Τη Δευτέρα 8 Μαΐου στην προτελευταία «Χαμένη Λεωφόρο του Ελληνικού Σινεμά» για αυτή τη σεζόν - αφού όχι μόνο ελπίζουμε αλλά είμαστε σίγουροι πως οι διαδρομές της θα συνεχιστούν και μετά το καλοκαίρι - προβάλλονται τρεις ταινίες υπό το γενικό τίτλο «Οι Αντρες που Εβλεπαν τα Ονειρα».
Οι τρείς ταινίες είναι το «Η Γυναίκα που Εβλεπε τα Ονειρα» του Νίκου Παναγιωτόπουλου του 1988, το «Ταξείδι του Μέλιτος» του Γιώργου Πανουσόπουλου από το 1979 και το «Ο Ερωτας του Οδυσσέα» του Βασίλη Βαφέα του 1984.
Δείτε εδώ αναλυτικά το πρόγραμμα των προβολών και λεπτομέρειες για την κάθε ταινία ξεχωριστά
Με αφορμή αυτές τις τρεις ταινίες, ο παραγωγός Γιώργος Τσούργιαννης («Κυνόδοντας», «Νορβηγία», «Luton», ανάμεσα σε άλλα) γράφει αυτό που ακολουθεί. Σαν μια ιστορία που ξεκινά και τελειώνει με τα όνειρα.
«Σου μένει πολύς καιρός παιδί μου, όταν φύγει ο έρωτας από τη ζωή σου. Πολύς καιρός.» / Το Ταξείδι του Μέλιτος
Ο Λέοντας Σαχίνης, μοιάζει κάπως κουρασμένος από την νερουλή κομπόστα, τις φρυγανιές με το βούτυρο που κολλάει στις μασέλες, το άνοστο γιαουρτάκι, τις μύγες του Καϊάφα και τα κουνούπια που φαίνεται δεν τα πιάνει το φιδάκι. Δεν αντέχει άλλο το small talk της μεσοαστικής τάξης, τους διαλόγους που έχουν ακουστεί δεκάδες φορές και δεν αρκεί καμιά νέα αναδιάταξη στα μέρη τους για να παράγουν κάτι φρέσκο, κάτι που να έχει ένα κάποιο νόημα. Τον εκνευρίζουν και οι νουθεσίες της γλυκιάς σαν ζάχαρη κυρίας Σαχίνη (πιο γλυκιά από την κυρία Σαχίνη της Αλέκας Παΐζη δε πάει). Πολύ.
Θα κάνει λοιπόν ένα δεύτερο ταξίδι του μέλιτος.
Η επαναστατική του δράση ξεκινάει, με ένα κλότσημα ποτηριού, με ένα “δεν διψάμε”. Η αντίδραση μάλλον στη λέξη “καθήκον” που ακούγεται από την ήδη θορυβημένη κυρία Ευθυμίου, που σπεύδει να φροντίσει τάχα τον άνδρα της. Στην ουσία όμως να τον ευνουχίσει, να τον καταστείλει καθώς τον βλέπει να ξεστρατίζει εξηγώντας στα φιλαράκια ποιος ήταν πραγματικά ο Καζανόβας. Το ιστορικό πρόσωπο. Για τον Λέοντα αυτή η λέξη μοιάζει να συμπυκνώνει ότι τον ενοχλεί. Όλα αυτά στα οποία νιώθει ότι πρέπει να ανταποκριθεί, αυτά που περιμένουν οι άλλοι από αυτόν, πως να αποκρίνεται όταν τον ρωτάνε, να λέει καλά ευχαριστώ, να σπουδάσει και να παντρέψει την κόρη του και πως να σχετίζεται σαν σύντροφος, σαν σύζυγος. Όλη τη βία της σύμβασης. Αλλά κυρίως μοιάζει να συμπυκνώνει όλες αυτές τις εν δυνάμει ζωές που δεν πρόλαβε να ζήσει και δεν μπορεί ακόμη να ζήσει. Είναι και ο θάνατος που είναι πιο κοντά από ποτέ. Στο δίπλα δωμάτιο.
