Το Βερολίνο φημίζεται για πολλά πράγματα. Eνα από αυτά είναι η ξέφρενη νυχτερινή ζωή του. Αλλά δεν είναι μόνο ο ατελείωτος χορός, το σεξ μέσα στις τουαλέτες και οι γρήγορες μυτιές στα μικρά διαλείμματα του εξαντλητικου clubbing. Eνα είδος αδελφοσύνης μοιάζει να συνδέει όλους τους θαμώνες της βερολινέζικης νύχτας. Ενα μέρος στο οποίο νιώθουν πως ανήκουν κάπου, σαν μία μεγάλη εναλλακτική οικογένεια, μέσα στην οποία μπορούν, έστω και για λίγες ώρες, να είναι ο πραγματικός τους εαυτός.
Αυτό ακριβώς το συναίσθημα θέλει να αποτυπώσει ο σκηνοθέτης Γιώργος Μαρκάκης, ο οποίος μας συστήθηκε οχτώ χρόνια πριν με την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του «India Blues», με τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του, το «EX» καθώς αποφασίζει να μας ξεναγήσει αυτή την φορά στους σκοτεινούς διαδρόμους των underground club του Βερολίνου, στο εμβληματικό queer friendly KitKat Club, όπου οι πρωταγωνιστές της επιδίδονται σε μια νύχτα λαγνείας, αλήθειας και αυτοκαταστροφής.
Με οδηγό μας την περσόνα της πρωταγωνίστριας, Ντιάνα Κλιμένοβα, να αποτελεί τον συνδετικό κρίκο μεταξύ των θαμώνων του club, ο Μαρκάκης δινει τον λόγο σε αντιπροσωπευτικές φιγούρες της queer, καλλιτεχνικής, art και underground σκηνής της πόλης για να εξομολογήσουν τους προβληματισμούς τους, τις επιθυμίες τους, τις φαντασιώσεις τους, αλλά και τους φόβους τους, ανάμεσα στο αληθινό σεξ, στην ένταση, τα ναρκωτικά και το ολονύκτιο χορό κάτω από μια εκστατική διάθεση και το πολύχρωμο γκλαμ που προσφέρει, άπλετα, το βερολινέζικο nightlife.
Η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Γιώργου Μαρκάκη «EX», η οποία παρουσιάστηκε στην Αγορά του Φεστιβάλ Καννών 2021 μέσα από το πρόγραμμα «Thessaloniki Goes to Cannes», προβλήθηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου και στο 62ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, θα κάνει πρεμιέρα στην Αθήνα, την Τετάρτη 2 Νοεμβρίου, στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, παρουσία των συντελεστών της ταινίας, ενώ ακολουθεί after screening party στο Ρομάντσο.
Λίγο πριν την πρεμιέρα της στην Αθήνα, το Flix μίλησε με τον Γιώργο Μάρκακη σε μια εκ βαθέων (κινηματογραφική) εξομολόγηση.
Εχουν περάσει οχτώ χρόνια από την πρώτη σου ταινία «India Blues». Γιατί χρειάστηκες τόσο καιρό για την δεύτερη ταινία; Τι μεσολάβησε και τι άλλαξε μέσα σε αυτό διάστημα;
Χρειάστηκαν 8 χρόνια από το «India Blues» λόγω της έλλειψης χρηματοδότησης. Μόλις ολοκληρώθηκε το «India Blues» η βασική ιδέα του «ΕΧ» υπήρχε ήδη και σε συνεργασία με τον σεναριογράφο στήσαμε μια ταινία που το budget της ήταν πολύ μεγαλύτερο από αυτό που έγινε τελικά. Δυστυχώς, οι παραγωγοί δεν υποστηρίζουν τόσο εύκολα Art House ταινίες και ειδικά για έναν νέο κινηματογραφιστή πόσο μάλλον όταν όλοι την χαρακτήριζαν «ακραία», άρα όχι εμπορική. Για να γίνει η ταινία αποφάσισα να γυρίσω στην βασική ιδέα με χαμηλό budget, να βρω έναν παραγωγό που να την πιστέψει και έτσι μπορέσαμε και προχωρήσαμε. Το ένστικτο μου να γυρίσω στην αρχική ιδέα τελικά με δικαίωσε.
