Το πλούσιο βιογραφικό του Στάθη Αννινου γράφει «πιανίστας, ενορχηστρωτής και συνθέτης».
Και τα ταξίδια του εντός και εκτός συνόρων, οι συνεργασίες του με Ελληνες και ξένους καλλιτέχνες και μουσικούς - με εξέχουσα αυτή με τον Διονύση Σαββόπουλο στο ρόλο του υπεύθυνου ορχήστρας στον «Πλούτο» το 2013 - οι μουσικές που έχει γράψει (και για το σινεμά και θέατρο) και η διαρκής του αγωνία να ανακαλύπτει πράγματα που τον εμπνέουν και τον κάνουν να ωριμάζει, είναι όλα αυτά που τον φέρνουν σήμερα περήφανο για ένα πρότζεκτ που όπως ομολογεί ο ίδιος τον βρίσκει σε μια φάση ωριμότητας.
Ο λόγος για τη μουσική που έγραψε και θα εκτελέσει ζωντανά στον Κήπο του Μεγάρου Μουσικής στις 30 Ιουνίου για να συνοδεύσει την προβολή του «The Lodger: A Story of the London Fog» του 1927, της βωβής ταινίας του Αλφρεντ Χίτσκοκ που ουσιαστικά καθιέρωσε τον μετρ του σασπένς, ως αφετηρία της θρυλικής φιλμογραφίας του όπως τη γνωρίζουμε σήμερα.
Στο Flix ο Στάθης Αννινος μοιράζεται τις καλλιτεχνικές εμπειρίες του εγχειρήματος, μας μιλάει για το μουσικό του σύμπαν και τις μουσικές από ταινίες που έχει ζηλέψει.
Πώς γράφει κάποιος μουσική για μια βωβή ταινία; Ποια είναι τα βήματα που ακολουθεί;
Να σας πω ότι στο project αυτό εμφανίζομαι με τρεις βασικές ιδιότητες, εκείνες του εκτελεστή, του συνθέτη αλλά και του δημιουργού. Η εμπειρία μου είναι αρκετά προσωπική και η διαδικασία που ακολούθησα θα έλεγα, καθαρά υποκειμενική. Στην αρχή αυτοσχεδίαζα πάνω στην ταινία παίζοντας περισσότερο με το ένστικτο μου. Σιγά σιγά άρχισαν να μου γεννιούνταν διάφορες ιδέες τις οποίες και κατέγραφα. Από τη γενικότητα σταδιακά άρχισα να εισέρχομαι σε λεπτομέρειες μελετώντας την ταινία σκηνή- σκηνή. Σε εκείνη τη φάση άρχισα να φαντάζομαι διάφορους ήχους εκτός του πιάνου, που είναι το κύριο όργανο μου, δίνοντας στην μουσική έναν χαρακτήρα είτε περιγραφικό είτε πιο συναισθηματικό. Χρειάστηκε επίσης να γίνω εφευρετικός ώστε περιγράψω με ήχους μία γραφομηχανή, ένα ρολόι τοίχου κτλ.
Στη συνέχεια, άρχισα να ταιριάζω μουσικές και μοτίβα με τους χαρακτήρες της ταινίας. Για τους λόγους αυτούς προέκυψε με πολύ φυσικό τρόπο να χρησιμοποιήσω κι αλλά όργανα πέρα του πιάνου, θέλοντας να εκφράσω όσον το δυνατόν όσες περισσότερες και διαφορετικές ηχητικές αποχρώσεις μπορούσα.
Ισως το πιο δύσκολο μένει για το τέλος και αφορά τη ροή ή αλλιώς, τη Φόρμα που λέμε εμείς η μουσικοί. Να μπουν όλα στη σειρά με έναν φυσικό τρόπο ακολουθώντας τον ρυθμό, την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα που χτίζει μαγικά ο Χίτσκοκ και εντέλει η μουσική να οδηγήσει σταδιακά προς στην κορύφωση. Σε αυτό το σημείο πέταξα όλες τις σημειώσεις μου και άρχισα να συγκεντρώνομαι ολοκληρωτικά στην ταινία μαθαίνοντας την απέξω.
Ακούγεται χαοτικό αλλά πιστέψτε με, ήταν μία άκρως δημιουργική και εξελικτική διαδικασία.
