O Φατίχ Ακίν και η Νταϊάν Κρούγκερ είναι ο ίδιος άνθρωπος σε δυο διαφορετικές μορφές. Ή έτσι, τουλάχιστον, ένιωσαν οι ίδιοι στη διάρκεια της συνεργασίας τους. Ο τουρκικής καταγωγής Γερμανός δημιουργός, γεμάτος πάθος κι ένταση κι η Γερμανίδα σταρ, κάτοικος Γαλλίας και, πια, Αμερικής, συνδέθηκαν για ν' αφηγηθούν ένα ανθρωποκεντρικό πολιτικό θρίλερ, το «Μαζί ή Τίποτα» και, στην πορεία, θριάμβευσαν μαζί: η Κρούγκερ τιμήθηκε με το Βραβείο Ερμηνείας στο Φεστιβάλ Καννών όπου έκανε πρεμιέρα η ταινία, ενώ μαζί, αγκαλιά, παρέλαβαν τη Χρυσή Σφαίρα Ξενόγλωσσης ταινίας.
Μιλώντας και με τους δυο, γρήγορα καταλαβαίνει κανείς ότι σκηνοθέτης και ηθοποιός συνδέθηκαν στενά στην ταινία, σ' αυτή την ιστορία μιας μάνας που θέλει να εκδικηθεί τους νεοναζί που σκότωσαν τον άντρα και το γιο της, ότι μοιράστηκαν ένα όραμα και μια δυνατή δοκιμασία κι ότι βγήκαν νικητές - κυριολεκτικά και μεταφορικά. Διαβάστε παρακάτω τα highlights απ' όσα μας είπαν.
Φατίχ Ακίν «Μιλώ για τους νεοναζί, επειδή εγώ μπορώ να γίνω στόχος τους»
Με εκπλήσσει το πόσο λίγα ξέρει ο κόσμος έξω από τη Γερμανία, για τους νεοναζί στη Γερμανία. Ηταν μια ευκαιρία να το μοιραστώ αυτό. Αλλά ακόμα και στη Γερμανία πολύς κόσμος δεν ξέρει αρκετά, ή τα ξεχνούν πολύ γρήγορα. Είμαστε πολύ καλοί στο να ξεχνάμε πράγματα. Προκύπτει κάτι νέο και ξεχνάμε τελείως το χτες. Ο νεοναζισμός στη Γερμανία είναι πραγματικό ζήτημα, δεν είναι απλώς κάτι που συζητιέται γύρω-γύρω. Για την ταινία, επέλεξα τους νεοναζί, επειδή εγώ, προσωπικά, μπορώ να γίνω στόχος αυτών των ομάδων. Αυτό με κάνει να θυμώνω, με αναστατώνει. Ο θυμός μου δίνει τη δύναμη να καθίσω να γράψω. Οι νεοναζί είναι αυτό που απασχολεί εμένα προσωπικά, αλλά είναι ανταλλάξιμο με κάθε περίπτωση βίας.
Στην ταινία αναφέρομαι στη Χρυσή Αυγή. Αυτό προέκυψε επειδή όταν μελέτησα τους φακέλους της δίκης στην οποία βασίζεται η ταινία μας, αναφερόταν ότι στο κοινό βρίσκονταν κάποιοι με μπλούζες με το λογότυπο της Χρυσής Αυγής και παρακολουθούσαν. Αυτό μου φάνηκε αμέσως ενδιαφέρον, να συνδέσω την ταινία με την Ελλάδα, οπότε έκανα την έρευνά μου, συναντήθηκα με κάποιους δημοσιογράφους στην Ελλάδα. Εμαθα ότι ένας από τους ηγέτες τους, έχει ένα ξενοδοχείο στην Αθήνα, που λέγεται «Το Νέο Όνειρο», ή κάπως έτσι. Μου φάνηκε πως όλη αυτή η πλευρά προσέθετε ένα επιπλέον επίπεδο στην ταινία: στην Ελλάδα, όπου έγινε η αρχή της δημοκρατίας, η Χρυσή Αυγή φέρνει το τέλος της δημοκρατίας.
Χτίσαμε αυτή την ηρωίδα μαζί με την Νταϊάν – έχει πολλά στοιχεία από τις προσωπικότητες και των δυο μας και τα χρησιμοποιήσαμε σαν κομμάτια Lego, μαζί με τη φαντασία μας. Είναι πολύ δημιουργικό, αν έχεις τον σωστό συνεργάτη, να χτίζεις κάτι μαζί του. Ηταν μια ανταλλαγή, ιδεών και συναισθημάτων, σαν δυο κομμάτια του παζλ να έχεις την τύχη να ταιριάζουν τέλεια μαζί. Στα πολύ αρχικά στάδια του σεναρίου, ο κεντρικός ήρωας ήταν άντρας και, μετά, σκέφτηκα, τι βαρετό, εγώ θέλω να φωτογραφίσω μια γυναίκα.
