Συνέντευξη

Ενα καλοκαίρι, δύο ταινίες, τρία (ή και περισσότερα) πράγματα που ξέρω για την Ελσα Λεκάκου

στα 10

Πρωταγωνίστρια σε δύο ελληνικές ταινίες που βγαίνουν μέσα στο Μάιο, το «Κιούκα, Πριν το Τέλος του Καλοκαιριού» και το «Killerwood», η Ελσα Λεκάκου μιλάει στο Flix για τα καλοκαίρια και τους «χειμώνες» του ελληνικού σινεμά.

Ενα καλοκαίρι, δύο ταινίες, τρία (ή και περισσότερα) πράγματα που ξέρω για την Ελσα Λεκάκου

(φωτογραφίες: Μιχάλης Κωνσταντάς)

Δύο τα ραντεβού μας με την Ελσα Λεκάκου αυτόν τον Μάιο. Το πρώτο για τις 15 Μαΐου όταν βγαίνει στις αίθουσες το «Κιούκα, Πριν το Τέλος του Καλοκαιριού» του Κωστή Χαραμουντάνη και το δεύτερο για τις 29 Μαΐου όταν σε ένα θερινό δίπλα σας θα προβάλλεται το «Killerwood» του Χρήστου Μασσαλά.

Και οι δύο ταινίες έρχονται σαν φυσική συνέχεια της ταυτόχρονης ενηλικίωσης της και με τους δύο σκηνοθέτες - η Ελσα Λεκάκου ήταν πρωταγωνίστρια στο μικρού μήκους «Κιόκου, Πριν Ερθει το Καλοκαίρι», προπομπό και εν είδει πρίκουελ της πρώτης μεγάλου μήκους ταινίας του Κωστή Χαραμουντάνη και μούσα του Χρήστου Μασσαλά με πρωταγωνιστικό ρόλο και στις μικρού μήκους ταινίες του αλλά και στο «Broadway», το μεγάλου μήκους ντεμπούτο του.

Και οι δύο ταινίες φέρνουν κάτι από ένα ελληνικό σινεμά που προσπαθεί να κοιτάξει ταυτόχρονα πιο μέσα του και γι' αυτό ίσως και περισσότερο εκεί έξω, ξεκινώντας από ανησυχίες προσωπικές, υπαρξιακές, καλλιτεχνικές, queer. Και η Ελσα Λεκάκου είναι το κέντρο του σύμπαντός τους. Στο «Κιούκα, Πριν το Τέλος του Καλοκαιριού» παίζει ένα από τα δύο δίδυμα αδέλφια που κατά τη διάρκεια ενός καλοκαιριού θα συναντήσουν για πρώτη φορά τη βιολογική τους μητέρας. Στο «Killerwood», την πρωταγωνίστρια μιας ταινίας τρόμου για έναν κατά συρροήν δολοφόνο στην Αθήνα.

Δύο πλευρές μιας απρόβλεπτης ηθοποιού που επιμένει να κάνει σινεμά, χτίζοντας ρόλο με το ρόλο αυτό που, όπως εξομολογείται στο Flix, η ίδια αρνείται να κατηγοριοποίησει ως καριέρα, αλλά ως αντανάκλαση των καλλιτεχνικών της αναζητήσεων και ίσως και του εαυτού της.

Ελσα Λεκάκου

Τι είναι για σένα το «Κιούκα, Πριν το Τέλος του Καλοκαιριού»;

Το «Κιούκα» είναι ένα κολάζ πραγμάτων που βασικά του υλικά είναι η οικογένεια, το καλοκαίρι, η εφηβεία, οι διακοπές και η απώλεια. Θα έλεγα όμως ότι το κύριο θέμα της ταινίας, τουλάχιστον για εμένα σε υποκριτικό επίπεδο, είναι η φύση αυτής της συγκεκριμένης οικογενειακής δυναμικής που καταλήγει να γίνεται συγχωνευτική. Με φυσικό επακόλουθο και την ενηλικίωση που έρχεται κάποια στιγμή όταν τα μέλη αυτού του συστήματος αποκτούν την ανάγκη να αυτοπροσδιοριστούν με νέους όρους και εκτός των ρόλων που τους υπαγορεύτηκαν εκ των συνθηκών.

