Συνέντευξη

Μιλώντας για τα «Φαντάσματα» του ελληνικού κινηματογράφου

στα 10

Ο Νίκος Νικολόπουλος μιλάει στο Flix για τις αφιερωματικές προβολές της ΕΣΠΕΚ που αφιερώνουν στα «φαντάσματα» του ελληνικού κινηματογράφου.

Μιλώντας για τα «Φαντάσματα» του ελληνικού κινηματογράφου
από το «Fiction» του Θανάση Ρεντζή

Μετά τις προβολές της Χαμένης Λεωφόρου και του Landmarks 1 και 2, η ΕΣΠΕΚ (Ενωση Σκηνοθετών-Παραγωγών Ελληνικού Κινηματογράφου) συνδιοργανώνει με το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το αφιέρωμα Φαντάσματα: Ο Αόρατος Κόσμος του Ελληνικού Κινηματογράφου, που θα παρουσιαστεί στο ΑΣΤΟΡ στην Αθήνα, από 24-30 Απριλίου.

19 ταινίες μεγάλου μήκους, 5 μεσαίου και μικρού μήκους, συζητήσεις, live, πάρτι και μία προβολή-έκπληξη, που όπως υποστηρίζουν οι διοργανωτές του, «θα στοιχειώσουν για 7 μέρες την μετα-πασχαλινή Αθήνα». Μέρος του αφιερώματος θα προβληθεί στη Θεσσαλονίκη, από τις 8-14 Μαΐου, στην αίθουσα Παύλος Ζάννας, στο Ολύμπιον.

Αναζητήστε εδώ το πλήρες πρόγραμμα προβολών και όλες τις πληροφoρίες που χρειάζεστε για το αφιέρωμα.

Στο Flix, o σκηνοθέτης και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΣΠΕΚ Νίκος Νικολοπουλος, μας οδηγεί μέσα στις ορατές και αόρατες διαδρομές του αφιερώματος.

electric swan Electric Swan της Κωνσταντίνας Κοτζαμάνη

Γιατί «Φαντάσματα»;

Θα απαντήσω με την παράγραφό που συνοδεύει την παρουσίαση του αφιερώματος:

«Τι είναι ένα φάντασμα; Eνας νεκρός που επιστρέφει για να στοιχειώσει ή μια φασματική προβολή του ασυνείδητου; Μια παγιδευμένη ενέργεια ή εκείνο το πρόσωπο που μάταια αναζητούμε; Κάτι που πεθαίνει ή κάτι που ξαναζωντανεύει;

Κάθε θάνατος είναι μια εξαφάνιση. Κάθε φάντασμα είναι μια εμφάνιση. Ενα ίχνος. Όπως το σινεμά. Ένα ίχνος της πραγματικότητας. Ένα αποτύπωμα. Μια στιγμή που πεθαίνει και εξαφανίζεται, για να αναστηθεί αργότερα, σαν φωτεινή δέσμη σε κάποια οθόνη. Ο κινηματογράφος είναι το φάντασμα της πραγματικότητας. Γι’ αυτό και τον γοητεύουν τα Φαντάσματα. Και ο ελληνικός κινηματογράφος - αν και έχει λίγες ταινίες του φανταστικού - είναι γεμάτος από φαντάσματα κάθε είδους.»

Τεμπέληδες Οι Τεμπέληδες της Εύφορης Κοιλάδας του Νίκου Παναγιωτόπουλου

Ποια είναι, μιλώντας μεταφορικά αλλά, αν θέλετε και κυριολεκτικά, τα πιο χαρακτηριστικά «φαντάσματα» του ελληνικού σινεμά; Διαχρονικά αλλά και στο σήμερα;

Το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο νου είναι οι ασπρόμαυρες, άφωνες και αλλόκοσμες μορφές που κατοικούν μέσα στις βωβές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου. Στην «Αστέρω» (1929), του Δημήτρη Γαζιάδη, στο «Δάφνις και Χλόη» (1931), του Ορέστη Λιάσκου, στο «Μάγο της Αθήνας» (1931), του Αχιλλέα Μαδρά.

