι.
Οι αντιδράσεις για την ιστορία του Λεβ ήταν ποικίλες, κυρίως από την τρανς κοινότητα. Κάποιοι κατηγόρησαν το παιχνίδι για πως οι Seraphites αναφέρονται στον Λεβ με το deadname του (το όνομα που έχει ένα τρανς άτομο πριν αποφασίσει να αλλάξει φύλο) και το πως ο χαρακτήρας του, ο οποίος γράφτηκε από cis άτομα, ορίζεται και αναπτύσσεται κυρίως μέσω του ψυχικού του τραύματός αλλά και όλων των δεινών που περνάει. Από την άλλη όμως όλοι οι χαρακτήρες μέσα στην ιστορία έχουν τις δικές τους τραυματικές εμπειρίες και συνεχίζουν να βασανίζονται μέχρι να βρουν την λύτρωσή τους, ενώ το deadname ακούγεται μια φορά από τους δυνάστες του. H ιστορία όμως του Λεβ είναι συγκινητική και δυνατή, ενώ εκείνος αποδεικνύεται όχι μόνο δυναμικός ως χαρακτήρας αλλά και ένας από τους πιο καλογραμμένους, με την Αμπι να μην αμφισβητεί ούτε μια στιγμή την ταυτότητά του. Οπως δήλωσε και ο Ντράκμαν «συμβουλευτήκαμε πολλά διεμφυλικά άτομα, αρκετά από τα οποία δουλεύουν μαζί μας μέχρι και σήμερα, και φέραμε και συμβούλους καθώς γράφαμε την ιστορία του Λεβ. [Ο Λεβ] δεν μπήκε απλά για να τσεκάρουμε ένα ακόμα κουτάκι στην ποικιλομορφία της ιστορίας. Ηταν πολύ ενδιαφέρον να εξερευνήσουμε όλο αυτό μέσα και από την οπτική της θρησκείας, έναν άνθρωπο που τον κυνηγάνε θρησκευόμενα άτομα για αυτό που είναι και παρόλα αυτά εκείνος παραμένει πιστός στην θρησκεία του. Αυτό μας φέρνει η ποικιλομορφία, μια φρέσκια προοπτική, έναν νέο τρόπο για να δούμε την ιστορία.»
Αν όλοι είμαστε οι κακοί στην ιστορία κάποιου άλλου, το παιχνίδι έχει ως σκοπό να στο δείξει όσο πιο καθαρά γίνεται.»
H Αμπι και ο Λεβ.
Η Αμπι βλέπει τους φίλους της νεκρούς και ανακαλύπτει πως το έκαναν η Ελι και οι φίλοι της. Και εσύ, ο παίχτης, ως Αμπι πρέπει τώρα να αντιμετωπίσεις την Ελι ως την «κακιά» της υπόθεσης. Αν όλοι είμαστε οι κακοί στην ιστορία κάποιου άλλου, το παιχνίδι έχει ως σκοπό να στο δείξει όσο πιο καθαρά γίνεται. Μόνο που εδώ η Αμπι, έχοντας περάσει τον δικό της Γολγοθά και βγαίνοντας νικήτρια από αυτό το ταξίδι, έχοντας δίπλα της τον Λεβ, καταλαβαίνει τη ματαιότητα της κατάστασης αυτής, αποφασίζει να πάρει την πρωτοβουλία και να σπάσει τον κύκλο της βίας και της εκδίκησης, αφήνοντας μια αιμόφυρτη και ηττημένη Ελι και τη Ντίνα να φύγουν ζωντανές.
Η ιστορία μας μεταφέρει σχεδόν έναν χρόνο μετά, στην φάρμα στην οποία ζουν η Ελι και η Ντίνα μαζί με το γλυκύτατο μωράκι τους, τον Τζέι Τζέι, και πλέον όλα δείχνουν τέλεια στον κόσμο αυτόν. Μόνο που αυτός ο κόσμος γρήγορα γίνεται χίλια κομμάτια. Τα φαντάσματα του παρελθόντος που στην ουσία δεν είχαν φύγει ποτέ, κάνουν την Ελι, φορώντας πλέον το μπουφάν του Τζόελ (κάτι που μας δείχνει ότι πλέον έχει μεταμορφωθεί πλήρως στον χαρακτήρα του) να αφήσει πίσω την ειδυλλιακή αυτή ζωή της και να ακολουθήσει τα στοιχεία που θέλουν την Αμπι να βρίσκεται στην Σάντα Μπάρμπαρα. Η εκδίκηση την έχει κάνει πλέον junkie και το μίσος και η βία είναι η δόση της και δεν θα σταματήσει να την παίρνει ακόμα και εάν αυτό σημαίνει πως θα χάσει όλα όσα αγαπάει.