Ο Γιώργος Πανουσόπουλος σε ένα από τα πιο γοητευτικά ντεμπούτα του ελληνικού κινηματογράφου σκηνοθετεί έναν τεράστιο Ξενίδη και μια στρατιά από παλαίμαχους ηθοποιούς και κομπάρσους του θεάτρου, απόστρατους του πάλαι ποτέ αθηναϊκού Χόλιγουντ και της ζωής, με τρυφερότητα αλλά και χωρίς διάθεση για γλυκερό ξέβγαλμα και φωτογραφίζει μαζί με τον Ανδρέα Μπέλλη μέσα από κυρίως ακίνητα πλάνα την soft ομορφιά του ελληνικού καλοκαιριού και την ύποπτη ακινησία του. Την ομορφιά των λουτρών αλλά και τη θανατερή σαπίλα τους. Την σαν κρούστα γέρικη σάρκα η όποια όπως όπως συγκρατεί την βίαιη λάβα της επιθυμίας και την εκκωφαντική ησυχία της.
Σκηνοθετεί το τελευταίο όνειρο μιας γενιάς που φεύγει ανεπιστρεπτί, αφήνοντας πίσω κατοχή, εμφύλιο, χούντα και βασιλιά, μιας γενιάς που υποδύεται μια αστική τάξη που αν υπήρξε ποτέ, υπήρξε σαν όνειρο.
Αυτά που έχουν ακόμη να περιμένουν οι άνθρωποι του “Ταξιδιού” στην ηλικία τους είναι πολύ λίγα. Τις άχαρες ιστορίες τους συνηθίζουμε να τις λέμε σπάνια και ακόμη σπανιότερα να τις βλέπουμε στο σινεμά. Ιστορίες για όταν “αυτά που χρειάζεται ο άνθρωπος είναι πολύ λίγα και λείπουν όλα”. Όταν οι ματαιώσεις έχουν γείρει οριστικά και αμετάκλητα τη ζυγαριά προς το μέρος τους, αφήνοντας την όποια υπόσχεση για κάτι άλλο μόνη της ψηλά.
Το καθήκον πνίγει στη θάλασσα ο Λέοντας με τα δύο του χέρια σε μια αξέχαστη σκηνή και αυτή του η πράξη είναι ικανή να ξεκινήσει την επανάσταση. Το παράλογο έχει αναλάβει τα ηνία και έχει αποκαταστήσει την αταξία όπως όφειλε. Η κάμερα αρχίζει να κινείται. Γριές μαλώνουν σαν μικρές αδελφές, ερωτοτροπούν και ξεκαρδίζονται στις βάρκες, γεροντάκια σαν έφηβοι παίζουν μπάλα στην αμμουδιά και τσακώνονται, παίζουν τα ρέστα τους δίπλα στο νεκροκρέβατο σε στημένο κόλπο αλλά ακόμη και τότε δεν είναι σίγουροι ότι θα κερδίσουν.
Στο τέλος της ταινίας ο Λέοντας περιμένοντας το φεριμπότ της επιστροφής χαμογελάει στην Ζαχαρούλα και τη φιλάει τρυφερά στο κεφάλι. Έστω και μέσα στο μυαλό του διεκδίκησε την χαρά της εξερεύνησης στο δάσος απέναντι, την αξιοπρέπεια απέναντι στον φόβο και ταπείνωση του θανάτου, την επιθυμία με όλη τη βία της και το όνειρο ως ιδιωτικό χώρο ελευθερίας. Ή τουλάχιστον το δικαίωμα σε αυτά.
Δεν υπάρχει χρόνος εξάλλου και για κάτι άλλο. Ύψωσε ντροπαλά αλλά με σαφήνεια το μεσαίο του δάκτυλο σε αυτό που είδε τόσο ξεκάθαρα. Ένας αναγκαίος συμβιβασμός. Που όμως μάλλον του είναι αρκετός.
«Φύγε, θα σε σκοτώσει!» / Ο Ερωτας του Οδυσσέα
Για τον Οδυσσέα του Βασίλη Βαφέα ωστόσο ίσως υπάρχει λίγος ακόμη χρόνος.
