Συνέντευξη

Ο Νίκος Τσαγκαράκης κρατάει ζωντανές τις κινηματογραφικές αίθουσες του Ηρακλείου

στα 10

Ο συγγραφέας του «Οι κινηματογράφοι του Ηρακλείου: Καταγραφή των κινηματογραφικών αιθουσών στο Ηράκλειο Κρήτης από το 1909 ως το 2022», μιλάει στο Flix για όσα συνδέουν το σινεμά με μια πόλη και το μέλλον της.

Ο Νίκος Τσαγκαράκης κρατάει ζωντανές τις κινηματογραφικές αίθουσες του Ηρακλείου

«Eπιχειρώντας κανείς να εξετάσει την κινηματογραφική δραστηριότητα σε μια πόλη όπως το Ηράκλειο, ανακαλύπτει πως, ακόμα και μέσα στα στενά γεωγραφικά όρια μιας επαρχιακής πόλης, πρόκειται για ένα ερευνητικό πεδίο πιο πολύπλευρο απ’ ό,τι ίσως αρχικά να περίμενε. Οι τοπικοί διανομείς, η δημιουργία ταινιών από ντόπιους επαγγελματίες κι ερασιτέχνες ή από ελληνικές και διεθνείς εταιρείες παραγωγής, η κριτική, οι φυσιογνωμίες των κινηματογραφικών επιχειρηματιών, ειδι- κότητες όπως οι μηχανικοί προβολής κι οι ταξιθέτες / ταξιθέτριες, οι πλανόδιοι κινηματογραφιστές, οι προτιμήσεις του κοινού, σκηνοθέτες, ηθοποιοί ή άλλοι συντελεστές μ’ εντόπια καταγωγή, κινηματογραφικές λέσχες, η επίδραση σημαντικών πολιτικών/ κοινωνικών γεγονότων στην κινηματογραφική δραστηριότητα, όλα αυτά είναι μόνο μερικά από τα θέματα που ανακύπτουν στη διάρκεια της έρευνας, το καθένα από τα οποία αξίζει ξεχωριστή αναλυτική μελέτη.)

Απ’ όλα τα παραπάνω πιθανά κι εξίσου ενδιαφέροντα ζητήματα, αυτό το βιβλίο είναι αφιερωμένο στις κινηματογραφικές αίθουσες της πόλης. Στόχος του είναι να καταγράψει τους χώρους κινηματογραφικών προβολών που λειτούργησαν στο Ηράκλειο από καταβολής κινηματογράφου μέχρι σήμερα. Να εντοπίσει τις ανάλογες τοποθεσίες και να παραθέσει όσο το δυνατόν περισσότερα στοιχεία σχετικά με την ιστορία τους, συμπληρώνοντας τη γεωγραφία του αστικού τοπίου με χώρους και πρό- σωπα, που συνέβαλαν σημαντικά στη νεότερη πολιτισμική του ταυτότητα. Με το να φέρνει στο επίκεντρο μια αγνοημένη και υποτιμημένη ως σήμερα, ριζικά διαφορετική πτυχή του παρελθόντος, η προσπάθεια καταλήγει στο να προσθέτει μία σημαντική παράμετρο στην ιστορία της πολιτιστικής ζωής της πόλης.»

Από την εισαγωγή του βιβλίου «Οι κινηματογράφοι του Ηρακλείου: Καταγραφή των κινηματογραφικών αιθουσών στο Ηράκλειο Κρήτης από το 1909 ως το 2022» του κριτικού και ιστορικού του κινηματογράφου Νίκου Τσαγκαράκη αντιλαμβάνεσαι πως αυτή δεν θα είναι μόνο μια μελέτη που αφορά μόνο τις κινηματογραφικές αίθουσες ή μόνο το Ηράκλειο, αφού το πέρασμα του χρόνου και ό,τι αυτό αφήνει σε κάθε μικρή ή μεγάλη πόλη μοιάζει να είναι μια μικρογραφία για τη μεγάλη εικόνα του τι ακριβώς συμβαίνει σε όλον τον κόσμο.