Τι διαφορετικό έχει η μουσική για μια βωβή ταινία που γράφεται εκ των υστέρων και για μια ομιλούσα που γράφεται σύγχρονα;
Η μεγάλη διαφορά θα έλεγα ότι είναι η διάρκεια. Σε μια βωβή ταινία η μουσική συνοδεύει σχεδόν ακατάπαυστα ενώ σε μια ομιλούσα, η μουσική καταλαμβάνει πολύ λιγότερο χώρο και στην εποχή που διανύουμε, όσο πάει και λιγότερο.
Μια άλλη ειδοποιός διαφορά είναι ότι όταν γράφεις για μια ομιλούσα ταινία, σε κατευθύνει ο σκηνοθέτης αλλά όταν γράφεις για τον βωβό κινηματογράφο παίρνεις όλη την υπόθεση πάνω σου. Αυτό βέβαια σου προσδίδει περισσότερη ευθύνη όσο και μία ελευθερία παράλληλα. Στην βωβή ταινία αισθάνεσαι περισσότερο συνδημιουργός.
Σκηνή από το «The Lodger» του Αλφρεντ Χίτσκοκ
Πώς καταφέρνει κάποιος που γράφει μουσική για μια βωβή ταινία να συνοδεύσει μεν την ταινία, αλλά να μην τη «σκεπάσει» με τη μουσική;
Εχει μια πρόκληση αυτό. Θα έλεγα να μπει στη θέση του θεατή. Να φανταστεί πως θα ήθελε να παρακολουθήσει ο ίδιος την ταινία ως μέσος θεατής και αυτό προϋποθέτει να είναι συνεχώς σε θέση να αποστασιοποιηθεί από την ιδιότητα του μουσικού όταν χρειάζεται. Οι μουσικοί είμαστε πολύπλοκοι μερικές φορές. Επίσης το δύσκολο είναι, η μουσική να συνοδεύσει μεν αλλά να εξιστορήσει παράλληλα και τον δικό της μύθο ώστε να λειτουργήσει με έναν τρόπο αντιστικτικό παράλληλα και «κάθετα» με την ταινία. Στο τέλος ίσως χρειαστεί να αφαιρέσεις χωρίς όμως να χάσεις την ουσία. Αυτό σε κάνει πολύ δημιουργικό.
Πώς ντύνει κάποιος μια βωβή ταινία του Αλφρεντ Χίτσκοκ; Τι ιδιαιτερότητες θα συναντήσει;
Ο Χίτσκοκ εδραίωσε το είδος του ψυχολογικού θρίλερ και του σασπένς στον κινηματογράφο. Είμαι λάτρης των ταινιών αυτών. Έντυσα τη μουσική μου με μία ομιχλώδη αίσθηση αντλώντας έμπνευση από το Λονδίνο της εποχής, από την ατμόσφαιρα και τα χρώματα της ταινίας. Ακόμα και στις πιο σχετικά ελαφρές σκηνές, υπάρχει κάτι σκοτεινό στον Χίτσκοκ κι ένα συνεχές ερωτηματικό που αιωρείται. Μια «σκιά» που ακολουθεί την πλοκή και που μόνο στο τέλος το φως γίνεται πια καθαρό και λυτρωτικό. Η μουσική μου, θεωρώ ότι αποτυπώνει αυτή την αίσθηση.
Στο «The Lodger» τι θα ακούσουμε;
Θα ακούσουμε ένα πολυδιάστατο μουσικό κράμα από αυτοσχεδιασμούς και γραμμένη μουσική. Με επιρροές από την μπαρόκ έως τη σύγχρονη κλασική και ηλεκτρονική μουσική. Στοιχεία μινιμαλισμού, σκοτεινά rag time, λούπες, ακαθόριστους ήχους αλλά και μελωδίες στα όρια του Ρομαντισμού και του Νεοκλασικισμού.
Εκτός του πιάνου θα έχω επί σκηνής τέσσερα συνθεσάϊζερ, τσέμπαλο, πιανίκα και μεταλλόφωνο τα οποία θα συνδιαλέγονται και θα εναλλάσσονται ανάλογα με τη διάθεση της ταινίας ώστε να κρατήσω το ενδιαφέρον του θεατή, αμείωτο καθόλη τη διαρκείας της προβολής.