Μπορεί ο Οδυσσέας να στερείται της ενημερότητας του Λέοντα αλλά αντίθετα από αυτόν μπορεί να επιλέξει την μετωπική σύγκρουση με το δικό του “καθήκον”. Τη βαρετή δουλειά στο λογιστήριο, την ίδια διαδρομή κάθε μέρα στο εργοστάσιο, τα άνοστα αστεία του συνάδελφου, τη γυναίκα και τα δύο παιδιά κάπου θα είναι να κάνουν διακοπές μάλλον και ότι άλλο συμπυκνώνεται στο σαν μάντρα επαναλαμβανόμενο leitmotif “Τι με νοιάζει εμένα”. Αμάξι ένα, παιδιά δύο, γυναίκα μια. Νούμερα που μοιάζει να αρκούν για να περιγράψουν -σαν μέτρα για κουστουμάκι- έναν άνθρωπο. Κάποια νούμερα να δώσουν νόημα σε μια ζωή που φαίνεται να μην το έχει πια.
Ευτυχώς για τον Οδυσσέα τον νοιάζει όμως. Μια όμορφη νεαρή κοπέλα στο διπλανό λεωφορείο και το δροσερό νερό στο πρόσωπο του -μεταξύ άλλων- φαίνεται τον ξυπνούν και τον βάζουν και αυτόν όπως και τον Λέοντα σε μια νέα συνθήκη απρόσμενης ελευθερίας, σε ένα ταξίδι δυνατοτήτων. Τον βάζουν μπροστά από μια σειρά από πόρτες που μπορούν να ανοίξουν και δεν ξέρει τι θα βρει από πίσω.
Ο Βασίλης Βαφέας σκηνοθετεί το απόλυτο ελληνικό (μικροαστικό) όνειρο, όπως το συλλαμβάνει ο δημόσιος υπάλληλος της πρώτης θητείας του ΠΑΣΟΚ, τον Νεοέλληνα τον οποίο δείχνει και να τον αγαπά και να τον χλευάζει ταυτόχρονα.
Μέσα στο όνειρο ένας αγνώριστος Κώστας Βουτσάς, ένας ευγενής μπούφος, κωμικός και τραγικός μαζί, με ξεροκαταπίματα, με μικρά άναρθρα βογκητά και λίγες λέξεις περιηγείται στον Κηφισό, στην Αθήνα, στην Ύδρα, σε αυλές διανοουμένων, σε ερείπια, στα μπουζούκια με πιάτα από γαρίφαλα υπό την φωνή του Στράτου, σε μικρά διαμερίσματα που υπόσχονται όργια, σε ιστιοπλοϊκά και σε καρότσες datsun, κυνηγώντας και αυτός την επιθυμία ή την ιδέα της. Αλλά και αυτός δεν απλώνει το χέρι σε αυτή. Ξέρει ίσως καλύτερα.
Θα προλάβει τελικά το κορίτσι του ονείρου του αφού πρώτα τον σαγηνεύσει το αισθησιακό της τσιφτετέλι. Θα τη βρει σε ένα τσαντίρι. Θα της πει “Δεσποινίς σας αγαπώ, σας αγαπώ βαθύτατα”. Και μετά θα ξυπνήσει.
Για τον Οδυσσέα η επανάσταση είναι ένα μικρό άνοιγμα, μια χαραμάδα στη δυνατότητα. Να φέρεις δύο γλάστρες πιο κοντά στο γραφείο σου στη δουλειά και να μπορείς να τις ονοματίσεις. Να έχεις προτιμήσεις όταν κάνεις οτοστόπ. Να επιτρέψεις στον έρωτα, στην επιθυμία, στην ποίηση να υπάρχουν κάπως σαν υποδοχές, σαν δυνατότητες στη ζωή σου. Να μπορείς να πεις ένα «γιατί όχι;»
Έστω μέσα στο όνειρο του και αυτός, πήρε μια μικρή ιδιότυπη εκδίκηση απέναντι σε αυτό που αντιλαμβάνεται σαν καθήκον. Ιδιωτική. Δεν είναι βέβαια μετωπική σύγκρουση δια της κουτουλιάς στο αφεντικό του. Αλλά ίσως το κάνει αύριο αυτό. Πρόκειται σαφώς για έναν ακόμη συμβιβασμό.