οι κινηματογράφοι του ηρακλείου Η Βασιλική του Αγίου Μάρκου ως κινηματογράφος Μινώα

Οπως συνεχίζει και ο ίδιος ο Νίκος Τσαγκαράκης στην εισαγωγή του:

«Η έκδοση αυτή έρχεται στον απόηχο μιας από τις μεγαλύτερες υγειονομικές κρίσεις στην ιστορία της ανθρωπότητας, η οποία αποτέλεσε επίσης μία από τις πολλές δοκιμασίες που έχει περάσει η κινηματογραφική αίθουσα στην υπεραιωνόβια ιστο- ρία της. Για μια ακόμη φορά, οι αίθουσες αντιμετωπίζουν ερωτήματα για το νόημα και το μέλλον της ύπαρξής τους, καθώς ο κορωνοϊός τις κράτησε κλειστές για μήνες, με τους θεατές αποκλεισμένους στα σπίτια τους. Το αποτέλεσμα ήταν πολλές απ’ αυτές να οδηγηθούν σε οριστικό κλείσιμο, επιτρέποντας παράλληλα στην παρακολούθηση ταινιών από τις διαδικτυακές πλατ- φόρμες (streaming) να προπορευτεί ως κυρίαρχο μέσο οπτικοακουστικής διασκέδασης, ακολουθώντας μια μακρά λίστα προ- ηγούμενων εκφάνσεών της, όπως η τηλεόραση, το βίντεο (VHS), ο ψηφιακός δίσκος (DVD και Blu- ray) και το παράνομο κατέβασμα ταινιών (downloading). Συνεπώς, ένας από τους έμμεσους στόχους αυτού του βιβλίου είναι να χρησιμεύσει ως μια ακόμα υπενθύμιση, ότι η αίθουσα μπορεί να πληγώνεται από τις νέες μορφές οικιακής ψυχαγωγίας που προσφέρει η ασταμά- τητα εξελισσόμενη τεχνολογία, αλλά δε χάνεται, ακριβώς επειδή η εμπειρία που προσφέρει παραμένει αναντικατάστατη.

Η συσκότιση, το μεγάλο μέγεθος της οθόνης και ο υψηλής έντασης -σήμερα πλέον πολυκάναλος, περιφερειακός- ήχος, καθιστούν την αίθουσα τον ιδανικό χώρο έκθεσης μιας ταινίας, η οποία ταυτόχρονα υποστασιοποιείται κοινωνικά μέσα στην αίθουσα, μετατρέπεται σ’ ένα κοινωνικό γεγονός στην καθημερινότητα του θεατή. Όχι δηλαδή ακόμα ένα οπτικό ερέθισμα ανάμεσα σε άλλα, η αντίληψη του οποίου μπορεί να διακοπεί ανά πάσα στιγμή στον μικρόκοσμο του σπιτιού, αλλά ένα γεγονός για το οποίο ο θεατής πρέπει να προετοιμαστεί, να πραγματοποιήσει μια μικρή διαδρομή μέσα στην πόλη και να συνευρεθεί με γνωστούς κι αγνώστους για να συμμετάσχουν μαζί σε μια στιγμή κοινής εμπειρίας, επηρεάζοντας ο ένας τον άλλον στην πρόσληψή της.Η σημασία των αιθουσών όμως προεκτείνεται κι έξω από την αυστηρά κινηματογραφική λειτουργία τους. Βεβαίως, πρω- ταρχικά τα συγκεκριμένα κτήρια αντλούν την ιστορική αξία τους ως χώροι στέγασης προβολών, με τις οποίες ταυτίστηκαν είτε εξαρχής, είτε από ένα σημείο της ζωής τους και μετά. Παράλληλα όμως, αποτελούν μια ένδειξη μέσα από την οποία ανι- χνεύεται όχι μόνο η ανάπτυξη κι η διάδοση της κινηματογραφικής τέχνης στην αστική ζωή, αλλά κι η ίδια η εξέλιξη της πόλης όπως αντανακλάται στη μεταμόρφωση κι επανάχρηση των κτηρίων.