Οπως και στην προηγούμενή σου ταινία έτσι κι εδώ χρησιμοποίησες μη επαγγελματίες ηθοποιούς στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Τι σε οδήγησε σε μια τέτοια απόφαση και ποια ήταν η διαδικασία επιλογής που ακολούθησες;
Όπως και εγώ δεν είμαι «επαγγελματίας σκηνοθέτης» έτσι προτίμησα να μην δουλέψω με επαγγελματίες ηθοποιούς ως επί το πλείστων. Κάνω ταινίες όταν θέλω να εκφράσω τις προσωπικές μου εμπειρίες και βιώματα. Η επιλογή του καστ έγινε μέσα στα clubs του Βερολίνου όπου πήγαινα για να γνωριστώ με τους θαμώνες, να τους κατανοήσω, να με εμπιστευτούν και έτσι όλοι μαζί σαν «οικογένεια» να δημιουργήσουμε μια αληθινή ταινία με τους πραγματικούς χαρακτήρες της club techno σκηνής του Βερολίνου και με πολύ σεβασμό, βέβαια, για ό,τι σημαίνει αυτό για τον καθένα τους. Μια μοναδική ευκαιρία για όλους μας να ζήσουμε την εμπειρία και να κρατήσουμε μια ταινία ως μνήμη για να θυμόμαστε αργότερα.
Οι «πραγματικοί» χαρακτήρες της ταινίας πόσο συνεισέφεραν στην δημιουργία της, στο σενάριο, στην τελική της μορφή;
Η πρόκληση ήταν να μπορώ να έχω ένα συμπαγές αποτέλεσμα που να απορρέει από το σενάριο σε συνδυασμό με τον αυτοσχεδιασμό. Διάλεξα τους ήρωες μου βάσει της πραγματικής τους προσωπικότητας. Ήθελα να υπάρχει αυτή η διαφορετικότητα που χαρακτηρίζει τον καθένα ξεχωριστά. Και βάσει αυτού δημιουργήσαμε κάθε σκηνή. Καθίσαμε μαζί στις πρόβες και συζητήσαμε τα θέματα που απασχολούν τον κάθε έναν χωριστά και έτσι συμφωνήσαμε για το τι πραγματεύεται κάθε σκηνή. Αυτοσχεδιάζαμε στην στιγμή. Φυσικά, υπήρχαν και σκηνές που πραγματοποιήθηκαν βάσει του σεναρίου.
Το ίδιο λέω και για το «ΕΧ», ήθελα να το δει η νοικοκυρά, ο συνταξιούχος, ο αγρότης, η θρησκευόμενη κυρία, άνθρωποι που χρειάζονται αυτή την «εκπαίδευση», που δεν έχουν ιδέα ότι μπορεί να υπάρχει και αυτός ο τρόπος ζωής ως καθημερινότητα σε ένα άλλο κόσμο εκτός του δικού τους μικρόκοσμου.»
Παρουσιάζεις τις τουαλέτες ως θαλάμους εξομολόγησης, ενίοτε μάλιστα λυτρωτικούς, μιας ολόκληρης γενιάς όπου η διαφορετικότητα και η συμπερίληψη είναι για εκείνους η νέα κανονικότητα. Τι είναι αυτό που σε έκανε να επιλέξεις τις τουαλέτες ως το βασικό μέρος για την ταινία σου και πως συνδέεται κάτι τέτοιο με τους χαρακτήρες σου;
Οι τουαλέτες σε ένα club είναι και ήταν πάντα ένας θάλαμος εξομολόγησης. Είναι το πιο κοινωνικό μέρος που θα βρεις σε ένα club. Σου παρέχει την ιδιωτικότητα που χρειάζεσαι αλλά και την ευκαιρία να μπορέσεις να έρθεις πιο κοντά με φίλους ή αγνώστους που μόλις γνώρισες στο dance floor. Είναι η ευκαιρία σου να μιλήσεις και να μοιραστείς ελεύθερα χωρίς ταμπού και προσωπείο, πράγματα που σε απασχολούν, να μοιραστείς την αγάπη που έχεις μέσα σου. Είναι ένας θάλαμος εξομολόγησης χωρίς παραβάν και χωρίς διαφυγή μερικές φορές. Εκεί που μπορείς να είσαι ο εαυτός σου στο 100%. Γι’ αυτό το βρήκα πολύ ενδιαφέρον στο να γίνει σε ένα τέτοιο χώρο η ταινία.