Οντως εκεί ανακαλύπτει πως οι Rattlers, μια ομάδα από δουλέμπορους και σαδιστές, έχουν αιχμάλωτη την Αμπι μαζί με τον Λεβ. Μετά από αιματηρές συγκρούσεις με άτομα της ομάδας αυτής, την βρίσκει μαζί με τον Λεβ δεμένους σε στύλους, έτοιμους να πεθάνουν. Η Αμπι δεν είναι πλέον η μυώδης γυναίκα που είχαμε γνωρίσει πριν, όλο αυτό την έχει αφήσει μισοπεθαμένη, και σχεδόν σκελετωμένη, φάντασμα του ίδιου της του εαυτού. Η Ελι τους ελευθερώνει από τους στύλους, αλλά δεν τους αφήνει να φύγουν και απειλεί την Αμπι να την πολεμήσει αλλιώς θα σκοτώσει τον Λεβ. Κι έτσι ξεκινά μια από τις πιο άβολες, λυπητερές και ταυτόχρονα μάταιες τελικές μάχες που έχει κάποιος βιώσει σε ένα video game, με τις δυο γυναίκες να πολεμούν μεταξύ τους σώμα με σώμα στις όχθες μιας γκρίζας παραλίας, φανερά κουρασμένες τόσο σωματικά όσο και ψυχικά μετά από όλα όσα έχουν περάσει. Μια μάταιη και βάναυση μάχη εξελίσσεται μπροστά στα μάτια σου και εσύ απλά να θες να σταματήσει όλο αυτό, το μίσος, η εκδίκηση, οι σκοτωμοί, καθώς πλέον νιώθεις κι εσύ όλα αυτά να σε έχουν φθείρει ψυχικά. Η Ελι, αγνώριστη από τότε που την πρωτοείδαμε, γεμάτη αίματα στο πρόσωπό της, δείχνει να νικά, αλλά χάνει δυο δάχτυλα του αριστερού της χεριού, και εκεί που πάει να την πνίξει, θυμάται το δικό της φως, τον Τζόελ να της χαμογελάει παίζοντας κιθάρα. Εκείνο το σημείο είναι που την κάνει να καταλάβει ότι εάν δεν βρει την δύναμη να σπάσει τον κύκλο του μίσους, απλά να αφήσει πίσω της όλα αυτά, τότε δεν θα το καταφέρει ποτέ. Και τότε είναι που αφήνει την Αμπι να ζήσει και να φύγει μαζί με τον Λεβ ενώ εκείνη μένει πίσω μόνη και αιμόφυρτη από την πάλη.
Μετά από λίγο καιρό η Ελι επιστρέφει στην φάρμα της και την βρίσκει άδεια, με τη Ντίνα και τον μικρό να την έχουν εγκαταλείψει. Ανεβαίνει στο δωμάτιο του μικρού όπου και βρίσκει την κιθάρα της και προσπαθεί να παίξει ξανά το κομμάτι «Future Days» των Pearl Jam, αλλά με τα δυο της δάχτυλα κομμένα δεν τα καταφέρνει. Θυμάται τις τελευταίες στιγμές με τον Τζόελ, μια ακριβώς μέρα πριν ξεκινήσει (κι εμείς μαζί της) την περιπέτειά της, συζητώντας για το πόσο την έχει πληγώσει λέγοντάς του πως «δεν μπορώ να σε συγχωρέσω για ό,τι έκανες, αλλά θα ήθελα να προσπαθήσω», ενώ μετά η Ελι αφήνει την κιθάρα στο περβαζι του σπιτιού και φεύγει από την φάρμα πριν πέσουν οι τίτλοι τέλους, αφήνοντας έτσι την ιδέα του Τζόελ, και κατ’ επέκταση την σχέση τους, να αναπαυθεί επιτέλους εν ειρήνη, έτοιμη να ξεκινήσει ένα νέο κεφάλαιο στην ζωή της.