Μετά, όλοι όσων οι μορφές έχουν καταγραφεί σε φιλμ και ηχογραφηθεί σε μπομπίνες. Εγκλωβισμένοι για πάντα σε απειροελάχιστες αιωνιότητες, τεμαχισμένες 24 φορές το δευτερόλεπτο, σε δαιδαλώδεις ιστορίες και απίθανες καταστάσεις. Θυμωμένοι, ερωτευμένοι, τρομαγμένοι, απελπισμένοι, τρελοί από χαρά, περιπλανώμενοι, προδομένοι, δικαιωμένοι, γελοίοι.

Ο Αρης Ρέτσος ως φαύνος στη «Μανία», ο Μάνος Κατράκης στο «Ταξίδι στα Κύθηρα», η Μισέλ Βάλει στις «Κρυστάλλινες Νύχτες» και όχι μόνο. Και όχι μόνο αυτοί.

Επειτα οι καταγραφείς τους. Ο Μιχάλης Κακογιάννης, ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, ο Νίκος Νικολαΐδης, ο Σταύρος Τορνές, η Τόνια Μαρκετάκη, ο Νίκος Παπατάκης, ο Γιώργος Πανουσόπουλος, ο Παντελής Βούλγαρης, η Φρίντα Λιάππα, ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος.

Στο αφιέρωμα ασχολούμαστε με τα φαντάσματα του Νέου και του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου. Ελπίζω να μη παρεξηγηθούν όσοι αφήσαμε απέξω. Να μη μας το κρατήσουν. Η Λαμπέτη, ο Κούνδουρος, ο Κακογιάννης, ο Φωτόπουλος.

Θέλαμε οι ταινίες κάθε θεματικής να έχουν αισθητική και νοηματική συγγένεια. Το κατά πόσο έχουν προβληθεί πρόσφατα οι ταινίες και η ιστορικότητα έπαιξαν επίσης κάποιο ρόλο. Για παράδειγμα παίζουμε την πρώτη ταινία του Φανταστικού στην Ελλαδα σε μια μεταμεσονύχτια προβολή έκπληξη. Ακόμα, προσπαθήσαμε να συμπεριλάβουμε όσο το δυνατόν περισσότερες ταινίες που υπήρχαν σε φιλμ. Γιατί και ίδιο το φιλμ είναι κατά κάποιο τρόπο ένα φάντασμα.»

Ντανίλο Τρέλες Ντανίλο Τρέλες του Σταύρου Τορνέ

Πώς συνομιλεί το αφιέρωμα της ΕΣΠΕΚ με το ομότιτλο αφιέρωμα του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης τον περασμένο Νοέμβριο;

Πηγή έμπνευσης και σημείο εκκίνησης για να οργανώσουμε το αφιέρωμα «Φαντάσματα» του Ελληνικού Κινηματογράφου αποτέλεσε το αφιέρωμα που επιμελήθηκε το Νοέμβριο του 2024, κατόπιν πρόσκλησης του φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Νέας Υόρκης Ντένις Λιμ.

Ο Ντέμις Λιμ με τον Ορέστη Ανδρεαδάκη, κάλέσαν στο πλαίσιο του αφιερώματος στη Θεσσαλονίκη, τον πρόεδρο της ΕΣΠΕΚ Αγγελο Φραντζή να «διεξαγάγει μια έρευνα με σκοπό την αποκόμιση κάποιων ασφαλών συμπερασμάτων σχετικά με την παρουσία του αόρατου κόσμου μέσα στον ορατό ελληνικό ορίζοντα του κινηματογράφου μας.»

