Κλείνοντας μια τριλογία που ξεκίνησε με το «Tony Manero» και συνεχίστηκε με το «Post Mortem», αλλά που κανένα από τα τμήματά της δεν εξαρτάται από το άλλο για να αποκτήσει νόημα, το «NO», είναι με διαφορά η καλύτερη ταινία του Πάμπλο Λαραΐν και αναμφίβολα η πιο αισιόδοξη. Γιατί αν το «Post Mortem» μιλούσε για την επέλαση της δικτατορίας του Πινοσέτ στη Χιλή το 1973 και το «Tony Manero» απεικόνιζε μια σκοτεινή εικόνα της ζωής κάτω από τη σκιά της, το «ΝΟ» μιλά για το τέλος της και τους μηχανισμούς που το έκαναν πραγματικότητα: Τον τρόπο που μια ομάδα πολιτικών της αντιπολίτευσης με την βοήθεια ενός διαφημιστή, έπεισε τον τον λαό μιας ολόκληρης χώρας, αρχικά να ψηφίσει και κυρίως να ψηφίσει «όχι» στον Πινοσέτ στο δημοψήφισμα που τον έριξε από την εξουσία.
Το «NO» είναι μια τυπική ιστορία του Δαβίδ εναντίον του Γολιάθ, ειπωμένη όμως με θαυμάσιο τρόπο και ικανή να σε κάνει να πιστέψεις στο αδύνατο. Σχεδόν δηλάδή ότι κατάφερε και η ίδια η ταινία, που ξεκίνησε την πορεία της στο Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών στο περσινό φεστιβάλ των Καννών για να γίνει μια από τις πιο πολυσυζυτημένες ταινίες της διοργάνωσης και να εκτοξεύσει τη φήμη της πολύ πιο ψηλά απ΄όσο μοιάζει να περίμενε ακόμη κι ο ίδιος ο σκηνοθέτης της.
Σε μερικές εβδομάδες, ο Λαραΐν θα είναι στο Λος Αντζελες αφού το φιλμ του έφτασε μέχρι τις υποψηφιότητες για το Οσκαρ καλύτερης Ξενόγλωσσης ταινίας. Αλλά πριν, η ταινία του φτάνει στις Ελληνικές αίθουσες και με αυτή την ευκαιρία, συνομιλήσαμε μαζί του.
Με τον πρωταγωνιστή του («και φίλο πλέον» όπως λέει) Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ
Το «NO» αφορά μια σημαντική στιγμή στην ιστορία της Χιλής, αλλά καταλήγει να μιλά και να ενδιαφέρει πολύ περισσότερους ανθρώπους, απ όσους θα περίμενε κανείς. Τι θα λέγατε ότι είναι το στοιχείο που κάνει την συγκεκριμένη ιστορία τόσο ενδιαφέρουσα;
Νομίζω ότι λειτουργεί σε δύο επίπεδα. Από τη μια ναι, είναι μια ιστορία που αφορά τη χώρα μου κυρίως και ίσως άγνωστη σε πολλούς ανθρώπους. Βρίσκω εξαιρετικό το ότι μέσω του «ΝΟ» τόσοι άνθρωποι ενδιαφέρονται να ακούσουν αυτή την ιστορία. Οι περισσότεροι ξέρουν το πως ο Πινοσέτ ανέβηκε στην εξουσία, αλλά δεν ξέρουν πως έφυγε από αυτή. Και είναι μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ιστορία. Αν αυτό όμως είναι το πρώτο επίπεδο, υπάρχει κι ένα δεύτερο που βρίσκω επίσης ενδιαφέρον, το πως στις μέρες μας, σε ολόκληρο τον κόσμο, χιλιάδες άνθρωποι οργανώνονται και βγαίνουν στους δρόμους για να προωθήσουν τις ιδέες τους, ζητώντας μια αλλαγή. Ανάμεσα στις χώρες αυτές είναι φυσικά και η Ελλάδα. Εχω διαβάσει κι ακούσει πολλά πράγματα από τα πόσα συμβαίνουν εκεί κι αν μπορώ να πω κάτι μέσα από την ταινία, είναι πως όταν οι άνθρωποι οργανώνονται και δουλεύουν μαζί, μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα. Και ότι η ιστορία της ταινίας μου δεν είναι μια ιδεαλιστική ματιά στο πως θα έπρεπε να είναι τα πράγματα, αλλά μια αληθινή ιστορία για ανθρώπους που κατόρθωσαν να επιφέρουν μια αλλαγή. Οπότε νομίζω ότι πολλοί άνθρωποι ασχέτως με το που ζουν, βλέποντας την ταινία αναγνωρίζουν κάτι από τον εαυτό τους και τη δική τους μάχη. Κι αυτό νομίζω είναι που κάνει την ταινία κατανοητή σε θεατές σε ολόκληρο τον κόσμο. Κι ακριβώς γι αυτό περιμένω με ανυπομονησία να μάθω ποια θα είναι η αντίδραση του κοινού στην Ελλάδα.
