Ενημέρωση

Ο Μαρσέλ Προυστ δεν πήγε ποτέ του σινεμά

στα 10

Εκατό χρόνια μετά την έκδοση του πρώτου τόμου του «Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο», το σινεμά κοιτάζει με δέος το σημαντικότερο λογοτεχνικό έργο όλων των εποχών, αφήνοντας τρεις μόνο ταινίες και λίγες ακόμη που δεν γυρίστηκαν ποτέ ως απόδειξη πως ο Μαρσέλ Προυστ είναι κινηματογραφικός με έναν τρόπο που δεν μπορεί να κινηματογραφηθεί ποτέ.

Ο Μαρσέλ Προυστ δεν πήγε ποτέ του σινεμά

Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί πόσο διαφορετική θα ήταν η συζήτηση γύρω από τον Μαρσέλ Προυστ και το σινεμά, αν κάποιος από τους Φρανσουά Τριφό, Ρενέ Κλεμάν, Λουκίνο Βισκόντι και Τζόζεφ Λόουζι δεν εγκατέλειπε - σε διαφορετική φάση προετοιμασίας ο καθένας - το φιλόδοξο σχέδιο να μεταφέρει στον κινηματογράφο το «Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο».

Σήμερα, εκατό χρόνια μετά την κυκλοφορία του πρώτου τόμου του μεγαλύτερου λογοτεχνικού επιτεύγματος που γράφτηκε ποτέ, οι ελάχιστες ολοκληρωμένες απόπειρες κινηματογραφικές διασκευής όλου ή μέρους του, απλά υπάρχουν για να επιβεβαιώσουν το αυταπόδεικτο: το «Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο» είναι αδύνατον να μεταφερθεί στο σινεμά - και ας μην γελιόμαστε - όχι μόνο λόγω του όγκου των 3000 σελίδων που το αποτελούν.

Ιδανικό φαινομενικά ως αστείρευτο υλικό για μια κινηματογραφική ταινία, το «Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο» διαθέτει όλα όσα θα ζητούσε ένας σκηνοθέτης για ένα κινηματογραφικό έπος πάνω στον έρωτα, τη μνήμη, την ηδονοβλεψία, την αριστοκρατία, την ομοφυλοφιλία, την πολιτική και συνολικά μια ολοκληρωμένη μαρτυρία για την αρχή ενός αιώνα που θα άλλαζε τον κόσμο.

Ο όγκος του, όμως, και κυρίως ο τρόπος με τον οποίο ο Προυστ καταγράφει το χρόνο - σχεδόν σαν μια real time εμπειρία, διασχίζοντας αμέτρητες λεπτομέρειες, συστήνοντας διαρκώς νέους ήρωες και επιστρέφοντας στο παρελθόν ταυτόχρονα με μια αποκαλυπτική μαρτυρία του παρόντος, είναι στοιχεία αρκετά για να τρομάξουν οποιονδήποτε θα τολμούσε ποτέ να συμπυκνώσει το έργο μιας ολόκληρης (έστω και σύντομης) ζωής μέσα σε έναν ικανό χρόνο μιας κινηματογραφικής ταινίας που θα όφειλε να αφορά κυρίως όσους δεν το έχουν διαβάσει ποτέ.

2 O Τζέρεμι Αϊρονς και η Ορνέλα Μούτι στο «Swann in Love» του Φόλκερ Σλέντορφ (1984)

Οι περισσότεροι από τους μελετητές του έργου του, είναι σίγουροι πως ο Μαρσέλ Προυστ δεν πήγε ποτέ του στο σινεμά. Ενας από τους βιογράφους του, ο Ζαν-Ιβ Ταντί που έγραψε το «Marcel Proust: A Life» αναφέρει: «Νομίζω ότι είχε δει πολύ λίγες ταινίες. Ισως μερικά επίκαιρα ή κάποιες κωμωδίες. Εβγαινε πολύ λίγο κοντά στο τέλος της ζωής του, από το φόβο επιθέσεων και λόγω του ασθματός του. Πέθανε πριν το "Napoleon" του Εϊμπελ Γκανς και μάλλον δεν ήξερε καθόλου τις ταινίες του Τσάπλιν. Και έτσι δεν πρέπει να είχε αντιληφθεί πως το σινεμά ήταν μια τέχνη.»