Οι ταυτότητες τους είναι ρευστές σε αυτό οικογενειακό περιβάλλον όπου κανείς τους δεν φαίνεται να σέβεται ιδιαίτερα τα όρια του άλλου ή να μην υπάρχει η μέριμνα για ένα υποτυπώδες masking. Ταυτόχρονα οι σχέσεις στην οικογένεια αυτή για τον ίδιο ακριβώς λόγο έχουν κάτι το αφιλτράριστο και ακατέργαστο, το οποίο παρότι καταπιεστικό λόγω του ότι είναι ανορίωτο, έχει και μία διάσταση τεράστιας ελευθερίας στο κομμάτι της συναισθηματικής έκφρασης και της αυθεντικής σύνδεσης χωρίς ωραιοποίηση.

Στο πλαίσιο αυτής της δυναμικής, όλοι, με ενέχυρο την αμέριστη ανοχή των άλλων και τη δική τους, πειραματίζονται με τα προσωπικά όρια προκειμένου να κατανοήσουν την αναγκαιότητα τους, κάτι που τους οδηγεί τελικά στην πορεία προς την ενηλικίωση.

Τι κράτησες από την Ελσα από το «Κιόκου, Πριν Ερθει το Καλοκαίρι» που προηγήθηκε;

To «Κιόκου» για εμένα προσωπικά είναι η αρχή όλου αυτού του εγχειρήματος που έφτασε εν τελεί στο «Κιούκα». Ηταν μια ιδέα του Κωστή να κάνουμε μια μικρού μήκους, σαν συλλογή αναμνήσεων με homemade βίντεο δύο αδερφών που τραβάνε την καθημερινότητα τους και μέσα από αυτό αποκαλύπτονται πράγματα για τη σχέση τους και τη ζωή τους. Ηταν η πρώτη μας επαφή με αυτό το σύμπαν. Μια DIY μικρού μήκους, με προσωπικό υλικό και αυτοσχεδιασμούς που ξέραμε ότι θα είναι ουσιαστικά ένας πρόλογος για τη μεγάλου μήκους. Στην ταινία αυτή παίζει το σπίτι στο οποίο μεγάλωσα, η πρώτη μου γάτα από την παιδική μου ηλικία κλπ. Ηταν ένα πρότζεκτ στο οποίο όλοι καταθέσαμε κάτι από τη ζωή μας με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Επομένως δεν το διαχωρίζω πραγματικά από τη μεγάλου μήκους. Η «Κιόκου» είναι η γένεση της «Κιούκα».

Πόσα πράγματα είναι αυτοβιογραφικά στην ταινία;

Πολλά πράγματα είναι αυτοβιογραφικά στην «Κιούκα». Από τις διακοπές του Κωστή με τους γονείς του στο σκάφος, ή από την ζωή του Κωνσταντίνου και τη δική μου σε σχέση με τους γονείς μας και τα αδέρφια μας. Κοινό σημείο συνάντησης και για τους τρεις μας και κάτι το οποίου θέλαμε πολύ να αναλύσουμε σε όλες μας τις συναντήσεις, από το πρώτο draft, πέντε χρόνια πριν από την υλοποίηση της ταινίας, ήταν η αδερφική σύνδεση. Θέλαμε ν’ αποτελεί ένα love letter στην παιδική μας ηλικία και στη σχέση μας με τα αδέρφια μας. Αυτό το στοιχείο της ταινίας αποτελεί το δικό μου πιο προσωπικό βίωμα.
Με τον Κωνσταντίνο λοιπόν, ως αδέρφια, θέλαμε πολύ να εστιάσουμε στην φύση αυτής της σχέσης. Στο πώς για παράδειγμα τα αδέρφια τσακώνονται την μια για κάτι, και μετά αυτό το κάτι παραγράφεται δευτερόλεπτα αργότερα, όταν υπάρξει η ανάγκη για κάτι άλλο, αλλά επιστρέφει και με την ίδια ευκολία σε συζητήσεις ή τσακωμούς, με ολόκληρο ιστορικό και ποινικό μητρώο παρότι προηγουμένως είχε παραγραφεί. Μέσα από τα δικά μας βιώματα, με τα αδέρφια μας, παρατηρήσαμε ότι η σχέση αυτή ισορροπεί ανάμεσα στον απόλυτο εγωισμό και την απόλυτη ανιδιοτέλεια. Σαν να πηγαίνει διαρκώς με τη ροή και οι ρόλοι διαρκώς να μεταβάλλονται ανάλογα με τις απαιτήσεις των περιστάσεων με έναν ασυνείδητα αλληλοσυμπληρωματικό τρόπο. Ενα role playing εξουσίας, κατανόησης, αποδοχής, αλληλοϋποστήριξης, όλα στο mix.