Η κινηματογραφική μουσική αποτελεί πια μία ξεχωριστή κατηγορία και μπορεί να αγκαλιάσει πολλά κι διαφορετικά στυλ και είδη. Μουσική για κινηματογράφο έχουν γράψει από τον Μάιλς Ντέιβις ως τον Τόρου Τακεμίτσου. Επειτα, όλα τα στοιχεία της ταινίας από την υπόθεση, τον ρυθμό, την σκηνοθεσία και όλα όσα την μετουσιώνουν σε ένα «μισό» έργο τέχνης, σου θέτουν κάποιους κανόνες που χρειάζεται όμως να χειριστείς με μεγάλη ελευθερία κι ευρηματικότητα.»
Σε διαφορετικές εποχές θα ακούγαμε διαφορετική μουσική από εσάς για την ίδια ταινία; Ή θα υπήρχαν κοινά στοιχεία;
Σίγουρα θα υπήρχαν κοινά στοιχεία γιατί όλα λειτουργούν εξελικτικά απλά θεωρώ ότι τώρα υπάρχει μια πιο ώριμη διαχείριση μεταξύ των τριών ιδιοτήτων μου που προανέφερα. Επίσης, πιστεύω ότι τώρα βρίσκομαι σε μια περίοδο όπου η εμπειρία μου είναι μεγαλύτερη ώστε να αισθανθώ περισσότερη ασφάλεια μέσα σε ένα τέτοιο πολύπλοκο σχετικά, project.
Γνωρίζατε την ταινία, την είδατε τώρα για πρώτη φορά, τι είναι αυτό που ξεχωρίζετε στο «The Lodger»;
Δεν την γνώριζα όπως θεωρώ και ο περισσότερος κόσμος. Ξεχώρισα αμέσως όμως την επιβλητική της ατμόσφαιρα, τα ειδικά εφέ που ήταν πολύ ευφάνταστα για την εποχή, τις πλούσιες εναλλαγές των σκηνών και των διαθέσεων, αλλά και τα χρώματα που δημιουργούν διάφορες αποχρώσεις χρησιμοποιώντας μόνο το άσπρο και το μαύρο χρώμα. Αν και η ταινία είναι του 1927 παρατήρησα πολλές ομοιότητες ως προς την δομή της, με σημερινές ταινίες του είδους της. Η ευρηματική σκηνοθεσία και η διαχείριση της πλοκής από τον Χίτσκοκ είναι υποδειγματικές και κατατάσσει την ταινία στις κλασικές και αριστουργηματικές του είδους.
Η επιλογή του είδους της μουσικής ή της ενορχήστρωσης για μια βωβή ταινία από τι κανόνες διέπεται; Μπορεί κάποιος να είναι και τελείως ελεύθερος;
Η κινηματογραφική μουσική αποτελεί πια μία ξεχωριστή κατηγορία και μπορεί να αγκαλιάσει πολλά κι διαφορετικά στυλ και είδη. Μουσική για κινηματογράφο έχουν γράψει από τον Μάιλς Ντέιβις ως τον Τόρου Τακεμίτσου. Επειτα, όλα τα στοιχεία της ταινίας από την υπόθεση, τον ρυθμό, την σκηνοθεσία και όλα όσα την μετουσιώνουν σε ένα «μισό» έργο τέχνης, σου θέτουν κάποιους κανόνες που χρειάζεται όμως να χειριστείς με μεγάλη ελευθερία κι ευρηματικότητα. Μέσα στο πλαίσιο αυτό καλείσαι να δημιουργήσεις τον χώρο και τον τρόπο με τον οποίο η μουσική θα συμπληρώσει το υπόλοιπο μισό ώστε να ολοκληρωθεί η εικόνα.
Το γεγονός ότι θα ερμηνεύετε ο ίδιος (τη μουσική ζωντανά) [στο πιάνο ] κάνει την εμπειρία δυσκολότερη για εσάς ή σας βάζει πιο βαθιά στο εγχείρημα;
Και τα δύο. Η ενέργεια που καταβάλλεται είναι σαφώς περισσότερη, αλλά με αυτό τον τρόπο η ενέργεια μετατρέπεται σε ακόμα μεγαλύτερη δόνηση.
Εχετε δει κάποια προβολή που να συνοδεύεται από νέα σύνθεση μουσικής που θεωρείτε υποδειγματική;
Μου αρέσουν πολύ οι ταινίες του Τιμ Μπάρτον και είμαι λάτρης του Ντάνι Ελφμαν. Θεωρώ υποδειγματική σύνθεση μουσικής για κινηματογράφο τη μουσική του Τόρου Τακεμίτσου για τις ταινίες του Ακίρα Κουροσάουα. Επική συνεργασία!