Δεν ήταν, όμως, μόνο αυτό. Ο Προυστ τρόμαζε με τις κινούμενες εικόνες, προτιμώντας χωρίς δεύτερη συζήτηση το σινεμά που διαδραματίζεται στο μυαλό σου, περισσότερο από αυτό που απλώνεται πάνω σε μια οθόνη ή στον τοίχο του παιδικού σου δωματίου. Στις πρώτες σελίδες του «Από τη Μεριά του Σουάν» θυμάται τις μέρες που επισκεπτόταν το σπίτι των παππούδων του στο Κομπρέ της Βόρειας Γαλλίας και τον μαγικό φανό που του χάρισαν για να μπορεί να κοιμάται τα βράδια. Το αποτέλεσμα των εικόνων πάνω στους τοίχους του δωματίου, όμως, είχαν ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα, αφού ο μικρός Μαρσέλ Προυστ δεν μπορούσε να αναγνωρίσει το χώρο του, φωτισμένο μέσα από εικόνες παραμυθιών και άρχισε να φοβάται την ώρα του ύπνου ακόμη περισσότερο. Το μόνο που τον καθησύχαζε ήταν το νυχτερινό φιλί της μητέρας του, αυτό που ο πατέρας του αποδοκίμαζε και αυτό που όταν έλειπε από την τελετουργία του ύπνου του Προυστ έμοιαζε σχεδόν με το τέλος του κόσμου.

Διαβάζοντας ωστόσο αυτό το περιστατικό, είναι αδύνατον να μην αναγνωρίσεις τον κινηματογραφικό τρόπο με τον οποίο ο Προυστ περιγράφει τις νύχτες του στο Κομπρέ και την έκσταση κάθε φορά που ένιωθε τη μητέρα του να μπαίνει στο παιδικό του δωμάτιο ή την ανησυχία όταν αυτή ήταν απασχολημένη με τους καλεσμένους της και θα ξεχνούσε το μικρό αγόρι που βυθιζόταν στη μελαγχολία.

Οι πρώτες προσπάθειες για να μεταφερθεί στο σινεμά το «Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο» έγιναν τη δεκαετία του '50, όταν ο παραγωγός Ραούλ Λεβί αγόρασε τα δικαιώματα του βιβλίου. Οι ειδικοί στον Προυστ Μπερτράν ντε Φαλουά και Φραντζ-Αντρέ Μπουργκέ έγραψαν ένα πρώτο σενάριο, αλλά λόγω ελλιπής χρηματοδότησης το πρότζεκτ δεν προχώρησε ποτέ.

Το 1962, η πρώην ηθοποιός και νυν τότε παραγωγός Νικόλ Στεφάν αγόρασε τα δικαιώματα από την ανηψιά του Προυστ και αρχικά πρότεινε το φιλμ στον Ρενέ Κλεμάν και μίσθωσε τον σεναριογράφο του Φεντερίκο Φελίνι, Ενιο Φλαγιάνο να διασκευάσει το έργο για την οθόνη. Οι διαφορές ανάμεσα στον σκηνοθέτη και τον σεναριογράφο ναυάγησαν το πρότζεκτ, με τη Στεφάν να προτείνει τη διασκευή στον Φρανσουά Τριφό και μετά την άρνηση του τελευταίου και στον Λουκίνο Βισκόντι.

2 Ο «Ξανακερδισμένος Χρόνος» του Ραούλ Ρουίζ (1999)

«Είναι ο συγγραφέας μου», είχε δηλώσει κάποτε ο Λουκίνο Βισκόντι που η φήμη τον θέλει να μεταφέρει πάντα μαζί του σε οποιοδήποτε γύρισμα κάποιον δερματόδετο σε κόκκινο χρώμα τόμο από το «Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο». Το σενάριο ανατέθηκε στη συνεργάτη του Βισκόντι Σούσο Τσέκι ντ' Αμίκο, ενώ ο Βισκόντι επισκέφθηκε με το συνεργείο του τους χώρους που έζησε και έδρασε ο Μαρσέλ Προυστ στο Παρίσι και τη Νορμανδία. Το 1970, η ντ' Αμίκο παρέδωσε στη Στεφάν ένα σενάριο 363 σελίδων που θα αποτελούσε τη βάση για ένα φιλμ τουλάχιστον τεσσάρων ωρών. Το αρχείο που βρέθηκε στο σπίτι του Βισκόντι με την προεργασία για την ταινία (συμπεριλαμβανομένων 263 φωτογραφιών από πιθανές τοποθεσίες, αλλά και αρχειακό υλικό από τη Γαλλία των αρχών του 1900) αποδεικνύει πως ο Βισκόντι δούλεψε σκληρά για να δικαιώσει τον αγαπημένο του συγγραφέα, αλλά το σχέδιο θα ναυαγούσε για ακόμη μια φορά λόγω χρηματοδότησης.