Αυτή η έρευνα του Αγγελου, άνοιξε μια νοηματική πύλη το 2024, την οποία καλούμε όλους να διαπεράσουν μαζί μας, τον Απρίλη του 2025 (από 24 έως 30), για να βρεθούμε στην Αθήνα, στην Πανεπιστημίου, στην αίθουσα του Αστορ, και το Μάιο (από 8 έως 14) στη Θεσσαλονίκη, στην αίθουσα Παύλος Ζάνας.

Το αφιέρωμα του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης συνέθεταν ταινίες από τον παγκόσμιο κινηματογράφο, ενώ στο αφιέρωμα που πραγματοποιούμε τον Απρίλιο, τα «Φαντάσματα» είναι ταινίες αποκλειστικά του Ελληνικού Κινηματογράφου και επίσης, συνθέτουν κάθε ημέρα μια διαφορετική θεματική υποενότητα. Να αναφέρουμε εδώ πως το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης είναι συνδιοργανωτής στο αφιέρωμα της ΕΣΠΕΚ.

Η Μάσκα του Διαβόλου H Μάσκα του Διαβόλου του Κώστα Καραγιάννη

Με ποιο γνώμονα έγινε η επιλογή των ταινιών; Τι θα αναφέρατε ως χαρακτηριστικό ως προς τη θεματική του αφιερώματος για κάθε μια ταινία του προγράμματος;

Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια ημιτελή απόπειρα να ορίσουμε τις διαφορετικές ερμηνείες και αποτυπώσεις του Φανταστικού διαχρονικά στον ελληνικό κινηματογράφο.

Ξεκινήσαμε με οδηγό το θεωρητικό κείμενο του Αγγελου Φραντζή που δημοσιεύτηκε στο πλαίσιο του αφιερώματος του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης. Από εκεί προέκυψαν επτά επιμέρους θεματικές. Οσες δηλαδή είναι και οι ημέρες του αφιερώματος.

Εξαφάνιση, Πόλη Φάντασμα, Το Κακό, Απέθαντοι, Στοιχειωμένα Σπίτια, Εκτοπλάσματα, Τελετή.

Αυτές οι θεματικές είναι που όρισαν κατά κύριο λόγο την επιλογή των ταινιών. Θέλαμε οι ταινίες κάθε θεματικής να έχουν αισθητική και νοηματική συγγένεια. Το κατά πόσο έχουν προβληθεί πρόσφατα οι ταινίες και η ιστορικότητα έπαιξαν επίσης κάποιο ρόλο. Για παράδειγμα παίζουμε την πρώτη ταινία του Φανταστικού στην Ελλαδα σε μια μεταμεσονύχτια προβολή έκπληξη. Ακόμα, προσπαθήσαμε να συμπεριλάβουμε όσο το δυνατόν περισσότερες ταινίες που υπήρχαν σε φιλμ. Γιατί και ίδιο το φιλμ είναι κατά κάποιο τρόπο ένα φάντασμα.

Σήμερα λοιπόν, απενοχοποιημένοι, δίχως το βαρύ φορτίο που βάρυνε συνολικά τον Ελληνικό Κινηματογράφο η γνώμη ανθρώπων με δημόσια παρουσία, αλλά απαίδευτων και με στερεοτυπικές αντιλήψεις, μπορούμε να απολαύσουμε τα κινηματογραφικά έργα αυτά κατάλληλα πλαισιωμένα και με τους ενδεδειγμένους όρους θέασης και να τα ερμηνεύσουμε είτε ως αυτόνομα καλλιτεχνικά έργα, είτε ως μάρτυρες μιας συγκεκριμένης στιγμής μέσα στο χρόνο, αλλά και να εκτιμήσουμε τις νέες συνδηλώσεις και νοηματοδοτήσεις που αποκτούν.»