Κατ’ επέκταση, σ’ ένα ευρύτερο τοπογραφικό πλαίσιο, οι κινηματογραφικές αίθουσες λειτουργούν ως οργανικά τμήματα του αστικού περιβάλλοντος και της τοπικής ιστορίας. Η τοποθεσία τους μέσα στον ιστό της πόλης, η αρχιτεκτονική τους, η σχέση τους με άλλους χώρους (μνημεία αρχαιολογικού κι ιστορικού ενδιαφέροντος, πλατείες κτλ.), η λειτουργία τους ως χώρων μαζικής συγκέντρωσης και δημιουργίας συλλογικής μνήμης του πληθυσμού, ενισχύουν τη σημασία τους ως μνημείων νεότερης ιστορίας και καθιστούν απαραίτητη τη γνώση για το παρελθόν τους.»

Το Flix μίλησε με τον Νίκο Τσαγκαράκη και περιηγήθηκε στη διαδρομή μιας έρευνας που κατέληξε στη συγγραφή του βιβλίου, ανοίγοντας ακόμη περισσότερο τη κουβέντα γύρω από το εδώ και τώρα των κινηματογραφικών αιθουσών.

Η έρευνα για το βιβλίο άλλαξε ριζικά η εικόνα μου για το Ηράκλειο με πολλούς τρόπους. Ανακαλύπτοντας πολυάριθμες τοποθεσίες κι αίθουσες που δε γνώριζα προηγουμένως. Μέσα από την επιχειρηματική δράση των αιθουσαρχών, που προέρχονταν από άλλους επαγγελματικούς κλάδους και συχνά τα σχέδιά τους δε σταματούσαν στις αίθουσες. Μέσα επίσης από τη σχέση των αιθουσών με τα μνημεία (π.χ. όπως το μεσαιωνικό και το ενετικό τείχος ή οι ενετικοί ναοί) πάνω ή μέσα στα οποία στεγάστηκαν, προέκυψε μια πολύ διαφορετική εικόνα της πόλης σε σχέση με την ιστορία και τον δημόσιο χώρο της.»

οι κινηματογράφοι του ηρακλείου Η είσοδος του Οασις

οι κινηματογράφοι του ηρακλείου Το Ντορέ στην Πλατεία Ελευθερίας

Πώς ξεκίνησε το πρότζεκτ της καταγραφής και ιστορίας των κινηματογραφικών αιθουσών του Ηρακλείου;

Η έρευνα ξεκίνησε ως διπλωματική εργασία στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα ιστορίας κινηματογράφου στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης το 2005, οπότε και ολοκληρώθηκε σε μια πρώτη μορφή. Εκτοτε έμεινε πολλά χρόνια στο συρτάρι και συμπληρωνόταν ανά διαστήματα, ώσπου οι καραντίνες της πανδημίας προσέφεραν τον χρόνο για να λάβει μια πιο συγκροτημένη μορφή που θα της επέτρεπε να εκδοθεί.

Τι θα συναντήσει ο αναγνώστης του βιβλίου;

Στον βαθμό που επέτρεψαν οι διαθέσιμες πηγές, μια πλήρη καταγραφή των τοποθεσιών που λειτούργησαν ως χώροι εμπορικών κινηματογραφικών προβολών από τις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι σήμερα. Από τις πρώτες υπαίθριες προβολές, έπειτα στα θέατρα και στις αίθουσες που χτίστηκαν για να λειτουργήσουν αποκλειστικά ως κινηματογράφοι, ακόμα και σε ιστορικά και θρησκευτικά μνημεία.

