Υπάρχουν ταινίες που γίνονται «μυθικές» από το πέρασμα του χρόνου. Και άλλες που μοιάζουν να κουβαλούν το «μύθο» τους πριν ακόμη αποφανθεί γι' αυτόν η Ιστορία. Το «Δικο Μου Αϊνταχο» ανήκει και στις δύο κατηγορίες.
O «μύθος» δεν ήταν όμως το μόνο πράγμα που κουβάλησε στους ώμους της η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του Γκας Βαν Σαντ μετά το «Mala Noche» (1986) και το «Drugstore Cowboy» (1989). Φορτωμένη με αναφορές (που ξεκινούν από τον Σαίξπηρ, αγγίζουν τον Ντοστογιέφσκι και φτάνουν μέχρι τον Αντι Γουόρχολ), η ιστορία του Μάικ και του Σκοτ κουβαλούσε ήδη από σύλληψη της το «χάσιμο» της δεκαετίας του '90 πολύ πριν αυτό αποκτήσει τίτλο και ονομαστεί «generation X».
Οι διαδρομές του Μάικ – ενός «γευσιγνώστη των δρόμων», όπως αναφέρει ο ίδιος – δεν είναι μόνο η κατάληξη μιας τραυματισμένης παιδικής ηλικίας αλλά και η αναζήτηση μια γωνιάς αυτού του κόσμου όπου ο έρωτας δεν θα είναι πληρωμένος, τα αγόρια θα μπορούν να φιλιούνται στο στόμα και η ενηλικίωση θα μπορεί να μην αφήνει σημάδια στο σώμα.
Με τον ίδιο τρόπο ο Γκας Βαν Σαντ, ως άλλος lonesome cowboy, περιπλανιέται στις αχανείς λεωφόρους της ιστορίας του σινεμά, της ποπ κουλτούρας και των προσωπικών του βιωμάτων φτιάχνοντας ένα μεταμοντέρνο γουέστερν με το έρημο τοπίο του Αϊνταχο στη θέση της Αγριας Δύσης, με δύο slackers στους ρόλους των καουμπόις και το περιθώριο στη θέση των Ινδιάνων.
Ο,τι άλλαξε στη ζωή και την καριέρα του Γκας Βαν Σαντ, μετά από αυτήν την ταινία, ήταν το ίδιο που άλλαξε και στο αμερικάνικο σινεμά. Μια αίσθηση ελευθερίας, μια κατά μέτωπο εισβολή της ποπ κουλτούρας στη γραφή και τη σκηνοθεσία, μια απενοχοποίηση του περιθωρίου και μια νέα γενιά ηρώων που θα πρωταγωνιστούσαν για τουλάχιστον μια δεκαετία στο σινεμά των Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ («Slacker», «Dazed and Confused»), Μπεν Στίλερ («Νέοι, Ωραίοι και Ανεργοι»), Κάμερον Κρόου («Singles») και Κέβιν Σμιθ («Clerks»).
Δείτε εδώ μερικές από τις κομμένες σκηνές του Ρίβερ Φίνιξ από το «Δικο Μου Αϊνταχο»
Πολύ πριν ο Κερτ Κομπέιν απαθανατίσει τα 90s και πριν ακόμη το grudge γίνει το επίσημο soundtrack των wasted 90s, o Mάικ του Ρίβερ Φίνιξ και ο Σκοτ του Κιάνου Ριβς είχαν προλάβει να προλογίσουν το χαμένο σύνδεσμο ανάμεσα στο συντηρητισμό των 80s και την αμήχανη απελευθέρωση των 00s. Αρχετυπικοί ήρωες μιας σύγχρονης τραγωδίας που (ευτυχώς) δεν εξαντλήθηκε σε δακρύβρεχτα μελό ενηλικίωσης και διδακτικά μανιφέστα χειραφέτησης, και οι δυο τους υπήρξαν οι απόλυτοι πρωταγωνιστές του έργου του Γκας Βαν Σαντ.
Οσοι νέοι κι αν ακολούθησαν στην αντιφατική φιλμογραφία του, από τον «Γουιλ Χάντινγκ» μέχρι τους δύο «Τζέρι» και από τον δολοφόνο του «Elephant» μεχρι τους παράξενους εραστές του «Restless», όλοι αναφέρονταν με κάποιον τρόπο σε αυτούς και στη ορμή με την οποία εμφανίστηκαν στο άγονο κινηματογραφικό τοπίο της εποχής για να αποδείξουν πως το teenage angst ήταν κάτι παραπάνω από μια μόδα της στιγμής.
Είκοσι χρόνια μετά (το «Δικο Μου Αϊνταχο» κυκλοφόρησε στην Αμερική στις 27 Σεπτεμβρίου του 1991, μετά τη συμμετοχή του στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας), ο Ρίβερ Φίνιξ δεν ζει πια, ο Γκας Βαν Σαντ είναι πλέον ο σκηνοθέτης του Χρυσού Φοίνικα, των Οσκαρ και της πιο ενδιαφέρουσας αντιφατικής καριέρας που γνώρισε ανεξάρτητος που φλέρταρε με το mainstream, ο Κιάνου Ριβς δεν ξανασυνάντησε ποτέ τον Σκοτ όσο κι αν προσπάθησε στην καριέρα του και το φινάλε του «Δικου Μου Αϊνταχο» αναζητά ακόμη απαντήσεις.
Ακόμη και ο Γκας Βαν Σαντ δεν θα τολμούσε να απαντήσει τι απέγινε ο Μάικ μετά από εκείνη την ημέρα που – σε μια κρίση ναρκοληψίας, από αυτές που πάθαινε από μικρός – κοιμήθηκε στη μέση του δρόμου, έπεσε θύμα ληστείας χάνοντας ίσως το σημαντικότερο πράγμα ενός ταξιδιώτη – τα παπούτσια του – και στη συνέχεια ένας φορτηγατζής, σε μια κρίση καλοσύνης, τον πήρε μαζί του.
Δείτε εδώ την τελική σκηνή του «Δικού Μου Αϊνταχο»
Οπου, όμως κι αν βρίσκεται σήμερα, ο Μάικ, τουλάχιστον υπάρχει μια ταινία που λέει την ιστορία του. Μαζί της, και όλες τις ιστορίες όλων όσων πιστεύουν ακόμη πως οι «μύθοι» φτιάχνονται για να δημιουργούν παρελθόν. 20 χρόνια μετά, ακόμη και μετά την προσπάθεια του Τζέιμς Φράνκο να ξαναμοντάρει το «Δικο Μου Αϊνταχο» σε ένα φόρο τιμής στην ιστορία του, αυτή η ταινία θα μπορούσε να γυριστεί σήμερα ακριβώς όπως την είδαν οι θεατές του 1991. Σαν ένα φιλμ καταδικασμένο να μείνει «μυθικό»
[Η καλύτερη έκδοση της ταινίας σε DVD είναι αυτή της Criterion Collection που κυκλοφόρησε το 2005]