Συνέντευξη

Μπερτράν Ταβερνιέ: «Εκανα μια ταινία για την επανάσταση»

στα 10

Ο Γάλλος σκηνοθέτης που συγκεντρώνει στο πρόσωπό του μισό αιώνα ευρωπαϊκού πολιτισμού, μιλά στο Flix, με αφορμή την πρόσφατη ταινία του, «Η Πριγκίπισσα του Μονπενσιέ».

Μπερτράν Ταβερνιέ: «Εκανα μια ταινία για την επανάσταση»

Είναι εβδομήντα ετών, ξεκίνησε ν’ ασχολείται με το σινεμά γράφοντας για τα «Cahiers du Cinema» και το «Positif» και δούλεψε ως βοηθός του Ζαν-Πιερ Μελβίλ. Με τις δικές του, περίπου τριάντα, ταινίες, σαν το «Autour de Minuit», ή το «Life and Nothing But», αφήνει τη σφραγίδα του στον ευρωπαϊκό κινηματογράφο της πολιτικής συνείδησης και της λατρείας του πνεύματος. Κι όμως, βλέποντας σινεμά, αισθάνεται ακόμα παιδί…

Με ποιον τρόπο μπορεί μια ταινία εποχής να γίνει σύγχρονη;Αυτό εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο χειρίζεσαι το αντικείμενό σου, ή πώς προσεγγίζεις το θέμα σου. Μια ερωτική ιστορία έχει αντιστοιχία σε κάθε εποχή. Οφείλεις, όμως, να σεβαστείς το περιβάλλον και τον πολιτισμό της εποχής που περιγράφεις κι εκεί να βρεις σύγχρονα στοιχεία και νοήματα. Από τον τρόπο που θα σκηνοθετήσεις κι απ’την επιλογή των ηθοποιών εξαρτάται αν θα κάνεις το κοινό να ταυτιστεί με την ταινία εποχής.

Στην «Πριγκίπισα του Μονπενσιέ», η κεντρική ηρωίδα είναι η Μαρί, αλλά το βάρος της ταινίας μοιάζει να πέφτει στον Κόμη Σαμπάν. Αυτός ήταν ο στόχος σας;Είναι και οι δύο στο επίκεντρο. Εκείνη συγκεντρώνει τη μεγαλύτερη συναισθηματική ένταση, την εξωστρέφεια, το πάθος. Ο Σαμπάν φέρνει στην εξίσωση το πλαίσιο, την εμπειρία, τη γνώση, αλλά και τον κυνισμό. Μαζί εκφράζουν την ελπίδα ότι μπορείς να επιτεθείς στη μισαλλοδοξία, να βρεις την ειρήνη και την αγάπη, όποια κι αν είναι η ηλικία σου ή οι καταβολές σου. Οι δυο τους είναι αντίθετες δυνάμεις που εξισορροπούν η μια την άλλη και, ταυτόχρονα, ο καθένας κάνει το χαρακτήρα του άλλου πιστευτό.

Ποιες ήταν οι διαφορές στη σκηνοθεσία των σκηνών πλήθους, μάχης και των προσωπικών σκηνών εσωτερικών χώρων;Ηταν και τα δύο δύσκολα. Σε μια σκηνή οικειότητας λίγων προσώπων, πρέπει να βρεις το στοιχείο του συναισθήματος. Για μένα η δυσκολότερη ταινία που έγινε ποτέ, από την πλευρά του σκηνοθέτη, είναι η «Περσόνα» του Ινγκμαρ Μπέργκμαν. Σε μια προσωπική σκηνή δεν έχεις να βασιστείς σε τίποτα, πρέπει μόνο να βρεις το σωστό τόνο. Οι σκηνές μάχης, αντίθετα, είναι σωματικά εξαντλητικές. Μπορείς βέβαια να χρησιμοποιήσεις ειδικά εφέ, μεγάλο μέρος της δουλειάς γίνεται στο εργαστήριο. Εμείς, όμως, τις γυρίσαμε μονοκάμερες, μέσα σε δυο μέρες, σε ένα μόνο σκηνικό, κυρίως με μακρινά πλάνα. Κάποιος μου είπε ότι οι σκηνές μάχης της «Πριγκίπισας του Μονπενσιέ» του θυμίζουν τις «Καμπάνες του Μεσονυχτίου» του Ορσον Γουελς κι αυτό είναι, νομίζω, το μεγαλύτερο κομπλιμέντο που μου έχουν κάνει ποτέ.