Ευρυδίκη ΒΑ2037 Ευρυδίκη ΒΑ2037 του Νίκου Νικολαΐδη

Πώς βοηθάνε τέτοια αφιερώματα την εξοικείωση του θεατή με το ελληνικό σινεμά - αν αυτό είναι ζητούμενο;  Πόσο σημαντικό είναι για την ΕΣΠΕΚ η διοργάνωση θεματικών προβολών με ελληνικές ταινίες; Ποιοι είναι οι στόχοι σας;

Ο ελληνικός κινηματογράφος έχει πολλές σημαντικές ταινίες που μπορούν να λειτουργούν ούτως ή αλλιώς ως αυτόνομα καλλιτεχνικά έργα διαπερνώντας το χρόνο. Σήμερα όμως, όταν επιστρέφουμε σε αυτές τις ταινίες, εκ των υστέρων, μπορούμε να κάνουμε περισσότερες και πιο σύνθετες αναγνώσεις που αφορούν και το αποτύπωμα που φέρουν αυτές οι ταινίες από την εποχή τους. Θα τολμήσω να πω, πως παρόλο που συχνά, εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται με καχυποψία, αποτελούν την πιο σημαντική ίσως μαρτυρία της εποχής τους. Είναι αναπόσπαστο και σημαντικό κομμάτι του πολιτισμού και της ταυτότητας μας.

Αφιερώματα σαν τα «Φαντάσματα», που ακολουθούν προηγούμενα που έχουμε διοργανώσει ως ΕΣΠΕΚ όπως «Η Χαμένη Λεωφόρος του Ελληνικού Σινεμά» και το «Landmarks 1 και 2» με μεγάλη ανταπόκριση, δίνουν τη δυνατότητα καταρχήν σε ένα καινούργιο κοινό που δεν είχε ως τώρα τη δυνατότητα, να δει αυτές τις ταινίες και μάλιστα με τους ενδεδειγμένους όρους. Είτε με κόπιες DCP από αποκαταστημένα αρχεία, είτε με αυθεντικές κόπιες φιλμ. Επομένως, ταυτόχρονα με τη γνωριμία του νέου κοινού με τα κινηματογραφικά έργα αυτά, καλλιεργείται και μια κινηματογραφική παιδεία που αφορά τους όρους θέασης. Δηλαδή. του τι σημαίνει να παρακολουθεί κανείς ένα κινηματογραφικό έργο εντός της αίθουσας, σε κόπια φιλμ και ποιες οι διαφορές του με τα σύγχρονα ψηφιακά μέσα, καθώς και την εξέλιξη του ήχου μέσα στα χρόνια.

Πολλές ταινίες, πραγματικά σημαντικές, αδικήθηκαν στην εποχή τους, προβλήθηκαν για ελάχιστο χρόνο στην αίθουσα και χάθηκαν. Στερήθηκαν την πολυπόθητη επαφή τους με το κοινό.Ας μην ξεχνάμε πως, με την εξαίρεση της δημόσιας τηλεόρασης, τα τηλεοπτικά κανάλια επέμειναν για πολλά χρόνια να προβάλλουν επανειλημμένα τις ίδιες ταινίες ξανά και ξανά, κάθε Κυριακή μεσημέρι, στερώντας τη δυνατότητα σε ανθρώπους που δεν είχαν πρόσβαση σε κινηματογραφικές αίθουσες να έρθουν σε επαφή με οτιδήποτε διαφορετικό.

Σήμερα λοιπόν, απενοχοποιημένοι, δίχως το βαρύ φορτίο που βάρυνε συνολικά τον Ελληνικό Κινηματογράφο η γνώμη ανθρώπων με δημόσια παρουσία, αλλά απαίδευτων και με στερεοτυπικές αντιλήψεις, μπορούμε να απολαύσουμε τα κινηματογραφικά έργα αυτά κατάλληλα πλαισιωμένα και με τους ενδεδειγμένους όρους θέασης και να τα ερμηνεύσουμε είτε ως αυτόνομα καλλιτεχνικά έργα, είτε ως μάρτυρες μιας συγκεκριμένης στιγμής μέσα στο χρόνο, αλλά και να εκτιμήσουμε τις νέες συνδηλώσεις και νοηματοδοτήσεις που αποκτούν.