Πόσο ιδιαίτερο ήταν το γύρισμα μέσα στις τουαλέτες; Πόσο εύκολο, πόσο δύσκολο;
Ήρθαμε όλοι πολύ κοντά. Συνεργείο και καστ. Για τον καθένα χωριστά ήταν μια πολύωρη και εξαντλητική διαδικασία , ψυχική και σωματική που συμπεριλάμβανε πολλά και διαφορετικά συναισθήματα ταυτόχρονα. Τα γυρίσματα κράτησαν 8 μήνες και γίνονταν δυο φορές το μήνα ενώ στον ενδιάμεσο χρόνο κάναμε πρόβες και clubbing όλοι μαζί. Και έτσι χτιζόταν η ταινία. Πολλές φορές πηγαίναμε στο σετ και ξεκινούσαμε το γύρισμα μετά από 6 ώρες. Δεν υπήρχε το αυστηρό σχέδιο ενός προγράμματος. Όλοι περιμέναμε να βρεθούμε στο κατάλληλο mood για να ξεκινήσει το γύρισμα. Θυμάμαι μια μέρα που το γύρισμα κράτησε σχεδόν 30 ώρες!
Και οι δυο σου ταινίες είναι, ως έναν βαθμό, «ηδονοβλεπτικές». Στη μια παρακολουθούμε την ζωή ενός ζευγαριού, ακόμα και στις οικείες και ερωτικές στιγμές του, κι στην ταινία αυτή μοιάζει στην ουσία σα να «κρυφακούμε» μερικές προσωπικές συζητήσεις για τον έρωτα και το σεξ, την ζωή ακόμα και τον θάνατο. Τι είναι αυτό που σε μαγνητίζει σε ένα τέτοιου είδους κινηματογράφισης;
Κάνω ταινίες που τις ονομάζω «fiction-documentary». Μου αρέσει να δημιουργώ το τώρα σε αληθινό χρόνο. Φυσικά και είμαι «ηδονοβλεπτικός» αν θέλω να λέγομαι σκηνοθέτης. Και νομίζω ότι όλοι είμαστε. Όταν είδα το Truman Show δεν με εξέπληξε, γιατί από μικρό παιδί ζούσα την δική μου ταινία με μια κάμερα που με ακολουθούσε κάθε στιγμή. Η κάμερα δεν διαλέγει που θα βρίσκεται, είναι παντού μαζί σου ακόμα και στις πιο προσωπικές στιγμές σου. Είναι αυτές που εγώ θέλω να δω στο σινεμά.
Αρκετοί σκηνοθέτες δείχνουν πραγματικό σεξ στις ταινίες τους. Και για σένα το σεξ, και κατ’ επέκταση η ηδονή, παίζουν σημαντικό ρόλο στις δικές σου. Στην πρώτη παρουσιάζεις το σεξ ως κάτι το πιο ερωτικό κι εδώ το δείχνεις στη πιο ωμή, αλλά ίσως και ταυτόχρονα την πιο αγνή, του μορφή. Πιστεύεις πως το ταμπού που υπάρχει γύρω από το σεξ σιγά σιγά εξαλείφεται κι αν ναι αυτό θα βοηθήσει περισσότερο στην αποδοχή της διαφορετικότητας και στην συμπερίληψη;
Το σεξ είναι κάτι που μας απασχολεί από την πρώτη στιγμή που νιώθουμε τον εαυτό μας έως το τέλος της ζωής μας. Τα ταμπού έρχονται από τον τρόπο που μας μεγαλώνουν, από όλο το storytelling κάθε θρησκείας, οικογένειας κλπ. Ευτυχώς, αν και μεγαλωμένος στην Κρήτη, η οικογένειά μου ήταν αρκετά ανοιχτή γύρω από το σεξ και τις θρησκευτικές πεποιθήσεις. Πλέον ζούμε την εποχή των social media και ευτυχώς οι νέες γενιές έχουν διαφορετική πληροφόρηση από αυτή που είχα εγώ στην αρχή των 80s. Ζώντας στο Βερολίνο πάνω από 10 χρόνια μπορώ να σου πω ότι εδώ πλέον δεν υπάρχει καν θέμα συζήτησης γύρω από αυτό. Πιστεύω ότι και στην Ελλάδα έχουν γίνει τεράστια βήματα αλλά υπάρχει ακόμη δουλειά να γίνει και σίγουρα μέσα από την τέχνη αυτό θα βοηθήσει να ξεπεραστούν και τα τελευταία ταμπού.
Οι ταινίες σου είναι βαθιά queer ταινίες, αλλά τι σημαίνει πραγματικά ο όρος queer για εσένα;
Χαίρομαι πλέον που αυτός ο όρος έχει γίνει γνωστός και στο ευρύ κοινό. Queer για μένα σημάνει ελευθερία έκφρασης. Να μπορείς να είσαι ο εαυτός σου, να μπορείς να ακούς και να δέχεσαι οποιονδήποτε (και ας μην σου ταιριάζει) χωρίς κριτική. Να είσαι ανοιχτός να δείχνεις κατανόηση και σε αυτά που είναι εκτός της δίκης σου αισθητικής. Να μην αποφεύγεις την «ασχήμια», να μένεις εκεί που ίσως είναι και άβολα για σένα, αλλά να το κανείς για να ακουστεί και η δική σου οπτική. Να είσαι καλός και ας μην είναι ο άλλος. Να δέχεσαι την απόρριψη ως ευκαιρία.