«Σας αρέσει ο Brahms; / Η Γυναίκα Που Εβλεπε τα Ονειρα
Στα περί συμβιβασμού αναλαμβάνει τελικά την περιήγηση ο Νίκος Παναγιωτόπουλος με αδιάκοπα travelling στη σίγουρα πιο φιλοσοφική αλλά με έναν (παράξενο) τρόπο ίσως και την πιο ανάλαφρη και λιγότερο σκοτεινή από τις τρεις ταινία. Σίγουρα όμως την πιο πολιτική. Διαλεκτική στο μεδούλι της.
Αυτός σκηνοθετεί τα όνειρα της γενιάς που καλπάζει με φόρα στα 90’s των νεοφιλελεύθερων, της ΕΕ, του Elle, της φούσκας. Της γενιάς που ίσως αντιστάθηκε λιγότερο από κάθε άλλη.
Η Άννα και ο Αχιλλέας είναι δύο νέοι άνθρωποι, αστοί, όμορφοι, αθάνατοι, παντρεμένοι. Δεν έχουν κάνει παιδιά, δεν κάνουν διακοπές στην ίδια λουτρόπολη τα τελευταία είκοσι χρόνια, δεν παίρνουν το ίδιο λεωφορείο τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια στη δουλειά, το δέρμα τους είναι ακόμη σφιχτό. Ζούνε μέσα σε κτήμα κάπου στην Αττική. Έχουν παγώνια στο κήπο τους, ακριβά παπούτσια. Οι νέοι τους γείτονες είναι Χάρε Κρίσνα. Αυτοί έχουν να περιμένουν πράγματα από τη ζωή και την έχουν όλη μπροστά τους.
Η Άννα βλέπει όνειρα και μετά θέλει να τα διηγείται, όμως ο Αχιλλέας ο σύζυγος, alpha male, επιτυχημένος νομικός αρνείται να την ακολουθήσει. Αδυνατεί να μπει στον κόσμο των ονείρων και των δυνατοτήτων.
Ο Λέοντας και ο Οδυσσέας χρησιμοποιούν τα όνειρα για να θυμηθούν κάτι που είχαν ξεχάσει. Συνδέονται με τα ξεχασμένα τους από την παιδική ηλικία αποθέματα φαντασίας και διεκδικούν το δικαίωμα στην ιδέα της επιθυμίας, στο παιχνίδι, στο πείραμα, το δικαίωμα στο όνειρο και τη δυνατότητα του να ζεις εκεί μέσα και να δημιουργείς κόσμους ειδικά όταν η πραγματικότητα γίνεται δύσκολα μαχητή.
Η Άννα ωστόσο δεν χρειάζεται να ανατρέξει κάπου. Ζει μέσα στα όνειρα. Επιτρέπει στα όνειρα να υπάρχουν στη ζωή της. Και αν και από τους τρεις ονειροπόλους είναι η μόνη που αναλώνεται στην περιγραφή των ονείρων της, είναι και αυτή που τη νοιάζει λιγότερο να τα ερμηνεύσει και να βγάλει συμπεράσματα για αυτά. Αργόσχολη ονειροπαρμένη ή κατά λάθος επαναστάτρια, δεν έχει σημασία. Αυτό που πρωτίστως την ενδιαφέρει είναι να μπορεί να τα επικοινωνεί με κάθε λεπτομέρεια. Η ίδια η πράξη της εξιστόρησης τους είναι που τη συγκινεί. Τα βρίσκει σημαντικά, τα βρίσκει ενδιαφέροντα, είναι δικά της, είναι τα όνειρα που αυτή μπορεί να έχει και θέλει να μπορεί να τα μοιράζεται.
Αλλά ο Αχιλλέας δυστυχώς δεν μιλάει τη γλώσσα. Ίσως όταν πηγαίνει σινεμά ο Αχιλλέας θέλει πάντα να μπορεί να καταλαβαίνει τι θέλει να πει η ταινία, να έχουν αρχή, μέση και ένα τέλος κλειστό οι ταινίες που βλέπει. Να βγαίνει νόημα. Η γυναίκα του κλαίει στο θέατρο, βλέπει όνειρα, θα πρέπει σίγουρα να τη δει κάποιος γιατρός.
