Το «Μέχρι τη Θάλασσα» ακολουθεί ασθενείς που νοσηλεύονται, μετά από σοβαρά ατυχήματα, στην κλινική Φυσικής Αποκατάστασης του ΚΑΤ, προσπαθούν να σταθούν ξανά στα πόδια τους ή έστω να επανακτήσουν την αυτονομία τους. Ακολουθώντας την αγωνιώδη πάλη τους, η ταινία ερευνά ένα από τα βασικά διλήμματα της ανθρώπινης ύπαρξης: Ελπίδα ή Αποδοχή; Ο Μάρκος Γκαστίν καταγράφει αυτή τη διαδρομή με διακριτικότητα αλλά και βαθύ ενδιαφέρον για τους ήρωές του και την κατάστασή τους και μας κάνει συνοδοιπόρους τους σε μια ταινία που δεν μπορεί παρά να σε συγκινήσει και να σε κάνει να θελήσεις να μάθεις περισσότερα για την δημιουργία της. Ο Μάρκος Γκαστίν έχει τις απαντήσεις.
Το «Μέχρι τη Θάλασσα» προβάλλεται στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος στις 21-22 Δεκεμβρίου και στις 12 & 19 Ιανουαρίου, σε καθολικά προσβάσιμες προβολές. Διαβάστε εδώ την κριτική της ταινίας
Γιατί διαλέξατε το ΚΑΤ και τους ανθρώπους που νοσηλεύονται εκεί για να γυρίσετε αυτό το ντοκιμαντέρ; Πριν από 30 χρόνια νοσηλεύτηκα ο ίδιος για μερικές εβδομάδες σε ένα θάλαμο του ΚΑΤ, με την απειλή να μείνω κι εγώ ανάπηρος. Ήταν μια συναρπαστική και πολύ διδακτική εμπειρία για μένα, τολμώ να πω μια μύηση. Όλα αυτά τα 30 χρόνια σκέφτομαι να μοιραστώ αυτή την εμπειρία με το κοινό κάνοντας μια ταινία σε ένα θάλαμο του ΚΑΤ. Στην αρχή έλεγα μια ταινία με υπόθεση. Τα τελευταία 20 χρόνια, ένα ντοκιμαντέρ, μιας που ασχολήθηκα σε αυτό το διάστημα με αυτήν την καθαυτή τέχνη της πραγματικότητας. Είτε φιξιόν, είτε ντοκιμαντέρ, για 30 χρόνια είχα στο νου έναν τίτλο: ΚΑΤ PEOPLE ! Άλλαξε στη διάρκεια του γυρίσματος. Έμεινε όμως το ΚΑΤ.
Πόσο εύκολο ήταν να αποκτήσετε πρόσβαση τόσο από τη διοίκηση του νοσοκομείου όσο κι από τους ασθενείς; Το να δεχτούν να είστε παρών σε μερικές από τις πιο προσωπικές και ευάλωτες στιγμές τους;
Όταν πήρα επιτέλους την απόφαση να γυρίσω την ταινία, έχοντας ήδη ασφαλίσει την υποστήριξη του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου και της ΕΡΤ, το εγχείρημα αποδείχτηκε πολύ πιο δύσκολο από τι νόμιζα. Τα εμπόδια δεν ήρθαν από τη διοίκηση του ΚΑΤ που, θα ήθελα να το τονίσω, ανταποκρίθηκε θετικά στο αίτημά μου, αλλά από την ίδια την πραγματικότητα που είχε αλλάξει από τότε, λόγω εξέλιξης της ιατρικής. Ήθελα να γυρίσω όλη την ταινία σε ένα θάλαμο ορθοπεδικής κλινικής όπου, όπως και εγώ πριν από 30 χρονιά, οι ασθενείς θα μένανε για εβδομάδες. Μ’ ενδιέφερε να κάνω το πορτρέτο της μικρής κοινωνίας που δημιουργείται ανάμεσα των ασθενών -και βέβαια των συγγενών και θεραπευτές τους- στη διάρκεια της μακροχρόνης νοσηλείας τους. Τα πράγματα