Ποια θα ήταν μια μικρή σύνοψη της ιστορίας, εξέλιξης και σημερινής κατάστασης των αιθουσών του Ηρακλείου; Ποια η σχέση των αιθουσών στο Ηράκλειο με τις αίθουσες στην υπόλοιπη Ελλάδα; 

Το Ηράκλειο ακολούθησε τη γενικότερη τάση ανάπτυξης των αιθουσών στην υπόλοιπη Ελλάδα και διεθνώς. Αρχικά δηλαδή οι προβολές πραγματοποιούνταν σε υπαίθριους χώρους, καφενεία και θέατρα, ώσπου άρχισαν να δημιουργούνται οι πρώτες αίθουσες, χειμερινές και θερινές, αφιερωμένες κατά προτεραιότητα, αν όχι αποκλειστικά στις κινηματογραφικές προβολές. Παραδόξως, ο κινηματογράφος φαίνεται να έφτασε στο Ηράκλειο με καθυστέρηση συγκριτικά με την υπόλοιπη Κρήτη και τον ελλαδικό χώρο, καθώς η παλιότερη καταχώριση αναγγελίας προβολών εντοπίζεται μέχρι στιγμής τον Σεπτέμβρη του 1909. Ηδη όμως από τον Μεσοπόλεμο το Ηράκλειο φαίνεται ότι υποδέχτηκε θερμά τον κινηματογράφο, δεδομένου ότι λειτούργησαν τότε δεκατρείς αίθουσες, αν κι όχι ταυτόχρονα. H Κατοχή έφερε το κλείσιμο πολλών αιθουσών και την επίταξη όσων επιβίωσαν. Η άνθιση της αίθουσας ήρθε κατά τη μεταπολεμική εποχή και κορυφώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν η πόλη έφτασε να αριθμεί πάνω από είκοσι κινηματογράφους, χειμερινούς και θερινούς. Έπειτα οι περισσότεροι απ’ αυτούς έκλεισαν όπως παντού λόγω της έλευσης της τηλεόρασης, με πρώτους τους θερινούς, που άνοιγαν πιο ευκαιριακά απ’ ό,τι οι χειμερινοί κι ήταν διασπαρμένοι στις συνοικίες της πόλης. Στα μέσα της δεκαετίας του 2000 εμφανίστηκαν τα multiplex, ενώ την ίδια εποχή η πόλη απέκτησε τον πρώτο της δημοτικό κινηματογράφο, που παραμένει εξαιρετικά δημοφιλής μέχρι σήμερα.

Οι αίθουσες αποτελούν μνημεία του νεότερου πολιτισμού μας και μέρος της κινηματογραφικής μας ιστορίας. Πρόκειται για ζωτικά κομμάτια της ζωής των πόλεων, εμπλουτίζοντάς τις αρχιτεκτονικά, κοινωνικά και πνευματικά. Είναι χώροι όπου κυκλοφορούν ιδέες και βιώνονται συναισθήματα, καλλιεργείται το γούστο και η σκέψη. Οι τοποθεσίες τους, οι ιστορίες που αφορούν την ιδιοκτησία τους, οι ποικίλες χρήσεις τους μας φανερώνουν πτυχές της αστικής ζωής που διαφορετικά θα έμεναν άγνωστες.»

οι κινηματογράφοι του ηρακλείου Η Αστόρια, η μόνη από τις παλιές αίθουσες που επιβιώνει μέχρι σήμερα

οι κινηματογράφοι του ηρακλείου Η πρόσοψη του χειμερινού «Κρόνου» το 1958

Πόσο εύκολο ήταν να βρεθούν στοιχεία για αίθουσες που δεν υπάρχουν πια; Πόσο καλά αρχεία υπάρχουν στην πόλη και στην Κρήτη γενικότερα; Τι ήταν το πιο δύσκολο στη διάρκεια της έρευνας; 

