Eμπειρη ντοκιμαντερίστρια αλλά και ενίοτε μυθοπλάστης («Πάμε για Ένα Ούζο», η τηλεταινία «Ο Σοφός του Δάσους»), η Κλεώνη Φλέσσα επανέρχεται φέτος με μια καθαρόαιμη ταινία τεκμηρίωσης που όμως ενσωματώνει εντέχνως στην αφήγησή της τεχνικές της φιξιόν. Ιδού τι μας είπε η απόγονος του Μεσσήνιου οπλαρχηγού και πολιτικού για το «Ο Παππούς Μου ο Παπαφλέσσας», μια παιχνιδιάρικη αναδρομή στη ζωή και τη δράση του διάσημου προπάππου της, που σηματοδοτεί αύριο την έναρξη του 8ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Πελοποννήσου, λίγες μόλις εβδομάδες μετά την πρεμιέρα του στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
Για περισσότερα νέα σχετικά με το Φεστιβάλ, επισκεφθείτε την ιστοσελίδα του φεστιβάλ, στο Facebook και στο Instagram.
Η Κλεώνη Φλέσσα μαζί με τη διευθύντρια φωτογραφίας Κατερίνα Μαραγκουδάκη
Τι μνήμες έχετε για τον απόηχο αυτής της κληρονομιάς από τα παιδικά ή τα νεανικά σας χρόνια; Και κατά πόσο σας «βάρυνε» η κληρονομιά αυτή;
Στη μνήμη μου όλα λειτουργούν περισσότερο σαν ηρωικά παραμύθια, ανάμεσα σε ιστορίες για την πριγκηπέσσα Ιζαμπώ, το κάστρο της στην Καλαμάτα, και τον ηρωικό παππού μου. Οι αφηγήσεις του πατέρα, επανερχόμενες στ’ αυτιά μου σαν μουσικά ακούσματα, θυμάμαι ότι δεν βάραιναν εμένα και τ’ αδέρφια μου, ίσα-ίσα που μας γέμιζαν υπερηφάνεια. Η σκιά του Παπαφλέσσα ήταν κάτι σαν αύρα στον χώρο που επηρέαζε συχνά τα παιχνίδια μας ή και τα όνειρά μας, περισσότερο όμως σε εθνικές επετείους.
Σκηνοθετείτε εδώ και πάνω από τρεις δεκαετίες, κι όμως είναι η πρώτη φορά που καταπιάνεστε με την ιστορική σας καταγωγή. Ηταν εμπρόθετη η αναμονή αυτή;
Νομίζω πως δεν ήμουνα έτοιμη πιο πριν να χειριστώ αυτό το θέμα. Στην ΕΡΤ όπου συνεργαζόμουν, υπήρξαν φορές που μου ζητήθηκε να καταπιαστώ με την μορφή του Παπαφλέσσα αλλά εγώ δεν αισθανόμουν την αναγκαιότητα αυτή κυρίαρχη μέσα μου. Πάντα αναζητούσα να αναδείξω στα ντοκιμαντέρ μου προσωπικότητες που τις έχει αγνοήσει η Ιστορία, ειδικά γυναίκες. Για παράδειγμα, τις Πρώτες Ελληνίδες Δασκάλες, τις αρχαίες ποιήτριες, μια δασκάλα από την Σμύρνη που έσωσε τα παιδιά του Ορφανοτροφείου της, την πρώτη Ελληνίδα ζωγράφο Ελένη Αλταμούρα, αλλά και τον ζωγράφο Νικόλαο Δραγούμη που έζησε στη σκιά της ιστορίας. Η επέτειος των 200 χρόνων λειτούργησε σαν έναυσμα μέσα μου, ανέσυρε μνήμες και με ώθησε στο να μιλήσω για τον προπάππου μου με την τρυφερότητα που θυμόμουν από τις αφηγήσεις του πατέρα μου.
Από τα γυρίσματα της ταινίας
Ποια είναι η γνώμη σας πάνω στην «ιστορική αλήθεια» και τα όρια της «αντικειμενικότητάς» της; Και πόσο δύσκολη είναι η δουλειά του ερευνητή-δημιουργού στη φώτιση αυτής της αλήθειας;
Νομίζω πως όλοι θέλουμε να μας αποκαλυφθεί η ιστορική αλήθεια και την αναζητάμε συνεχώς, αλλά πάντα αυτή θα μας ξεφεύγει. Λένε πως η ιστορία γράφεται από τους νικητές, και είναι αλήθεια. Εγώ, αν δεν είχα την πολύ σημαντική στήριξη του ιστορικού Βασίλη Παναγιωτόπουλου, δεν θα τολμούσα να ασχοληθώ με μια τόσο σπουδαία περίοδο της ιστορίας μας. Παρόλα αυτά, τα άπειρα βιβλία χόρευαν ολόγυρά μου για πολύ καιρό και εγώ έψαχνα ανάμεσα στις «αλήθειες» τους ψήγματα για να δομήσω το πάζλ του σεναρίου μου. Δίχως ουσιαστική έρευνα δεν νομίζω ότι μπορούμε να αποκαλύψουμε καμία ιστορία. Είναι το βασικό συστατικό του ντοκιμαντέρ και κάτι που, παρά τις περιστασιακές δυσκολίες του, δίνει στον δημιουργό την μεγάλη ικανοποίηση της ανακάλυψης, και άρα σε εμπνέει να αφηγηθείς την ιστορία σου.