Σχετικά με το φινάλε Κατ’ αρχάς, το κοινό αποφασίζει πώς θα χειριστεί το φινάλε που προσφέρω. Μπορεί κάποιους να τους αναστατώσει, άλλοι μπορεί να το βρουν απόλυτα σωστό, συνεπές. Είναι ο δικός μου τρόπος να πω το απλό, ότι η βία προκαλεί βία. Θα ήταν πολύ απλοϊκό να πω ότι αυτή είναι μια ιστορία εκδίκησης μόνο, δεν πιστεύω ότι αυτά τα ζητήματα είναι τόσο απλά, θέλω να προσφέρω περισσότερα επίπεδα.
Μια ταινία για τη θλίψη Οταν έγραφα την ταινία, σκεφτόμουν πολύ τη γυναίκα μου, τη Μονίκ, ξέρετε, είναι παντρεμένη με Τούρκο κι αναρωτιόμουν πώς θα χειριζόταν εκείνη μια τέτοια κατάσταση. Με βοήθησε πολύ να σκέφτομαι τη δική μου οικογένεια και τις δικές μου σκέψεις για την οικογένεια. Σε πολλές ταινίες σήμερα, ο εχθρός βρίσκεται μέσα στην οικογένεια. Αλλά ο πυρήνας της οικογένειας, μαμά, μπαμπάς, παιδί, αυτό είναι το ασφαλέστερο μέρος σε μια οικογένεια κι αυτό είναι που καταστράφηκε. Κι εγώ πιστεύω σ’ αυτό. Οσο προετοίμαζα την ταινία, έγιναν πολλές τρομοκρατικές επιθέσεις, το Βερολίνο, η Νίκαια, το Παρίσι, η Κωνσταντινούπολη, το Πακιστάν, ένα σωρό. Λυπάμαι πολύ μ’ αυτά τα συμβάντα και πάντα σκέφτομαι περισσότερο αυτούς που έχασαν τα παιδιά τους, τους φίλους, τους γονείς τους. Ο κόσμος ήταν ίδιος και πριν το Μάντσεστερ και μετά – αλλά όχι για τα θύματα, ο κόσμος τους έχει αλλάξει εντελώς. Και φοβάμαι ότι θα βιώνουμε τέτοια περιστατικά και περισσότερο στο μέλλον.
Νταϊάν Κρούγκερ «Αν δεν το ξέρατε, τα γερμανικά είναι η επίσημη γλώσσα για την εξημέρωση άγριων ζώων!»
Η ταινία μας είναι μια πρόταση, για να κάνει το κοινό να σκεφτεί. Δεν είναι η θέση μου να κρίνω την ηρωίδα μου, πρέπει να προσπαθήσω να μπω στα παπούτσια της, δεν μπορώ να φανταστώ τι σημαίνει να χάνεις ένα παιδί ή έναν σύζυγο σε μια τρομοκρατική επίθεση. Δεν ξέρω τι θα έκανα εγώ, αλλά ξέρω ότι εκείνη ακολούθησε το δικό της μονοπάτι, ότι βιώνει μεγάλη θλίψη και πόνο. Η πρόκληση ήταν να μην την κάνω μονότονη: θέλεις να μην ενσαρκώσεις μια γυναίκα μίζερη, αλλά δυνατή, είναι τόσο δυνατή μέσα της. Σου κοστίζει αυτό, ένιωσα εξαντλημένη στο τέλος, αλλά αγαπώ την Κάτια.
Προετοιμαζόμουν γι’ αυτή την ταινία για ασυνήθιστα πολύ καιρό. Ακόμα και σωματικά, η ηρωίδα απέχει πολύ απ’ το πού βρίσκομαι στη ζωή μου. Μεγάλωσα στη Γερμανία, οπότε γνωρίζω την Κάτια. Ο Φατίχ είναι ένας πολύ απαιτητικός σκηνοθέτης, όπως ξέρετε και πράγματι θα σου ζητήσει να πηδήξεις στον γκρεμό μαζί του κι εγώ είπα ναι σε όλα. Μετακόμισα στη Γερμανία, έζησα στη γειτονιά όπου θα ζούσε η Κάτια, πήγα στα μπαρ όπου θα πήγαινε και για οκτώ εβδομάδες διαβάζαμε καθημερινά το σενάριο, μιλούσαμε εκτεταμένα για το ποια είναι. Πάντως η Κάτια με άλλαξε, όντως, δεν είμαι η ίδια, ακόμα και τώρα, υπάρχει το πριν και το μετά.