Το ζευγάρι και η γαλήνη του απειλείται. Η τάξη απειλείται. Ανάμεσα στο ζευγάρι δεν θα μπει κάποιος εραστής, θα μπούνε τα ίδια τα όνειρα. Το όνειρο γίνεται αντικείμενο ζήλιας και σωστά αφού είναι ιδιωτικά και απροσπέλαστα.
Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος την είχε αποκαλέσει ταινία για ένα ερωτικό τρίγωνο. Την είχε επίσης αποκαλέσει μια ταινία για την υπέρβαση με την έννοια ότι οι ήρωες της καλούνται να βρουν έναν τρόπο να συνυπάρξουν από το να συγκρουστούν και για να το θεωρεί υπέρβαση αυτό μάλλον θεωρούσε τη δεύτερη την πιο αναμενόμενη έκβαση.
Η Άννα και ο Αχιλλέας πράγματι κάνουν την υπέρβαση και επιλέγουν τον συμβιβασμό. Επιλέγουν να πούνε ψέματα ο ένας στον άλλον, να πούνε ψέματα ότι πιστεύουν τα ψέματα που τους λέει ο άλλος και να πούνε ψέματα στους εαυτούς τους ότι πρόκειται για ψέματα. Η και αλήθεια, αυτό το τελευταίο δεν έχει τελικά και τόση σημασία. Το κάνει απλά πιο δύσκολο αυτό που ακολουθεί. Όχι όμως λιγότερο έντιμο ή αναξιοπρεπές. Περιέχει μεν ταπείνωση αλλά και μια κάποια ενημερότητα, αναγκαίες και οι δύο συνθήκες ανθρωπιάς.
Η Άννα ισχυρίζεται ότι σταμάτησε να βλέπει όνειρα, ο Αχιλλέας ισχυρίζεται ότι την πιστεύει. Με φόντο τη ταραγμένη θάλασσα, το ζευγάρι είναι ξανά μαζί, Και μετά αρχίζει αμέσως να μαλώνει πάλι. Η τάξη αποκαταστάθηκε. Η γαλήνη στο ζευγάρι επέστρεψε. Το όνειρο εξοβελίστηκε. Το όνειρο δεν το σηκώνει ο κόσμος. Όπως δε σηκώνει τον Brahms. Το να κατοικείς στο όνειρο σαν να πρόκειται για τον πραγματικό κόσμο είναι αποκλίνουσα συμπεριφορά. Το καθήκον επιβάλει στην Άννα να επιστρέψει. Η απλά να πηγαίνει εκεί μόνη της.
Είναι τότε που φεύγει ο έρωτας από την ζωή;
Η μήπως η ζωή δεν είναι τίποτα άλλο από μια σειρά διαρκών πλην αναγκαίων και έντιμων συμβιβασμών; Κάτι για το οποίο ξέρουν ένα δύο πράγματα ο Λέοντας και Οδυσσέας.
Τρεις ταινίες περιηγήσεις σε τρεις εποχές μιας παλιότερης αλλά όχι και τόσο παλιάς Ελλάδας που ονειρεύτηκε, έχασε και ταπεινώθηκε.
Τρεις ταινίες για τον συμβιβασμό ως επαναστατική πράξη.
Τρεις ταινίες που ξέρουν και να σαρκάζουν και να αυτοσαρκάζονται.
Για τους φρόνιμους και τους άτακτους.
Τρεις ταινίες για να ξεγελάσεις τον χρόνο, ίσως και τον θάνατο. Για λίγο.
Για την αντιεπαναστατικότητα της δυστυχίας.
Για το όνειρο ως αδιαπραγμάτευτο χώρο ελευθερίας και δημιουργίας κόσμων. Για αυτό που γνωρίζουν καλά η Ντόροθι Γκέιλ, η Τζελίζα Ρόουζ και ο Λεολό.
Για την ακρότητα της λογικής και την ακρότητα του ονείρου και για το πόσο από το ένα χωράει στο άλλο.
Τρεις ταινίες μαριναρισμένες σε αγνό lsd με μια μεζούρα ληγμένη μορφίνη.
Τρεις ταινίες κανονικά για λίγες λέξεις και για όλα τα μέρη εκείνα που δεν φτάνει η γλώσσα.
Τρεις ταινίες σκέτη μουσική.
Τρεις ταινίες από τρεις άνδρες που έβλεπαν όνειρα και τα έκαναν ταινίες.