όμως είχαν αλλάξει. Λόγω της εξέλιξης της ιατρικής, οι περισσότεροι ασθενείς ορθοπεδικών κλινικών δεν νοσηλεύονται πια για καιρό, εγχειρίζονται αμέσως και γυρίζουν γρήγορα στα σπίτια τους. Μετά από ψάξιμο μηνών στις ορθοπεδικές κλινικές του ΚΑΤ και άλλων νοσοκομείων, κατάλαβα ότι η ταινία, τουλάχιστον στη μορφή που την είχα σκεφτεί, δεν γινόταν πια. Ήμουν έτοιμος να παραιτηθώ από τη χρηματοδότηση του ΕΚΚ και της ΕΡΤ όταν, σαν εκ μηχανής θεός, εμφανίστηκε ένα φίλος σεναριογράφος (ο Νίκος Παναγιωτόπουλος) και μου προσέφερε τη λύση: «γιατί δεν ψάχνεις στα κέντρα αποκατάστασης, τα έχω ερευνήσει για τις ανάγκες ενός σεναρίου και είναι ακριβώς αυτό που ψάχνεις;» Έτσι κατέληξα στη ΦΙΑΠ, την Κλινική Φυσικής Ιατρικής και Αποκατάστασης του ΚΑΤ, της οποίας ο τότε διευθυντής, ο κ. Ελευθέριος Μπάκας πείσθηκε αμέσως και μου άνοιξε όλες τις πόρτες της κλινικής του. Ακόμα και αυτές που δεν θα τολμούσα να του ζητήσω να ανοίξει, όπως να κινηματογραφήσω το εβδομαδιαίο συμβούλιο των γιατρών και θεραπευτών ή τις συνεδρίες του ψυχολόγου με τους ασθενείς. Εκείνος μου γνώρισε το προσωπικό και τους ασθενείς της κλινικής του, εκείνος τους έπεισε να πάρουν μέρος στο γύρισμα της ταινίας.
Τι ήταν αυτό που θέλατε να συλλάβετε κάνοντας αυτή την ταινία; Υποθέτω η ερώτηση αφορά συνολικά τον τρόπο που κάνετε ντοκιμαντερ; Εχετε κάποιο «σχέδιο δράσης» κάποιες προσδοκίες ή αφήνετε τα γεγονότα και τους ήρωες να σας οδηγήσουν. Μου αρέσει ο όρος «σχέδιο δράσης». Χρησιμοποιώ συχνά αυτή τη πολεμική αναλογία για να περιγράψω τον τρόπο που αντιλαμβάνομαι τη σκηνοθεσία στο ντοκιμαντέρ. Το ντοκιμαντέρ είναι μια «μάχη», στην οποία ο «εχθρός» (ας πούμε καλύτερα ο «αντίπαλος») είναι η ίδια η πραγματικότητα. Ο ντοκιμαντερίστας, όπως ο στρατηγός, δεν πάει σε αυτή τη μάχη χωρίς σχέδιο, για να πιάσει ότι του έρχεται από μόνο του. Έχει κάποιο στόχο, κάτι που θέλει να πετύχει, κάτι που δεν του προσφέρει η πραγματικότητα από μόνη της. Για να το πετύχει, πρέπει να έχει κι αυτός «σχέδιο μάχης». Όπως ο στρατηγός που τοποθετεί πριν από της μάχη τα στρατεύματα και τα όπλα του σε κάποιο σχήμα, πρέπει ο σκηνοθέτης να αποφασίσει εξ αρχής τι και ποιους σκοπεύει να κινηματογραφήσει και πότε θα το κάνει. Δεν τραβάς ότι να είναι σε 24ώρη βάση! Πρέπει να διαλέξεις, κι αυτό εξαρτάται από τι θέλεις να πετύχεις. Όπως ο στρατηγός -ή ο σκακιστής- όμως, αποφασίζεις μόνο για τις πρώτες κινήσεις σου, δεν μπορείς να προβλέψεις όλες τις αντιδράσεις του «αντιπάλου» σου -και πιστέψετε με η πραγματικότητα είναι φοβερός αντίπαλος, κάνει πάντα ότι θέλει! Πρέπει λοιπόν να προσαρμόζεσαι συνέχεια