Τη θέση του Βισκόντι θα αναλάμβανε ο Τζόζεφ Λόουζι το 1972, o οποίος ανέθεσε τη συγγραφή του σεναρίου στον Χάρολντ Πίντερ (με τον οποίο είχε συνεργαστεί ήδη τρεις φορές στο παρελθόν). Ο Πίντερ με τη σειρά του θα ζητούσε τη βοήθεια της θεατρικής συγγγραφέως Μπάρμπαρα Μπρέι για να παραδώσει τελικά ένα σενάριο 468 σελίδων. Η παραγωγή ορίσε το ξεκίνημα των γυρισμάτων τον Μάιο του 1973 (συνολικά 16 με 20 εβδομάδες), αλλά η «κατάρα του Προυστ» εμπόδισε και αυτήν την προσπάθεια να προχωρήσει περισσότερο. Το σενάριο του Πίντερ αντιμετωπίστηκε με εχθρότητα ως υπερβολικά «λογοτεχνικό», ο Λόρενς Ολίβιε αρνήθηκε τον ρόλο του Σαρλούς λέγοντας πως δεν είχε κανένα ενδιαφέρον να παίξει αυτόν τον «βρωμερό σνομπ», ενώ και ο Ντεργκ Μπόγκαρντ (που είχε προσεγγιστεί και για το φιλμ του Βισκόντι) δήλωσε: «Δεν μπορώ να φανταστώ τους Γιάνκηδες να αντιλαμβάνονται τι είναι όλο αυτό. Το κοινό δεν θα ξέρει ποιος είναι ποιος και τι είναι τι.»

Προκειμένου να σώσει το πρότζεκτ, ο Πίντερ παρέδωσε μια πιο σύντομη εκδοχή του σεναρίου το 1973 που ωστόσο θα απαιτούσε ένα φιλμ τουλάχιστον πεντέμιση ωρών, ενώ ο προϋπολογισμός των 22 εκατομμυρίων δολαρίων δεν έβρισκε κανέναν πρόθυμο χρηματοδότη. Μετά από πέντε χρόνια προσπαθειών, το σχέδιο ναυάγησε το 1977, αφού πριν ο Πίντερ αρνήθηκε μια τηλεοπτική εκδοχή που ζήτησε η γαλλική τηλεόραση με την προϋπόθεση το φιλμ να μιλάει μόνο γαλλικά.

Ο,τι απέμεινε από τις προσπάθειες του Βισκόντι και του Λόουζι θα ήταν δύο σενάρια, αυτό της Σούσο Τσέκι ντ' Αμίκο και αυτό του Χάρολντ Πίντερ, το πρώτο να αφηγείται τα γεγονότα του βιβλίου χρονολογικά, αφήνοντας απ' έξω ολόκληρα βιβλία (όπως το «Από τη Μεριά του Σουάν») και το δεύτερο με διαφορετικές διαδρομές μέσα στο χρόνο. Ως δύο μαρτυρίες για δύο εντελώς διαφορετικές κινηματογραφικές ταινίες πάνω στο ίδιο θέμα, αλλά και δύο δείγματα για το πως θα μπορούσε το «Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο» να βρει την κινηματογραφική του δικαίωση.

2 «Swann in Love» του Φόλκερ Σλέντορφ (1984)

H πρώτη «επίσημη» ταινία που γυρίστηκε με βάση το «Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο» ήταν το 1984, το «Swann in Love» του Φόλκερ Σλέντορφ, μια γαλλογερμανική παραγωγή με τον Τζέρεμι Αϊρονς στο ρόλο του Σουάν, την Ορνέλα Μούτι στο ρόλο της Οντέτ και τον Αλέν Ντελόν στο ρόλο του Σαρλούς. Μια συμβατική διασκευή του «Από τη Μεριά του Σουάν», γυρισμένη σαν ένα love story εποχής, από την οποία ξεχωρίζει μόνο η προσεγμένη παραγωγή και η ερμηνεία του Τζέρεμι Αϊρονς που είναι ίσως ο μόνος (ανάμεσα στην απλά χυμώδη Ορνέλα Μούτι και τον εγωπαθή Αλέν Ντελόν) που συλλαμβάνει κάτι από τη μελαγχολία και την τραγικότητα του λογοτεχνικού του ήρωα. Το σενάριο των Ζαν-Κλοντ Καριέρ, Πίτερ Μπρουκ και Μαρί - Ελέν Εστιέν συμπυκνώνει την ιστορία του πρώτου βιβλίου του «Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο» μέσα σε 24 ώρες. Οπως δήλωσε ο Καριέρ: «Το στοίχημά μας ήταν να ρίξουμε ένα κουβά μέσα στο ποτάμι και να ανακαλύψουμε τα στοιχεία που θα τον έκαναν να επιπλέει.»