Πόσο πολύτιμη ήταν η συνδρομή των ξένων συντελεστών στις πόλεις που επισκεφθήκατε σε ότι αφορά την ιστορική καταγραφή; Υπήρξε κάποιο εύρημα από πλευράς ντοκουμέντων που να διαμόρφωσε το σενάριο στη διάρκεια των γυρισμάτων;
Πράγματι πολύτιμη. Ταξίδεψα Κωνσταντινούπολη, Βουκουρέστι, καθώς και στην Ουκρανία που τώρα πλήττεται. Σε κάθε χώρα που πήγα είχα διαφορετικούς συντελεστές και αυτό είχε ένα μεγάλο ενδιαφέρον. Πάντα με τους συνεργάτες μου επιδιώκω τον διάλογο, μαζί τους υπήρξε μια προσυνεννόηση σχετικά με το τι αναζητούσα. Στην Κωνσταντινούπολη οι πληροφορίες ήταν πολύ συγκεκριμένες και μου ήταν γνώριμα τα μέρη που αναζητούσα. Στο Βουκουρέστι με βοήθησαν να ανακαλύψω πόσο σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι Έλληνες στην πνευματική ζωή των Ηγεμονιών γενικότερα. Αλλά το πολύ ουσιαστικό και σημαντικό μου συνέβη στην Ουκρανία, με τον Ντμίτρο Ντοκούνοφ, ο οποίος μου αποκάλυψε την μαγεία της Οδησσού. Δεν είναι μονάχα τα γραφεία της Φιλικής Εταιρίας, είναι μια πόλη όπου η αύρα της Ελλάδας είναι κυρίαρχη, κάτι που προσπάθησα να μεταφέρω και στη δουλειά μου. Επίσης, διασχίζοντας μαζί του την χώρα προς το Ιάσιο, τραβήξαμε τα ηλιοχώραφά της, κάτι που μου έδωσε μια σεναριακή λύση, δημιουργώντας μια πολεμική σύρραξη αναγκαία για το ντοκιμαντέρ.
Νομίζω πως όλοι θέλουμε να μας αποκαλυφθεί η ιστορική αλήθεια και την αναζητάμε συνεχώς, αλλά πάντα αυτή θα μας ξεφεύγει. Λένε πως η ιστορία γράφεται από τους νικητές, και είναι αλήθεια. [...] Δίχως ουσιαστική έρευνα δεν νομίζω ότι μπορούμε να αποκαλύψουμε καμία ιστορία. Είναι το βασικό συστατικό του ντοκιμαντέρ και κάτι που, παρά τις περιστασιακές δυσκολίες του, δίνει στον δημιουργό την μεγάλη ικανοποίηση της ανακάλυψης, και άρα σε εμπνέει να αφηγηθείς την ιστορία σου.»
Πως καταλήξατε στην επιλογή του animation ως ενθέτων στην αφήγηση;
Ηταν μια επιλογή που την σκέφτηκα από την αρχή, πριν ακόμα αρχίσω να γράφω το σενάριο. Θέλησα να αποφύγω τις συνεντεύξεις αλλά και στοιχεία μυθοπλασίας που σε άλλες δουλειές μου έχω χρησιμοποιήσει. Ετσι συνεργάστηκα με τον Μπάμπη Αλεξιάδη, στον οποίο και ζήτησα να κάνει κινούμενα σχέδια για τα πιο σημαντικά ιστορικά γεγονότα της Ιστορίας του Παπαφλέσσα. Δεν είναι καθόλου εύκολο να βρεις τρόπους έκφρασης σε ντοκιμαντέρ που πραγματεύονται ιστορικά θέματα, και όπου η ζωντανή παρουσία του ήρωα δεν υφίσταται.
Και η προτίμηση στην τζαζ υπόκρουση;
Το 1821, στη συλλογική μας μνήμη, μας παραπέμπει σε γνώριμα ακούσματα μουσικής. Εγώ, θέλοντας να αποφύγω κάτι αναμενόμενο, αποφάσισα να συνεργαστώ με έναν νέο τζαζίστα, τον Αρίωνα Γυφτάκη, του οποίου είχα ακούσει τη μουσική σύνθεση πάνω στην βουβή κινηματογραφική ταινία «Δάφνις και Χλόη». Μια συνεργασία που δικαίωσε τις προσδοκίες μου.