Πόσο θυμάστε τα συγκεκριμένα γεγονότα; Πόσων ετών ήσασταν όταν έγινε το δημοψήφισμα;
Γεννήθηκα το 1976, η δικτατορία ξεκίνησε το 1973 και το 1988, ήμουν 12 ετών. Θυμάμαι αμυδρά την καμπάνια, χωρίς συγκεκριμένες λεπτομέρειες, αλλά θυμάμαι την αίσθηση που είχε δημιουργήσει σε ολόκληρη τη χώρα. Ηταν κάτι τόσο φρέσκο, τόσο καινούριο, τόσο ενθαρρυντικό. Δεν έχω μια στέρεη εικόνα ή αναμνήσεις, αυτό που θυμάμαι ήταν η αίσθηση ότι κάτι σημαντικό συμβαίνει, κάτι μεγάλο έρχεται.
Οι γονείς σας ήταν πολιτικοί. Μεγαλώσατε σε ένα πολιτικά φορτισμένο περιβάλλον ή ήσασταν προστατευμένος από τα όσα συνέβαιναν στη χώρα σας μικρός;
Η ιστορία μου είναι λίγο παράξενη. Ενώ ολόκληρη η πατρίδα μου ζούσε αυτή την τραγική ιστορία, σε μια χώρα όπου κάθε μέρα τα ανθρώπινα δικαιώματα καταπατούνταν, εγώ μεγάλωνα σε ένα ασφαλές περιβάλλον, δε εκτέθηκα ποτέ στη βία, ή την σκληρότητα αυτού του κόσμου. Οι γονείς μου ανήκαν στην δεξιά και δεν είχαν οικονομικά προβλήματα, οπότε μεγάλωσα μάλλον προστατευμένος. Οταν όμως ενηλικιώθηκα και ενώ βρισκόμασταν ήδη στην δημοκρατία, ξεκίνησα να μαθαίνω τι ακριβώς είχε συμβεί όλα τα προηγούμενα χρόνια και να αποκτώ άποψη. Και μέσα από τις ταινίες μου προσπάθησα να χρησιμοποιήσω αυτή την εμπειρία, στη δουλειά μου. Ισως γι αυτό η συγκεκριμένη περίοδος με αφορά τόσο πολύ. Ισως αν είχα βιώσει πιο άμεσα την κατάσταση της Χιλής στα χρόνια του Πινοσέτ, να μην έκανα αυτές τις ταινίες. Ισως η προσσέγγισή μου πάνω στην ιστορία να πηγάζει από μια διαφορετική, πιο ελεύθερη αν θες οπτική γωνία, εφόσον είχα τη δυνατότητα να διαμορφώσω την άποψή μου για τα όσα συνέβησαν ως ενήλικας, με βάση τη λογική κι όχι ένα βιωμένο συναίσθημα.
Τόσο το «Tony Manero» και το «Post Mortem» και φυσικά το «ΝΟ» ασχολούνται με την ίδια περίοδο μέσα από διαφορετικές ιστορίες. Το δικό σας ενδιαφέρον αντικατοπτρίζει ένα ανάλογο γενικότερο ενδιαφέρον στη χώρα σας για εκείνη την περίοδο; Και ποιος είναι ο τρόπος που το κοινό αντιμετώπισε τα φιλμ σας και συγκεκριμένα το «ΝΟ» στη Χιλή;
Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει καμιά άποψη, κανένα σχόλιο, καμιά κριτική ή έπαινος που να μην έχω ακούσει για τις τρεις αυτές ταινίες στη Χιλή. Υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να ξεχάσουν, άλλοι που θεωρούν ότι είναι θετικό να γυρίζονται ταινίες για εκείνη την εποχή. Κάποιοι πιστεύουν ότι έκανα καλή δουλεία στο να συλλάβω το πνεύμα της στο «NO», άλλοι το ακριβώς αντίθετο. Αυτό που έχει ενδιαφέρον όμως, είναι ότι κανείς δεν έμεινε αδιάφορος. Αλλά στην Χιλή, η ιστορία αυτή δεν είναι αρχαία. Δεν είναι κάτι που έχει τελειώσει. Οι περισσότεροι από τους υπεύθυνους του πραξικοπήματος, αλλά και όσοι παραβίασαν βάναυσα τα ανθρώπινα δικαιώματα, βασάνισαν ή σκότωσαν, είναι ελεύθεροι, δεν δικάστηκαν ποτέ. Δεν αποδόθηκε δικαιοσύνη. Κι έτσι οι πληγές παραμένουν ακόμη ανοιχτές. Και οι άνθρωποι νιώθουν ακόμη την ανάγκη να μιλούν γι αυτό.