Την ίδια στιγμή, η καθημερινή και σε κάθε προβολή, παρουσία καλλιτεχνικών συντελεστών των ταινιών αυτών, αλλά και σύγχρονων δημιουργών δίνει την σπάνια δυνατότητα να μάθουμε πολύ ενδιαφέροντα και χρήσιμα πράγματα για τη δημιουργική διαδικασία και την καλλιτεχνική πράξη. Για τα βιώματα των ανθρώπων που έκαναν και κάνουν αυτές τις ταινίες και ανοίγει μια διαλεκτική σχέση με το κοινό.

Ενδεικτικά, την Τρίτη 29/04, θα πραγματοποιηθεί συζήτηση στρογγυλής τράπεζας με τη συμμετοχή σκηνοθετών που παρουσιάσανε φέτος ταινίες που αφορούν το φανταστικό - Γιάννης Βεσλεμές, Γιώργος Ζώης, Ντάνιελ Μπόλντα με την ιστορικό και σκηνοθέτη Βίβιαν Παπαγεωργίου και συντονιστή τον Αγγελο Φραντζή.

Ως ΕΣΠΕΚ πιστεύουμε πως ο ελληνικός κινηματογράφος χρειάζεται και δικαιούται περισσότερη αγάπη από όλους. Μέσα σε ένα εξαιρετικά ανταγωνιστικό περιβάλλον, σχεδόν εχθρικό, με πολύ αντίξοες συνθήκες, καταφέρνει να υπάρξει και να παράξει σημαντικές και διαφορετικές μεταξύ τους ταινίες. Κυρίως λόγω της αφοσίωσης που φτάνει στα όρια της αυταπάρνησης, των παραγωγών, των δημιουργών, των καλλιτεχνικών συντελεστών, των τεχνικών.»

ταξίδι του μέλιτος Ταξίδι του Μέλιτος του Γιώργου Πανουσόπουλου

Ποια είναι η θεώρηση της ΕΣΠΕΚ στη δεδομένη στιγμή για το ελληνικό σινεμά; Ποιος είναι ο πρώτος απολογισμός για τον ΕΚΚΟΜΕΔ και την ως τώρα λειτουργία του, οι σκέψεις για τις ελληνικές ταινίες που μετράνε με τριψήφιους αριθμούς τους θεατές τους τις τελευταίες εβδομάδες και η πρόβλεψή σας για το μέλλον του ελληνικού σινεμά;

Θα ξεκινήσω από το δεύτερο μέρος και θα αναφέρω πως πολύ χαμηλό αριθμό θεατών στις κινηματογραφικές αίθουσες φέτος δεν έχουν μόνο οι ελληνικές ταινίες, αλλά και οι ξένες και μάλιστα και αυτές που θεωρούνται εμπορικές. Δεν θα έκανα λοιπόν διάκριση. Ειδικά φέτος, πιστεύω πως υπάρχουν πολύ αξιόλογες ελληνικές ταινίες. Συμβαίνει κάποιες χρονιές να είναι πολύ καλές και κάποιες κακές εμπορικά. Νομίζω είναι πολλοί οι παράγοντες που πρέπει κανείς να συνυπολογίσει προκειμένου να δώσει κανείς να ερμηνεύσει το φαινόμενο.