Η κύρια πηγή ήταν το αρχείο εφημερίδων της Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης, η οποία είναι και ο φορέας που έμελλε να εκδώσει το βιβλίο. Από εκεί αντλήθηκαν τα περισσότερα στοιχεία, ενώ η έρευνα εκτάθηκε επίσης στις δημοτικές βιβλιοθήκες του Ρεθύμνου και των Χανίων, στο Ιστορικό Μουσείο Κρήτης και στο Ελληνικό Λογοτεχνικό Αρχείο (Ε.Λ.Ι.Α.) στην Αθήνα. Υπήρξαν βέβαια και αρχεία που δεν ήταν προσβάσιμα ή σε κακή κατάσταση, όπως του τοπικού Εργατικού Κέντρου ή του Εμπορικού Επιμελητηρίου. Εξαιρετικής σημασίας όμως στάθηκαν τα ιδιωτικά αρχεία ανθρώπων που σχετίστηκαν με τις αίθουσες ως ιδιοκτήτες, διευθυντές/ διαχειριστές ή εργαζόμενοι, κι οποίοι εκτός από πληροφορίες παρείχαν και πολύτιμο -συχνά ανέκδοτο ως τώρα- φωτογραφικό υλικό.

Τι έμαθες για την πόλη σου που δεν γνώριζες μέσα από την έρευνα για το βιβλίο;

Συνολικότερα, άλλαξε ριζικά η εικόνα μου για το Ηράκλειο με πολλούς τρόπους. Ανακαλύπτοντας πολυάριθμες τοποθεσίες κι αίθουσες που δε γνώριζα προηγουμένως. Μέσα από την επιχειρηματική δράση των αιθουσαρχών, που προέρχονταν από άλλους επαγγελματικούς κλάδους και συχνά τα σχέδιά τους δε σταματούσαν στις αίθουσες. Μέσα επίσης από τη σχέση των αιθουσών με τα μνημεία (π.χ. όπως το μεσαιωνικό και το ενετικό τείχος ή οι ενετικοί ναοί) πάνω ή μέσα στα οποία στεγάστηκαν, προέκυψε μια πολύ διαφορετική εικόνα της πόλης σε σχέση με την ιστορία και τον δημόσιο χώρο της.

Από προσωπική σου εμπειρία αλλά και μέσα από την έρευνα που έκανες για το βιβλίο, τι διαδρομή ακολούθησε η έννοια της κινηματογραφικής διασκέδασης στο Ηράκλειο μέσα στις δεκαετίες;

Οπως κι αλλού, έτσι κι εδώ ο κινηματογράφος υπήρξε η μαζικότερη μορφή διασκέδασης για πολλές δεκαετίες, μέχρι την έλευση των διαφόρων μορφών οικιακής οπτικοακουστικής ψυχαγωγίας. Αισθάνομαι τυχερός που πρόλαβα αυτή την εποχή, παρότι όχι στην κορύφωση, αλλά τουλάχιστον στο σβήσιμό της, κατά τις δεκαετίες του 1980 και 1990.

Το βιβλίο έρχεται σε μια εποχή που η συζήτηση για τις κινηματογραφικές αίθουσες και το μέλλον τους είναι πιο επίκαιρη από ποτέ. Ποια είναι η δική σου θέση στο (ψευδό) δίλημμα αίθουσες vs. πλατφόρμες;

Οι πλατφόρμες είναι ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο επειδή διευκολύνουν την πρόσβαση στις ταινίες αφού έχουν φύγει από τις αίθουσες, πολύ πιο σύντομα απ’ όταν παλιότερα περιμέναμε μήνες για να κυκλοφορήσουν σε VHS ή DVD, αλλά και σε ταινίες που δε φτάνουν στις αίθουσες της επαρχίας ή δε βρίσκουν καν διανομή. Παρόλαυτά, δε θα μπορέσουν ποτέ ν’ αντικαταστήσουν την εμπειρία της αίθουσας, που με τη συσκότιση, τη μεγάλη οθόνη, και τον περιφερειακό ήχο μετατρέπει την ταινία από θέαμα σε βίωμα, ενώ ταυτόχρονα την καθιστά ένα κοινωνικό γεγονός στην καθημερινότητα του θεατή, αντί απλώς ένα οπτικό ερέθισμα ευάλωτο στην παραμικρή διάσπαση της προσοχής.