Το παιχνίδι κάνει έτσι τον δικό του κύκλο, δείχνοντας μας έτσι πως όλο αυτό ήταν ένα λυτρωτικό ταξίδι συγχώρεσης για την Ελι. Συγχώρεση για τον Τζόελ και για την Αμπι και όλων εκείνων που την αδίκησαν, ακόμα και εάν αυτό της στοίχισε πολλά στην πορεία. Αλλά πάνω από όλα όμως ήταν ένα ταξίδι συγχώρεσης του ίδιου της του εαυτού, ένα ταξίδι για την χαμένη της ανθρωπιά και το φως εκείνο που την έκανε να βρει τον δρόμο της προς σε αυτήν, ακόμα και όταν όλα έδειχναν τόσο σκοτεινά και ζοφερά μέσα της.
Το παιχνίδι τελειώνει ακριβώς όπως άρχισε, με ένα πλάνο της κιθάρας η οποία έχει ζωγραφισμένο πάνω στο μπράτσο της ένα σκόρο/πεταλούδα της νύχτας (ένα έντομο που εμφανίζεται να πετάει κοντά σε ένα φως στη γωνία της οθόνης καθώς φορτώνει το παιχνίδι). Σε αρκετούς πολιτισμούς το έντομο αυτό συμβολίζει τον θάνατο, αλλά και την προσωπική βελτίωση και μεταμόρφωση, ενώ οι Ινδιάνοι Ναβάχο πίστευαν πως το έντομο αυτό συμβολίζει την τρέλα, συμβολισμοί οι οποίοι υπάρχουν διάσπαρτοι στο παιχνίδι.
Η θάλασσα ως δίοδος λύτρωσης.
Το συναισθηματικό ταξίδι και των δυο παιχνιδιών, οι συμβολισμοί του, οι χαρακτήρες του και οι ιστορίες που αφηγούνται, δεν θα είχαν το ίδιο αντίκτυπο εάν δεν υπήρχαν οι εξαιρετικές ερμηνείες, οσκαρικών μάλιστα προδιαγραφών, από όλους τους ηθοποιούς που δάνεισαν τις φωνές τους στο παιχνίδι, αλλά κυρίως του Τρόι Μπέικερ ως Τζόελ, της Ασλεϊ Τζόνσον ως Ελι και, στο δεύτερο μέρος, της Λορα Μπέιλι ως Αμπι. Και οι τρεις τους καταφέρνουν να δώσουν μερικές από τις πιο αξέχαστες ερμηνείες που έχουμε δει ποτέ στο μέσο αυτό, προσεγγίζοντας και εμβαθύνοντας συναισθηματικά στους χαρακτήρες τους με τον σεβασμό που τους αρμόζει.
Κάπως έτσι τελειώνει ένα ακόμα ταξίδι/κεφάλαιο δείχνοντας σε σένα τον παίχτη, που ξόδεψες ώρες πάνω σε αυτό, έναν κόσμο μέσα από τα μάτια τόσο του θύματος όσο και του θύτη, αλλά και την πιο κρυστάλλινη απάντηση στο θέμα της «υπερβολικής βίας», σε μια «αποκαλυπτική» πορεία που σε βρίσκει εξαντλημένο συναισθηματικά αλλά ίσως, καλύτερο άνθρωπο. Πρόκειται για δυο μοναδικά δώρα που σε περνάνε από δύσβατα και, ενίοτε, παρεξηγημένα μονοπάτια του ανθρώπινου ψυχισμού, που μάλλον δύσκολα θα ακολουθούσαμε από μόνοι μας. Ενα ταξίδι που μπορεί να φαίνεται σε στιγμές αβάσταχτο και βαρύ αλλά η ολοκλήρωσή του δείχνει τόσο λυτρωτική. Και αυτή είναι η εμπειρία που πρέπει όχι μόνο τα video games αλλά και κάθε μορφή Τέχνης να μπορεί, αν δεν οφείλει, να σου προσφέρει: ένα δυνατό φως στο ζοφερό σκοτάδι της πραγματικότητας σαν αυτό που καίει σε όλη τη διαδρομή του «The Last of Us».
Το «The Last of Us» θα κυκλοφορήσει σύντομα στο HBO Max ως τηλεοπτική σειρά, με τον Νιλ Ντράκμαν και τον Κρεγκ Μάζιν, τον δημιουργό της αριστουργηματικής μίνι σειράς «Chernobyl», να αναλαμβάνουν το σενάριο και την παραγωγή της. Ακούστε παρακάτω το «Wayfaring Stranger» το οποίο ακούγεται στους τίτλους τέλος του «The Last of Us Part 2» ερμηνευμένο από την Ασλεϊ Τζόνσον και τον Τρόι Μπέικερ.