Ως ΕΣΠΕΚ πιστεύουμε πως ο ελληνικός κινηματογράφος χρειάζεται και δικαιούται περισσότερη αγάπη από όλους. Μέσα σε ένα εξαιρετικά ανταγωνιστικό περιβάλλον, σχεδόν εχθρικό, με πολύ αντίξοες συνθήκες, καταφέρνει να υπάρξει και να παράξει σημαντικές και διαφορετικές μεταξύ τους ταινίες. Κυρίως λόγω της αφοσίωσης που φτάνει στα όρια της αυταπάρνησης, των παραγωγών, των δημιουργών, των καλλιτεχνικών συντελεστών, των τεχνικών. Κατορθώνει συχνά να έχει εμπορική ανταπόκριση εντός των συνόρων αλλά και καλλιτεχνική αναγνώριση από φεστιβάλ του εξωτερικού. Θα αναφέρω ενδεικτικά τη «Φόνισσα» από τη μια και από την άλλη το «Αnimal».

Για εμάς, επένδυση στον ελληνικό κινηματογράφο σημαίνει να παρέχονται τα εργαλεία και να υπάρχουν οι προϋποθέσεις ώστε να παράγονται κινηματογραφικά έργα που αφορούν όλο το φάσμα αυτού που ονομάζουμε κινηματογράφος. Και αυτό μπορεί να σημαίνει άλλοτε ταινίες με σκοπό την άμεση εμπορική ανταπόκριση στις αίθουσες και άλλοτε ταινίες με κίνητρο την ανάπτυξη της κινηματογραφικής γλώσσας και των τοπικών ιδιαιτεροτήτων. Θα αναφερθώ και εγώ στο παράδειγμα του Λάνθιμου. Αν δεν είχε κάνει την «Κινέττα» που για πολλούς παραμένει μια άγνωστη ταινία και που δεν είχε εμπορική αναγνώριση, δεν θα είχε φτάσει στο σημείο να κάνει ταινίες με παγκόσμια εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία. Να ξεκαθαρίσω εδώ, πως θεωρώ πολύ σπουδαία ταινία την Κινέττα και δεν την προσεγγίζω ως το βήμα του δημιουργού για κάτι «καλύτερο». Είναι ένα έργο πολύ σημαντικό του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου που όρισε πολλά σημαντικά που ακολούθησαν. Και ο ελληνικός κινηματογράφος κατάφερε να διανύσει την απόσταση που έχει διανύσει στο εξωτερικό λόγο της γλωσσικής του ιδιαιτερότητας και όχι χάρη στην εγχώρια αποδοχή.

Να αναφέρουμε πως ο ΕΚΟΜΜΕΔ είναι από τους βασικούς υποστηρικτές του αφιερώματος και υπήρξε πάντα αρωγός είτε στη σημερινή είτε στην προηγούμενη μορφή του ως ΕΚΚ, στις δράσεις που αφορούν την προώθηση του Ελληνικού Κινηματογράφου και τη διατήρηση και ανάδειξη των ταινιών αυτών.

Σε ότι αφορά την ενσωμάτωση του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου σε έναν ενιαίο φορέα ήμαστε εξαιρετικά επιφυλακτικοί. Αυτό που έκαμψε τις αντιστάσεις μας ήταν η υπόσχεση για τριπλασιασμό του προϋπολογισμού του selective τμήματος, δηλαδή, του αντίστοιχου του πρώην ΕΚΚ. Αυτό δεν έχει συμβεί, ενώ από τα νούμερα δεν προκύπτει καν αύξηση σε σχέση με τον προϋπολογισμό του ΕΚΚ. Θα αναφέρω απλά εδώ πως έχουμε το χαμηλότερο προϋπολογισμό σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ενωση. Αυτή είναι μια πραγματικότητα αμείλικτη. Παράλληλα, τα χρηματοδοτικά εργαλεία του cash rebate έχουν σημαντικές τεχνικές αδυναμίες και δεν είναι φιλικά στους μεσαίους και μικρούς παραγωγούς. Ολα τα παραπάνω προφανώς και δεν εκπέμπουν μηνύματα που να προκαλούν αισιοδοξία.

Αναζητήστε εδώ το πλήρες πρόγραμμα προβολών και όλες τις πληροφoρίες που χρειάζεστε για το αφιέρωμα.

φαντάσματα