Γιατί διαλέξατε να αφηγηθείτε την ιστορία του δημοψηφίσματος μέσα από την συγκεκριμένη οπτική γωνία;
Είναι το σημείο που η διαφήμιση συναντά την πολιτική επικοινωνία. Από την μια έχεις ιδέες που πηγάζουν από την διαφημιστική λογική, αλλά από την άλλη λειτουργεί σαν μια παραβολή για το τι συνέβαινε στη χώρα μου εκείνη την εποχή και κυρίως τι συνέβη μετά, όταν η δημοκρατία επανήλθε. Ολα αυτά τα εργαλεία του marketing, των διαφημιστικών μηχανισμών, επιβλήθηκαν μέσα από τον καπιταλισμό που πρέσβευε ο Πινοσέτ.Οταν η δημοκρατία επέστρεψε, μπορεί να διώξαμε τον Πινοσέτ, αλλά κρατήσαμε κάποιες από τις μεθόδους του, τις μεγεθύναμε, τις εξελίξαμε. Αυτή τη στιγμή η Χιλή μοιάζει περισσότερο με μια μεγάλη επιχείρηση, ανήκει σχεδόν ολόκληρη σε οχτώ ή δέκα οικογένειες, ελέγχεται από λίγους ανθρώπους με πολλά χρήματα. Οπότε χρησιμοποιώντας αυτή τη συγκεκριμένη πλευρά της ιστορίας, ήθελα να μιλήσω και για το μετά. Για το τι ακολούθησε. Ναι, νικάς το σύστημα, αλλά με τι το αντικαθιστάς;
Μιλήστε μας για την εικόνα του φιλμ. Γυρίσατε την ταινία με μια παλιά κάμερα U-matic, η εικόνα της οποίας δεν μοιάζει σε τίποτα με αυτή του σημερινού HD σινεμά. Για ποιο λόγο πήρατε αυτή τη μάλλον τολμηρή απόφαση;
Τις περισσότερες φορές που βλέπεις ταινίες που χρησιμοποιούν αρχειακό υλικό, είναι πολύ εύκολο να καταλάβεις ποια από τα πλάνα είναι καινούρια και ποια παλιά. Προφανώς το υλικό της εποχής ήταν γυρισμένο σε χαμηλή ανάλυση, σε βίντεο ή παλιό φιλμ κι εσύ γυρίζεις πλέον σε HD ή σε φιλμ τελευταίας τεχνολογίας. Βρίσκω ότι πολλές φορές ο θεατής αποσπάται από την μυθοπλασία όταν υπάρχει μια τόσο έντονη διαφορά στο υλικό. Και ίσως είναι εντάξει όταν χρησιμοποιείς λίγα μόνο πλάνα, αλλά στην δική μας περίπτωση, ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της ταινίας, σχεδόν το ένα τρίτο, θα ήταν αρχειακό υλικό. Ηθελα λοιπόν να βρω έναν τρόπο να κάνω την διαφορά λιγότερη αισθητή και το να γυρίσουμε με μια U-matic κάμερα ήταν η λύση στην οποία καταλήξαμε. Και νομίζω ότι λειτουργεί εξαιρετικά. Μπορεί να παραξενεύει αρχικά τον συνηθισμένο σε μια άλλη αισθητική σημερινό θεατή, αλλά μέσα από την εικόνα αυτή, το αρχειακό υλικό, τα ντοκουμέντα γίνονται μέρος της μυθοπλασίας και η δική μας ιστορία, μέρος της αληθινής Ιστορίας. Ηθελα να δημιουργήσω μια όσο το δυνατόν πιο πειστική εικόνα της εποχής σε όσους θα έβλεπαν το φιλμ. Μια ιδανική ψευδαίσθηση. Αυτό άλλωστε δεν προσπαθούμε να κάνουμε, πάντα, στο σινεμά;
Διαβάστε εδώ τη γνώμη του Flix για το «No» που παίζεται στις ελληνικές αίθουσες από τις 31/01.