Ισως ένα καταλυτικό βήμα σε αυτό το ντόμινο αποφάσεων που σηματοδοτούν την ενηλικίωση, να είναι και αυτό το καλοκαίρι που επιλέγουμε να κάνουμε πρώτη φορά διακοπές με τους φίλους μας. Δεν ξέρω κατά πόσο έχω ενηλικιωθεί σε όλες τις πτυχές της ζωής μου. Ούτε και αν δύναμαι για να είμαι ειλικρινής.»

Ελσα Λεκάκου Σκηνή από το «Κιούκα, Πριν το Τέλος του Καλοκαιριού»

Τι κοινά έχετε με τον Κωστή Χαραμουντάνη; Τι σας ενώνει; Μοιάζετε σαν να ανήκετε στην ίδια «οικογένεια». Βάλε μας λίγο μέσα στα μυστικά της.

Με τον Κωστή γνωριστήκαμε στη σχολή πριν 12 χρόνια. Παίζουμε πάρα πολλά βίντεο γκειμς. Σε μάλλον μη υγιή βαθμό. Στην καραντίνα παίζαμε μαζί με την ομάδα που είχαμε online με άλλους φίλους μας περίπου 10-14 ώρες τη μέρα. Εχουμε πολύ παρόμοιους γονείς, και κατά κοινή ομολογία δεν νιώθουμε ιδιαίτερα ενήλικες.

Δουλέψατε αυτοσχεδιαστικά ή πατώντας πάνω σε ένα αυστηρό σενάριο; Πως δημιουργήσατε αυτήν την αίσθηση του home movie που έχει η ταινία;

Η ταινία έχει διάφορες αυτοσχεδιαστικές σκηνές, κατά βάση με τα αδέρφια. Το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας παρόλα αυτά δεν είναι αυτοσχεδιαστικό. Στις σκηνές των αδερφιών, πολλές φορές με τον Κωνσταντίνο, μάς προέκυπταν πράγματα οργανικά ή σκεφτόμασταν διάφορα από το προηγούμενο βράδυ και επειδή ήταν και ο τρόπος που είχαμε δουλέψει στην «Κιόκου», είχαμε τη δημιουργική ελευθερία από τον Κωστή να πειραματιστούμε και να προτείνουμε.
Μάλλον η αίσθηση του home movie πηγάζει και από το γεγονός ότι ήμασταν ένα πολύ μικρό crew πάνω σε ένα πολύ μικρό σκάφος που δημιούργησε οικειότητα μεταξύ μας. Τρώγαμε όλοι στην ίδια ταβέρνα κάθε μέρα, μέναμε στο ίδιο μέρος, πηγαίναμε μαζί βόλτες. Από ένα σημείο και μετά τα ίδια τα γυρίσματα μάς φαίνονταν και εμάς σαν home movie.