Εμπνέομαι από οτιδήποτε μπορεί να με κρατήσει δημιουργικό και «ζωντανό».Να ακούσω και να παίξω μουσική, να μιλήσω με ένα φίλο μου, να κολυμπήσω ,να παίξω με τον γιό μου, να περάσω όμορφες στιγμές με την οικογένεια μου, να δω μια ωραία ταινία, να διαβάσω ένα βιβλίο η να ακούσω μια συναυλία, να κάνω έναν μεγάλο περίπατο, ένα όμορφο ταξίδι.»
Πώς θα περιγράφατε την πορεία σας μέχρι σήμερα; Μπορείτε να απομονώσετε τους σημαντικότερους σταθμούς της;
Είναι περιπετειώδης, συναρπαστική με δυσκολίες όπως σε όλα τα πράγματα στη ζωή, συγκινήσεις και υπερβάσεις. Αν και δεν πιστεύω στη λέξη υπέρβαση αλλά στη διεύρυνση του εαυτού μας που ανακαλύπτεται και αποκαλύπτεται αργά και συνεχώς όταν έχουμε τη διάθεση και τη θέληση να ρισκάρουμε και να ακολουθήσουμε μια προσωπική μας ανάγκη. Όταν πρωτάκουσα στην ηλικία των εφτά περίπου χρονών το πρώτο μέρος από τη Σονάτα υπό το Σεληνόφως του Μπετόβεν και ένοιωσα αμέσως ότι θέλω να γίνω μουσικός. Η επίσκεψη μου στο σπίτι του Μάνου Χατζιδάκι ως μαθητής Λυκείου ακόμα. Η εισαγωγή μου στο Μουσικό σχολείο Ιλίου. Οι συνεργασίες που προέκυψαν αργότερα με μουσικούς που με ενέπνεαν από παιδί όπως επίσης και η συνεργασία μου με τον Δ. Σαββόπουλο. Η έκδοση του πρώτου μου CD Anthology. Η συνεργασία μου με την Σύγχρονη μουσικής της ΕΡΤ πάνω σε μουσική δική μου. Και φυσικά η στιγμή που θα ανέβω στην σκηνή του Μεγάρου στις 30 Ιουνίου συνοδεύοντας την ταινία.
**Ποιες είναι οι επιρροές σας - όχι μόνο από τη μουσική, αλλά από την Τέχνη και τη ζωή γενικότερα;
Επηρεάζομαι από οτιδήποτε μπορεί να με κρατήσει δημιουργικό και «ζωντανό».
Να ακούσω και να παίξω μουσική, να μιλήσω με ένα φίλο μου, να κολυμπήσω ,να παίξω με τον γιό μου, να περάσω όμορφες στιγμές με την οικογένεια μου, να δω μια ωραία ταινία, να διαβάσω ένα βιβλίο η να ακούσω μια συναυλία, να κάνω έναν μεγάλο περίπατο, ένα όμορφο ταξίδι.
Την Τέχνη όσο μεγαλώνω δεν την αισθάνομαι απλά ως μια διαφυγή από την πραγματικότητα αλλά ως μια μεταφυσική εξέλιξη της ζωής. Όσες γνώσεις και να έχεις εντέλει αισθάνεσαι ότι στην πραγματικότητα δε μπορείς να εξηγήσεις αυτό που κανείς. Φυσικά δεν ακυρώνω την εξάσκηση και το γνωστικό πεδίο κάθε Τέχνης, που κι εγώ ο ίδιος παλεύω να εξασκήσω, αλλά καλλιτέχνης είναι αυτός που στο τέλος ξεπερνάει την ιδιότητα του και γίνεται ένα με αυτό που κάνει. Η Τέχνη προϋποθέτει να χάνεσαι και πιστέψτε είναι πολύ κοντά στο χάος. Ξέρετε ποτέ αισθάνομαι ότι μια παράσταση μου πήγε καλά; Οταν χάνω εντελώς τον χρόνο.