Τρία χρόνια πριν, το 1981, ο Πέρσι Αντλον («Bagdad Café») είχε γυρίσει το «Celeste», που αφηγείται τα τελευταία χρόνια του Μαρσέλ Προυστ - από το 1920 έως και το 1922 - μέσα από τις αφηγήσεις τις πιστής του υπηρέτριας, Σελέστ Αλμπαρέτ, σε μια ταινία που παραμένει ακόμη και σήμερα ό,τι πιο κοντινό στο πνεύμα του Προυστ και της ιδιαίτερης σχέσης του με τη ζωή και το θάνατο, αν και εντελώς αποκομμένη από το λογοτεχνικό του έργο.

2 «O Ξανακερδισμένος Χρόνος» του Ραούλ Ρουίζ (1999)

Το δεύτερο φιλμ, βασισμένο αυτή τη φορά στο τελευταίο βιβλίο του «Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο» είναι ο «Ξανακερδισμένος Χρόνος» του Ραούλ Ρουίζ, που αποτελεί και την πιο διάσημη προυστική ταινία όλων των εποχών. Οχι πάντα για τους σωστούς λόγους, αφού ναι μεν ο Ρουίζ αποτυπώνει με το λαβυρινθώδες στιλ αφηγήσής του την πολυπλοκότητα της λογοτεχνικής του πηγής, μπλέκοντας το παρόν με το παρελθόν, το συγγραφέα με τους ήρωές του και την εποχή με τη σημασία της για το σήμερα, αλλά παραμένει για σχεδόν όλη τη διάρκεια του φιλμ αδύναμος να εισβάλλει στον συναισθηματικό κόσμο του Προυστ, αφήνοντας μόνο τη χορογραφημένη του σκηνοθεσία να μεταφέρει κάτι από το μελόδραμα και την τραγωδία ενός ανθρώπου που ολοκληρώνει μαζί με το έργο και τη ζωή του.

Οπως δήλωνε ο ίδιος ο Ρουίζ την εποχή που γύριζε τον «Ξανακερδισμένο Χρόνο»: «Ο Προυστ είναι για μένα τόσο σκηνοθέτης όσο και συγγραφέας, ένας πρωτοπόρος των flashbacks. Ολα στο έργο του έχουν να κάνουν με τεχνικές χρόνου. Πως συμβαίνει, ενώ ο χρόνος είναι μια διάσταση, να μην τον βλέπουμε ποτέ ως όλον, παρά μόνο φευγαλέα; Για τον Προυστ, ο χρόνος είναι πάντοτε παρών, είναι μια διάσταση, όπως ο χώρος. Για να το δεις αυτό πρέπει να κάνεις το χώρο αβέβαιο, να μετακινήσεις τους τοίχους, να μετακινήσεις τους ηθοποιούς την ίδια στιγμή που κινείς την κάμερα με ζουμ. Αν είσαι αβέβαιος για το χώρο σου, τότε ο χρόνος αρχίζει να λειτουργεί διαφορετικά.»

2 «La Captive» της Σαντάλ Ακερμάν (2000)

Ενα χρόνο μετά, η θρυλική Σαντάλ Ακερμάν θα απομόνωνε το «La Prisonnière» από το «Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο» για το δικό της «La Captive», μια μεταφορά του προυστικού κειμένου, χωρίς κοστούμια εποχής, αλλά με την ίδια εφιαλτική ατμόσφαιρα που γεννιέται ανάμεσα σε έναν άντρα και μια γυναίκα που μοιάζουν πρωτίστως φυλακισμένοι ο ένας μέσα στον άλλον και οι δύο στο πάθος. Η ιστορία της εμμονής του αφηγητή του βιβλίου (του Προυστ) με την Αλμπερτίν (εδώ με αλλαγμένα ονόματα για τους χαρακτήρες), γίνεται στα χέρια της Ακερμάν ένα εμμονοληπτικό love story πάνω στην εξάρτηση αλλά και ένα παιχνίδι της σκηνοθέτριας πάνω στο ντοκιμαντέρ, την παρατήρηση και τη μυθοπλασία.