Ο Φατίχ μοιάζει πολύ με την ηρωίδα μου, είμαι το alter ego του σ’ αυτήν την ταινία.»
Τέτοιους ρόλους ψάχνω, όταν ωριμάζεις αναζητάς ολοκληρωμένους ρόλους, αλλά δεν προκύπτουν τόσο συχνά. Μεγάλωσα στην επαρχία – μου λένε συνέχεια ότι δείχνω πολύ sophisticated, αλλά δεν μεγάλωσα έτσι, ήμουν σ’ ένα μικρό χωριό 2.000 κατοίκων, κανείς στην οικογένειά μου δεν έχει κάνει ποτέ τίποτα καλλιτεχνικό, η μητέρα μου δούλευε στην τράπεζα, φύγαμε από το σπίτι πάρα πολύ μικροί. Ο Φατίχ είναι γιος μεταναστών, έχει μέσα του αυτό το στοιχείο που τον κάνει να θέλει να πετύχει, έχει ένα δυνατό αίσθημα δικαίου, κι οι προκαταλήψεις που καμιά φορά οι Γερμανοί έχουν εναντίον των Τούρκων μεταναστών είναι κάτι που νιώθει έντονα. Αλλά είναι πολύ ευαίσθητος, πόσες φορές ένα άνδρας σκηνοθέτης γράφει με τέτοιο βάθος έναν γυναικείο χαρακτήρα; Κι η αίσθησή του της οικογένειας είναι απίστευτα δυνατή. Αν του είχε συμβεί κάτι, θα είχε βάλει μια βόμβα στον εαυτό του. Μοιάζει πολύ με την ηρωίδα μου, είμαι το alter ego του σ’ αυτήν την ταινία.
Φυσικά είμαι πολύ φιλόδοξη κι εγώ η ίδια – έφυγα από το χωριό μου για να καταφέρω αυτό εδώ που ζω τώρα. Ηθελα να δω τον υπόλοιπο κόσμο, δεν ταίριαζα στον δικό μου κόσμο, δεν ήμουν δημοφιλής στο σχολείο, ένιωθα ότι κανείς δεν είχε τα δικά μου ενδιαφέροντα κι ήθελα να φύγω και ν’ ανακαλύψω αυτό που αγαπούσα. Πεινούσα για εμπειρίες και πήγα στο Παρίσι κι άνοιξαν τα μάτια μου. Αλλά είναι κι η τύχη σημαντικός παράγοντας κι οι άνθρωποι που συναντάς στο δρόμο σου και που θέλουν να σε βοηθήσουν να πραγματοποιήσεις τα όνειρά σου.
Τον Φατίχ πήγα μόνη μου και τον γνώρισα, εδώ στις Κάνες. Ημουν μέλος της κριτικής επιτροπής εκείνη τη χρονιά, επίσης ήμουν πολύ μεθυσμένη – πράγμα χρήσιμο γιατί είμαι πολύ συνεσταλμένη, συνήθως δεν πηγαίνω σε κάποιον να του πω, σε παρακαλώ πάρε με να δουλέψω για σένα! Οπότε χρειάστηκα λίγα σφηνάκια βότκα για βοήθεια κι ήταν κι αυτός μεθυσμένος επίσης, ήμασταν σ’ ένα πάρτι, αργά, οπότε τον πολιόρκησα και του είπα πόσο μ’ αρέσει η δουλειά του, συμπαθήσαμε αμέσως ο ένας τον άλλον. Πέρασαν πέντε χρόνια, αλλά βρήκαμε την ευκαιρία και με θυμήθηκε.
Είμαι Γερμανίδα – ονειρεύομαι στα γερμανικά κι όταν οι φίλοι μου, αγγλόφωνοι, γαλλόφωνοι, ακούνε ότι αρχίζει κι εμφανίζεται η γερμανική προφορά μου, τρομάζουν, καταλαβαίνουν ότι είμαι θυμωμένη ή αναστατωμένη. Και, αν δεν το ξέρετε, τα γερμανικά είναι η επίσημη γλώσσα για την εξημέρωση άγριων ζώων!