Οσον αφορά τις Τέχνες θα σας πω πολύ ενδεικτικά τα πρώτα ονόματα που μου έρχονται στο μυαλό. Ο Μπαχ και ο Μπετόβεν για την αρχιτεκτονική τους σκέψη στη μουσική, ο Σεφέρης για την υπέροχη και γειωμένη παράλληλα γλώσσα του. Ο Ραχμάνινοφ με τον Σοπέν για τις υπέροχες μελωδίες τους. Ο Νταλί για τον μοναδικό του κόσμο. Ο Στραβίνσκι για την επαναστατική και τολμηρή μουσική του. Ο Τζάρετ, ο Χόροβιτς ο Έβανς και ο Ρουμπινστάιν για τη μοναδικότητα τους. Ο Μάιλς Ντέιβις για τη μουσική του ευφυΐα. Ο Τακεμίτσου για τα μαγικά του ηχοχρώματα. Ο Ντεμπισσύ με τον Ραβέλ για τις υπέροχα ενορχηστρωμένες μουσικές τους. Ο Κολτρέιν για την πνευματικότητα του, ο Μελντάου και ο πρόσφατος Χαμασιάν για την δυνατή τους έμπνευση. Ο Παπαϊωάννου και ο Μπόμπ Γουίλσον για την ευρηματικότητα τους. Ο Χατζηδάκις και οι Μπήτλς για τις ουράνιες μελωδίες τους, ο Σαββόπουλος για τον σπάνιο και ξεχωριστό του κόσμο.Το κοινό όλων αυτών είναι ότι άνοιξαν νέους ορίζοντες, υπήρξαν και υπάρχουν ως πρωτοπόροι, και κάθε επαφή σου με το έργο τους εξελίσσεται σε μία μεταφυσική εμπειρία που ως ακροατής / θεατής δεν μπορείς να εξηγήσεις πάντα τον λόγο. Χάνεσαι στον δικό τους χωροχρόνο.
Εχετε εργαστεί και στο σινεμά, και στο θέατρο. Τι διαφορές έχουν, τι σας γοητεύει περισσότερο;
Στο σινεμά έχω γράψει μουσική μέχρι στιγμής για μια ταινία μικρού μήκους. Ημουν στην Αθήνα και η ταινία γυρίστηκε στην Κοζάνη και στα Μετέωρα. Η μουσική μου μπήκε τελευταία, έπειτα από δημιουργικές συζητήσεις με τον σκηνοθέτη και ηθοποιό Νίκο Κουρού. Στο θέατρο αυτό που θυμάμαι είναι ότι ήμουν πολύ κοντά στη διαδικασία, την έζησα έντονα. Το θέατρο απαιτεί πολύωρες πρόβες για μήνες όπου ηθοποιοί, σκηνοθέτες, μουσικοί και η μουσική συγχωνεύονται σε έναν καλοκουρδισμένο πομπό που σκοπό έχει να εκπέμψει αγγίζοντας τις καρδιές και τα αυτιά των θεατών. Επίπονο και δημιουργικό παράλληλα.
Πόσο εύκολη είναι η ζωή και η καριέρα ενός συνθέτη στην Ελλάδα; Είναι τα πράγματα καλύτερα από το παρελθόν σε επίπεδο στήριξης και ευκαιριών;
Θα ήθελα να σημειώσω ότι δεν είμαι με την στενή έννοια «επαγγελματίας» συνθέτης αλλά ένας μουσικός που του αρέσει να εκπληρώνει την ανάγκη του να εκφράζεται και μέσα από τη δική του μουσική. Ιδιαίτερη στήριξη δεν υπάρχει ούτε νομίζω ότι υπήρξε και ποτέ. Ολα ξεκινούν από ένα ατομικό πεδίο που όμως μπορεί να ανοίξει προς περισσότερους αποδέκτες εξαιτίας του διαδικτύου σε ένα μεγαλύτερο κοινό από ότι στο παρελθόν.
Για ποια βωβή ταινία θα θέλατε να γράψετε μουσική; Για ποια ομιλούσα ταινία θα θέλατε να είχατε γράψει μουσική;
Οι ταινίες του Μπάστερ Κίτον έχουν μεγάλη πρόκληση λόγω του γρήγορου ρυθμού σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το χιούμορ στη μουσική είναι δυσκολότερο να παραχθεί με μία σοβαρή ποιότητα. Σίγουρα θα διάλεγα μια από τις τελευταίες του ταινίες. Για ομιλούσες μου είναι δύσκολο να σας πω γιατί όλες οι ταινίες που έχω στο μυαλό μου, έχουν ντυθεί με μουσικές που είναι συνδεμένες στη συνείδηση και στα αυτιά μου με υποδειγματικό τρόπο. Οποτε, αν κάποιος σκηνοθέτης διαβάσει τη συνέντευξη μας, είμαι ανοιχτός σε μια νέα πρόταση!