H ίδια η Ακερμάν είχε δηλώσει μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων της ταινίας: «Είναι μια ελεύθερη διασκευή, αυτό που εγώ αποκαλώ "εμπνεύστηκε από...". Οταν κάνεις μια διασκευή, όπως αυτή που κάναμε εμείς, ξεκινάς ρωτώντας τον εαυτό σου "Τι θυμάμαι από το βιβλίο;". Αυτό που θυμάσαι γίνεται η συνείδησή σου και είναι σίγουρα διαφορετικό από το πρωτότυπο.»

To 2011 προβλήθηκε στη γαλλική τηλεόραση, το «Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο» της Νίνα Κομπανίζ, η πιο ακαδημαϊκή και ευτελής μεταφορά του προυστικού σύμπαντος μέχρι σήμερα, από πολλούς χαρακτηρισμένη ως μια σαπουνόπερα σε δύο μέρη, ικανή μόνο να επιβεβαιώσει από την αρχή πως το ογκώδες αριστούργημα του Μαρσέλ Προυστ είναι απλά αδύνατον να γίνει μια ταινία που να του αξίζει.

Αν, όμως, μένει ακόμη να δούμε αν μέσα στα επόμενα χρόνια (ακόμη και σε αυτά που δεν θα ζούμε πια για να το δούμε) κάποιος θα καταφέρει να μεταφέρει ολόκληρο το «Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο» στο σινεμά, αυτό δεν σημαίνει πως η επιρροή του Προυστ υπήρξε λιγότερη στο σινεμά όσο και σε ότιδήποτε μπορούμε σήμερα να αποκαλούμε ως μοντέρνα κουλτούρα.

Χωρίς τον Προυστ, ο Αλέν Ρενέ δεν θα γύριζε ποτέ το άχρονο «Χιροσίμα Αγάπη Μου» ή το βασισμένο στην (κινηματογραφική) μνήμη «Πέρσι στο Μαριένμπαντ». Χωρίς τον Προυστ, ο Λουκίνο Βισκόντι δεν θα μπορούσε ποτέ να απεικονίσει την παρακμή της αριστοκρατίας ως ένα γοητευτικό χορό πάθους και εξουσίας στον «Γατόπαρδο». Χωρίς τον Προυστ, ο Ζαν - Λικ Γκοντάρ δεν θα σκεφτόταν ποτέ να ξαναγράψει την ιστορία του σινεμά μέσα από θραυσματά εικόνων και ήχων στο «Histoire(s) du Cinéma». Χωρίς τον Προυστ, ο Φεντερίκο Φελίνι δεν θα μοίραζε ποτέ τις παιδικές αναμνήσεις με τους ενήλικους εφιάλτες στο «Amarcord» και το «8 1/2». Χωρίς τον Προυστ, ο Τέρενς Ντέιβις δεν θα γινόταν ποτέ ο σκηνοθέτης - χρονογράφος μιας ολόκληρης εποχής με το «Distant Voices, Still Lives» και το «Of Time and the City». Χωρίς τον Προυστ, ο Ταρκόφσκι δεν θα είχε πρώτη ύλη για να μιλήσει για το «σμίλεμα του χρόνου». Χωρίς τον Προυστ, ακόμη και το «Inception» του Κρίστοφερ Νόλαν θα ήταν απλά μια τρέλα που κανείς δεν θα τολμούσε ποτέ να κάνει σινεμά.

Ο Μαρσέλ Προυστ μπορεί να μην γνώρισε ποτέ το σινεμά, φεύγοντας πριν αυτό ανθίσει και το έργο του μπορεί να είναι μεν κινηματογραφικό και ταυτόχρονα αδύνατον να κινηματογραφηθεί, αλλά όπως τόσα άλλα πράγματα που έγραψε χωρίς ποτέ να τα ζήσει, ο Προυστ γνώριζε από πολύ νωρίς τη βασική αρχή του σινεμά:

«To πραγματικό ταξίδι της ανακάλυψης αποτελείται όχι από το να αναζητάς νέα τοπία, αλλά από το να έχεις νέα μάτια.»

2