Που βρισκόμαστε πιστεύεις σήμερα όσον αφορά την ορατότητα της LGBTQ+ κοινότητας, την ίση αντιπροσώπευση στην Τέχνη, την ισότητα σε δικαιώματα;
Από το 2004 και έπειτα και με αφορμή του Ολυμπιακούς αγώνες και την εκπληκτική τελετή έναρξης του Δημήτρη Παπαϊωάννου έχουν γίνει τεράστια βήματα προς στην ορατότητα της LGBTQ+ Κοινότητας της Αθήνας. Η Στέγη και το Onassis foundation δημιούργησαν νέα δεδομένα στην Ελλάδα κάτι που έλειπε. Καλλιτέχνες με διεθνή απήχηση που αντιπροσωπεύουν ανοιχτά την ισότητα και τα δικαιώματα της LGBTQ+ κοινότητας έχουν πλέον βήμα στην Ελλάδα με εκθέσεις κλπ. Τα media, επίσης, κάνουν τεράστια προσπάθεια. Φυσικά έχουν να γίνουν πολλά ακόμη αλλά νιώθω ότι είμαστε στη σωστή κατεύθυνση προς την εκπαίδευση του κοινού. Το ίδιο λέω και για το «ΕΧ», ήθελα να το δει η νοικοκυρά, ο συνταξιούχος, ο αγρότης, η θρησκευόμενη κυρία, άνθρωποι που χρειάζονται αυτή την «εκπαίδευση», που δεν έχουν ιδέα ότι μπορεί να υπάρχει και αυτός ο τρόπος ζωής ως καθημερινότητα σε ένα άλλο κόσμο εκτός του δικού τους μικρόκοσμου.
Το σεξ είναι κάτι που μας απασχολεί από την πρώτη στιγμή που νιώθουμε τον εαυτό μας έως το τέλος της ζωής μας. Τα ταμπού έρχονται από τον τρόπο που μας μεγαλώνουν, από όλο το storytelling κάθε θρησκείας, οικογένειας κλπ.»
Η generation z θα ταυτιστεί με την ταινία. Τι γίνεται όμως με την generation x ή και τις γενιές πριν από αυτή;
Θα σου δώσω το παράδειγμα της μητέρας μου που είναι 70 χρόνων και είδε την ταινία δυο φορές και της άρεσε πολύ. Θα μου πεις είναι η μητέρα σου. Η αδερφή μου, από την άλλη, είναι 40 χρόνων και έφυγε στην μέση της προβολής. Έχει να κάνει καθαρά με το πόσο ανοιχτός είσαι τελικά να δεις και να κατανοήσεις νέα πράγματα και ας είναι πολύ μακριά από τη δική σου πραγματικότητα. Αυτό δεν είναι έτσι και αλλιώς ο σκοπός της Τέχνης; Να αλληλοεπιδρά χωριστά με τον καθένα.
Τι θα ήθελες να συζητήσει κάποιος μετά το τέλος της ταινίας;
Να καταλάβει ότι όλοι είμαστε φτιαγμένοι για να αγαπάμε και ότι όλοι αυτό αποζητάμε εν τέλει. Οπότε, ας αφήσουμε το δράμα γιατί βρισκόμαστε εδώ για πολύ λίγο…
Σκέφτεσαι να γυρίσεις κάποια στιγμή μια ταινία στην Ελλάδα; Κι αν ναι για τι πράγμα θα ήθελες να μιλάει;
Αυτό το διάστημα ετοιμάζω το σενάριο της καινούργιας μου ταινίας. Το θέμα της θεωρώ ότι είναι πολύ επίκαιρο και αφορά τις ανθρώπινες σχέσεις όπως αυτές διαμορφώνονται αυτή τη στιγμή μέσα στις νέες κοινωνίες που φτιάχνουμε. Η ελληνική φύση θα παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία.
Το «EX» του Γιώργου Μαρκάκη θα κάνει την Αθηναϊκή του πρεμιέρα στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος την Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2022 στις 21:30. Ακολουθεί after screening party στο Ρομάντσο στις 23.30, με ελεύθερη είσοδο, με τους Κ.atou (Dj set / GR), M+1 (DJ set, / JP), Deepneue (DJ set / PT).