στα «καπρίτσια» της, αλλιώς χάνεις τη μάχη. Δεν μπορείς εκ των προτέρων να γράψεις το σενάριο μια μάχης, ούτε το σενάριο ενός ντοκιμαντέρ. Το πραγματικό σενάριο γράφεται μετά. Δεν πάει να πει όμως, ότι δεν γράφεις τίποτα πριν τα γυρίσματα ενός ντοκιμαντέρ. Προσωπικά γράφω συνέχεια, πριν και κατά τη διάρκεια του γυρίσματος, στο στάδιο του μοντάζ. Γράφω για να ανακαλύψω το πραγματικό «θέμα» της ταινίας, το «πυρήνα» της. Άμα καταφέρω το βρω, αυτός θα είναι ο γνώμονας μου, μέσα στη τρικυμίες της πραγματικότητας.Στη συγκεκριμένη περίπτωση το «σχέδιο δράσης» ήταν ξεκάθαρο από την αρχή, το είχα γράψει πριν από το γύρισμα: «Θα παρακολουθήσουμε την πολύμηνη μάχη 4-5 νέων ασθενών που, μετά από σοβαρό ατύχημα, αγωνίζονται για να σταθούν ξανά στα πόδια τους ή έστω να επανακτήσουν την αυτονομία τους». Στη διάρκεια του γυρίσματος έπρεπε όμως να προσαρμοστώ στα «καπρίτσια» της πραγματικότητας, η πορεία και οι αντιδράσεις του καθενός ήταν απρόβλεπτες. Είχα όμως ένα γνώμονα, είχα βρει γρήγορα -αντίθετα με άλλες ταινίες που είχα κάνει- ποιο ήταν ο πυρήνας της ταινίας, το πραγματικό θέμα της: η, συχνά ανταγωνιστική, σχέση ανάμεσα της ελπίδας και της αποδοχής. Ένα από τα βασικά διλήμματα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Δίχως ποτέ να είναι μελοδραματικό το ντοκιμαντέρ σας είναι βαθιά συγκινητικό. Πως διαχειρίζεστε ως σκηνοθέτης στιγμές που είναι λογικό να σας επηρεάζουν ως άνθρωπο; Μελοδραματικό είναι το βλέμμα μας, δεν είναι ποτέ η ίδια η πραγματικότητα. Είναι αλήθεια όμως ότι η συγκεκριμένη πραγματικότητα μας συγκίνησε βαθιά, τους συνεργάτες μου κι εμένα. Το να βλέπεις ένας νεαρός να χάνει για πάντα τη χρήση των μελών του και να αγωνίζεται με ότι του έχει μείνει για να αποκτήσει ξανά την αυτονομία του, είναι θέαμα που σου δημιουργεί πολύ δυνατά συναισθήματα. Δεν προσπάθησα, με το τρόπο που κινηματογραφήσαμε, ούτε να τα αποφύγω ούτε να τα παρατονίζω. Προσπάθησα απλώς να κρατήσω τη σωστή απόσταση: πολύ κοντά στους χαρακτήρες, αλλά ποτέ αδιάκριτος. Ελπίζω να το έχω καταφέρει, είναι εύκολο να το πεις, πολύ πιο δύσκολο όμως να το πετύχεις. Η μόνη λύση είναι να ακολουθήσεις την πορεία των δικών σου συναισθημάτων που σου προκαλούν οι άνθρωποι τους οποίους κινηματογραφείς και βιώνεις στη διάρκεια των γυρισμάτων. Στην αρχή μπορείς να φρικάρεις, να λυπάσαι. Μετά όμως τους γνωρίζεις, τους συμπαθείς (με την ετυμολογική έννοια της λέξης), ταυτίζεσαι μαζί τους, σε συγκινούν αλλά δεν τους βλέπεις πια σαν διαφορετικοί από σένα. Θα μπορούσε να είσαι εσύ στη θέση τους. Αυτό προσπάθησα να κάνω, να βάλω τον θεατή στη θέση τους.