Η «Πριγκίπισα του Μονπενσιέ» περιγράφει διαφόρων ειδών σχέσεις υποταγής. Είναι ο τρόπος σας να μιλήσετε για την ανεξαρτησία;Είναι μια ταινία για την επανάσταση! Θα μπορούσε ν’ αναφέρεται σ’ένα νέο αγόρι ή κορίτσι 15 χρόνων που ζει στην Ινδία, ή στα βάθη της Τουρκίας, ή είναι Μορμόνος κι έχει ν’ αντιμετωπίσει μια μοίρα που δεν έχει επιλέξει. Πρέπει να μάθει να επιβιώνει, διατηρώντας την υπερηφάνεια και την ελευθερία του. Πρέπει ν’ αποκτήσει γνώση, γιατί ο πολιτισμός και η καλλιέργεια είναι όπλα. Οι κοπέλες στο Αφγανιστάν περπατούν κάθε μέρα 20 χιλιόμετρα για να πάνε σχολείο και το κάνουν γιατί ξέρουν ότι αυτό θα τις βοηθήσει να πολεμήσουν στη ζωή. Αυτήν την επιθυμία τη βρίσκω πολύ συγκινητική, του ανθρώπου που δεν παραδίνεται.

Τι σας έκανε να επιλέξετε τη Μελανί Τιερί για πρωταγωνίστριά σας;Είναι απλό: τη λατρεύω. Δουλεύει πολύ σκληρά κι έχει εξαιρετικό αυτό. Η χήρα του Φιλίπ Νουαρέ μου είπε ότι η Μελανί είναι «ένα Στραντιβάριους». Ο,τι της ζητήσεις, μπορεί αμέσως να σου το δώσει: μπορεί να γίνει από αισθησιακή, παιχνιδιάρα και αθώα, μέσα στην ίδια λήψη.

Ξεκινήσατε την καριέρα σας γράφοντας στα «Cahiers du Cinema» και στο «Positif». Θεωρείτε ότι η κριτική κινηματογράφου έχει αλλάξει;Εγώ ξεκίνησα να γράφω απλώς επειδή έπρεπε να κάνω κάποια δουλειά για να βγάζω λίγα χρήματα. Ναι, θεωρώ ότι η κριτική κινηματογράφου έχει αλλάξει, και για καλό και για κακό. Ο χώρος έχει συρρικνωθεί. Παλιά έγραφαν δυο σελίδες για μια ταινία, άνθρωποι που ήταν καταπληκτικοί συγγραφείς. Τώρα γράφουν για το σινεμά ακόμα κι άνθρωποι που δεν έχουν την παραμικρή ιδέα. Αλλά έχει αλλάξει και η δημοσιογραφία γενικά. Βλέπεις μικροκάψουλες αντί για άρθρα. Αστεράκια αντί για ανάλυση. Τους παίρνει δύο δευτερόλεπτα να γράψουν για μια ταινία κι εσένα άλλα δύο για να τους διαβάσεις. Οταν, παλαιότερα, διάβαζα ένα ωραίο κείμενο κριτικής μου προκαλούσε την επιθυμία να δω την ταινία. Αυτό τώρα συμβαίνει σπάνια. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν σήμερα καταπληκτικά βιβλία για τον κινηματογράφο, που παλιότερα τα έψαχνες.

Εχει αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο βλέπετε ταινίες εσείς ο ίδιος;Καθόλου, νομίζω. Εξακολουθώ να έχω το ίδιο πάθος. Θέλω να βιώσω την έκπληξη, να διασκεδάσω ή να συγκινηθώ από μια ταινία. Ελπίζω ότι είμαι, ακόμα, πολύ νέος σ’ αυτόν τον τομέα. Σαν παιδί, θέλω να βλέπω πράγματα που με κατακλύζουν.

Προς ποια κατεύθυνση πιστεύετε ότι κινούνται οι νέοι Γάλλοι, ή Ευρωπαίοι, σκηνοθέτες;Οι Ευρωπαίοι σκηνοθέτες είχαν και έχουν μια εξαιρετική ιδιότητα: κάνουν ταινίες που εκφράζουν την αμφιβολία. Οι Αμερικανοί είναι σίγουροι για τους εαυτούς τους. Ο ήρωάς τους έχει όλες τις απαντήσεις. Είναι η λεγόμενη «αρχή της επίλυσης». Αυτό δεν ισχύει για τους Ευρωπαίους, για τον Μπέργκμαν, για τον Λόουτς, για τον Ρενουάρ, τον Οφίλς, αλλά ούτε και για τους νεότερους. Οι δικές τους ταινίες δραματοποιούν τις ερωτήσεις, την αμφιβολία. Ο αμερικανικός κινηματογράφος απαντάει σε όλα και, όσο γενικότερο είναι το ερώτημα, τόσο γενικότερη και η απάντηση. Ενώ άνθρωποι σαν τον Φελίνι, τον Ρενουάρ, τον Αγγλόπουλο ακόμα, θέτουν το ερώτημα κι διαμορφώνει τον τρόπο σκέψης μας.