Πόσο σημαντικό είναι να κρατάμε την ιστορία των κινηματογραφικών αιθουσών ζωντανή;

Είναι πολύ σημαντικό, επειδή οι αίθουσες αποτελούν μνημεία του νεότερου πολιτισμού μας και μέρος της κινηματογραφικής μας ιστορίας. Πρόκειται για ζωτικά κομμάτια της ζωής των πόλεων, εμπλουτίζοντάς τις αρχιτεκτονικά, κοινωνικά και πνευματικά. Είναι χώροι όπου κυκλοφορούν ιδέες και βιώνονται συναισθήματα, καλλιεργείται το γούστο και η σκέψη. Οι τοποθεσίες τους, οι ιστορίες που αφορούν την ιδιοκτησία τους, οι ποικίλες χρήσεις τους μας φανερώνουν πτυχές της αστικής ζωής που διαφορετικά θα έμεναν άγνωστες.

Οπως κι αλλού, έτσι και στο Ηράκλειο ο κινηματογράφος υπήρξε η μαζικότερη μορφή διασκέδασης για πολλές δεκαετίες, μέχρι την έλευση των διαφόρων μορφών οικιακής οπτικοακουστικής ψυχαγωγίας. Αισθάνομαι τυχερός που πρόλαβα αυτή την εποχή, παρότι όχι στην κορύφωση, αλλά τουλάχιστον στο σβήσιμό της, κατά τις δεκαετίες του 1980 και 1990.»

οι κινηματογράφοι του ηρακλείου O Απόλλων στην οδό Δικαιοσύνης

οι κινηματογράφοι του ηρακλείου Η Ηλέκτρα στην πλατεία Ελευθερίας

Τι έμαθες για τις κινηματογραφικές αίθουσες που δεν γνώριζες μέσα από την έρευνα για το βιβλίο;

Αντιλήφθηκα την ακριβή έκταση της δημοφιλίας τους ως χώρων διασκέδασης, καθώς επίσης την περίπλοκη ιδιοκτησιακή ιστορία πολλών απ’ αυτές.

Ποιο ήταν το σινεμά της εφηβείας σου, ποιο ήταν αυτό με το οποίο συνέδεσες τις πιο ακριβές σου μνήμες από την πόλη του Ηρακλείου;

Δεν είναι μόνο μία αίθουσα που υπερτερεί των υπολοίπων, αλλά και οι τέσσερις χειμερινές που λειτουργούσαν στην εφηβεία μου έχουν συνδεθεί μέσα μου με τις πιο ζεστές πρώιμες κινηματογραφικές αναμνήσεις και μου έμαθαν ν’ αγαπάω τον κινηματογράφο, ανεξάρτητα από το είδος του. Στην «Αστόρια» τα πρώτα μου μπλοκμπάστερ (Ιντιάνα Τζόουνς, «Batman» του Τιμ Μπάρτον, Τζέιμς Μποντ των Μουρ και Ντάλτον), ανεξέλεγκτα γέλια μόνος μου στην αχανή αίθουσα με τον Τζιμ Κάρεϊ στο «Ace Ventura» και κλάμα στο «Τελευταία έξοδος: Ρίτα Χέιγουορθ». Στον «Κρόνο» η αναβίωση του Μποντ από τον Πιρς Μπρόσναν στο «Goldeneye». Στο «Studio» ο δειλός μπάτλερ του Αντονι Χόπκινς στα «Απομεινάρια μιας Μέρας», η αγωνία του «Speed», η μελαγχολία του Κισλόφσκι, και στον «Βιτσέντζο Κορνάρο» το ευχάριστο σοκ του «Pulp Fiction».

οι κινηματογράφοι του ηρακλείου

Tο βιβλίο «Οι κινηματογράφοι του Ηρακλείου: Καταγραφή των κινηματογραφικών αιθουσών στο Ηράκλειο Κρήτης από το 1909 ως το 2022» διατίθεται από το βιβλιοπωλείο της Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης (Μέγαρο Αχτάρικα, Πλατεία Ελευθερίου Βενιζέλου, Ηράκλειο) και τα τοπικά βιβλιοπωλεία του Ηρακλείου, καθώς επίσης με ηλεκτρονική παραγγελία από το e-shop της Βικελαίας.