Το φιλμ καταλήγει να είναι πολιτικό (στον τρόπο που η κοινωνία, αλλά ακόμη κι ο καθένας μας, ακόμη κι οι ασθενείς αντιμετωπίσουν την αναπηρία, στο πόσο μη «φιλικές» είναι οι δομές, οι δρόμοι, τα κτήρια) αλλά ποτέ με τρόπο καταγγελτικό. Πόσο εύκολο είναι να βρεθεί αυτή η ισορροπία;Πιστεύω στη νοημοσύνη του θεατή. Στις μέρες μας τον βομβαρδίζουν με καταγγελίες, απόψεις και πληροφορίες. Όλοι έχουν κάποιο μήνυμα να στείλουν στα άπειρα μέσα επικοινωνίας που έχουμε στη διάθεσή μας. Ο θεατής δεν πιστεύει πια κανέναν. Δεν θέλω να προσθέσω άλλες απόψεις, άλλα μηνύματα. Για να παραφράσω τον Frederick Wiseman, τον μεγάλο αμερικάνο ντοκιμαντέριστα, «αν θέλω να στείλω κάποιο μήνυμα, δεν κάνω ταινία, γράφω SMS». Δεν θέλω να αποδείξω τίποτα. Πιστεύω ότι είναι πολύ πιο σημαντικό να δείξω, ίσως να αποκαλύψω. Αυτά που είναι μπροστά μας, δίπλα μας, αυτά που δεν βλέπουμε γιατί είναι κρυμμένα από το πέπλο της συνήθειας, αυτά που είναι θαμμένα κάτω από το βουνό των «μηνυμάτων». Αυτή είναι η στάση μου, αυτή είναι για μένα η ουσιαστική δουλειά του ντοκιμαντερίστα. Έτσι μπορεί να ανοίξει τα μάτια των άλλων, ίσως να αλλάξει, έστω και λίγο, τον κόσμο. Η ισορροπία βέβαια, ανάμεσα στην φλυαρία και την κούφια παρατήρηση είναι δύσκολη υπόθεση.
Λίγο πριν το τέλος του φιλμ, πριν ένας από τους ασθενείς φύγει από το ΚΑΤ ένας από τους γιατρούς τον ρωτά τι θα κρατήσει από την εμπειρία του εκεί. Σε μια αντίστοιχη εξομολόγηση, εσείς τι κρατάτε από τα γυρίσματα αυτής της ταινίας; Πρώτα από όλα πολλές έντονες στιγμές. Όπως όταν ήρθε ένας αναίσθητός νεαρός τραυματίας του οποίου οι γονείς μόλις είχαν μάθει ότι θα έμεινε τετραπληγικός για την υπόλοιπη ζωή του. Ή όταν, στη διάρκεια μιας συνεδρίασης που κινηματογραφούσαμε, ένας ασθενής που είχε μια εγκεφαλική βλάβη και δεν φαινόταν να επικοινωνεί πολύ με τον εξωτερικό κόσμο, απάντησε χαμηλόφωνα στο ψυχολόγο που τον ρώτησε πώς αισθάνεται: «Χαζός». Ή όταν ένας τετραπληγικός επέμενε ότι θα γίνει θαύμα και θα περπατήσει, ενώ οι γιατροί προσπαθούσαν να το πείσουν του αντίθετου. Υπήρξαν αμέτρητες στιγμές που θα μου μείνουν για πάντα. Αλλά αυτό που θα μου μείνει το πιο πολύ είναι η στάση του Γρηγόρη, του τετραπληγικού πρωταγωνιστή της ταινίας, του οποίου η ζωή πήρε μια εντελώς άλλη τροπή μετά από ένα «χαζό» ατύχημα, μια βουτιά σε μια πολύ γνωστή του παραλία. Αποδέχεται πλήρως την νέα πραγματικότητα του, αλλά «έχει πιάσει τη ζωή από τα μαλλιά» και κάνει λαμπρά όνειρα για το μέλλον. Αποδοχή της πραγματικότητας, ακόμα και δυσχερή, αλλά ελπίδα για μια καλύτερη ζωή. Είναι, πιστεύω, μάθημα για όλους μας. Ίσως το ηθικό δίδαγμα της ταινίας.
Το «Μέχρι τη Θάλασσα» προβάλλεται στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος στις 21-22 Δεκεμβρίου και στις 12 & 19 Ιανουαρίου, σε καθολικά προσβάσιμες προβολές.