Ποια είναι η πιο δυνατή σου καλοκαιρινή ανάμνηση;

Δεν νομίζω πως μπορώ να διαλέξω μία. Αν πρέπει να διαλέξω δηλαδή, που είναι αδύνατο, θα έλεγα ότι είναι η μία και μοναδική φορά που επέλεξα να κάτσω στην Αθήνα και το μετάνιωσα πικρά. Όλες οι άλλες μου είναι εξίσου σημαντικές.

Είναι το καλοκαίρι (πάντα) μια καλή στιγμή για να ενηλικιωθεί κάποιος; Εσύ, πότε πιστεύεις ότι ενηλικιώθηκες;

Ίσως ένα καταλυτικό βήμα σε αυτό το ντόμινο αποφάσεων που σηματοδοτούν την ενηλικίωση, να είναι και αυτό το καλοκαίρι που επιλέγουμε να κάνουμε πρώτη φορά διακοπές με τους φίλους μας. Δεν ξέρω κατά πόσο έχω ενηλικιωθεί σε όλες τις πτυχές της ζωής μου. Ούτε και αν δύναμαι για να είμαι ειλικρινής.

Ελσα Λεκάκου

Πώς προέκυψε το «Killerwood», μετά τη συνεργασία σου με τον Χρήστο Μασσαλά στο «Broadway» και το «Copa Loca»; Μοιάζει να γεννήθηκε πάνω σε μια επείγουσα ανάγκη.

Η επείγουσα ανάγκη για δημιουργία υπάρχει διαρκώς στο μυαλό του Χρήστου. Δεν νομίζω ότι υπάρχει έστω και μία μέρα που να μην σκέφτεται καινούργια μυθοπλαστικά σύμπαντα ή πράγματα που θέλει να αφηγηθεί. Aρχισε να γράφει το πρώτο draft του Killerwood και το τέλειωσε πάρα πολύ γρήγορα. Σε περίπου τρεις μέρες. Προφανώς το ίδιο το σενάριο και η ταινία μετά, πέρασαν από διάφορες φάσεις στην πορεία, αλλά την στιγμή που άρχισε να το οραματίζεται, μου έστελνε διαρκώς νέες σκηνές στο messenger ή σε mail και το έβλεπα να εκτυλίσσεται βήμα βήμα. Περίμενα πότε θα γράψει την επόμενη σκηνή για να δω τι θα γίνει και γελάγαμε μεταξύ μας. Το ίδιο το «Killerwood» ως mockumentary χρειάζονταν ένα πολύ μικρότερο budget από αυτό του «Broadway», πράγμα που το έκανε και άμεσα υλοποιήσιμο. 
 


Ποια ήταν η οδηγία από τον σκηνοθέτη; Παίζεις σε μια σάτιρα ή σε ένα horror movie; Ή σε τίποτα από όλα αυτά;

Σίγουρα σταθήκαμε στο γεγονός του ότι είναι κατά βάση mockumentary, οπότε λόγω της αμεσότητας που απαιτεί αυτό το είδος από τους ηθοποιούς, οι πρόβες διεξάχθηκαν με έναν τρόπο που δεν θέλαμε να εξαντλήσουμε την οργανικότητα μας μέσω της επανάληψης. Επομένως οι πρόβες που κάναμε είχαν αρκετό αυτοσχεδιασμό γύρω από τις σκηνές της ταινίας αυτές καθ’ αυτές, ώστε να δημιουργηθούν μεταξύ μας οι σχέσεις των ρόλων μας και οι δυναμικές τους, ξέροντας πως την ημέρα των γυρισμάτων οι ατάκες που θα ειπωθούν θα είναι ακριβώς όπως έχουν γραφτεί στο σενάριο, χωρίς αυτοσχεδιασμό. Πολύ συχνά αυτές οι πρόβες ξέφευγαν μέσα από διάφορα παιχνίδια που μας έβαζε να κάνουμε ο Χρήστος, ή με διάφορες οδηγίες, άλλοτε μυστικές στο αυτί του ενός για να εκπλήξει τον άλλο ή λεπτομέρειες που εκτροχίαζαν τα πράγματα σε μια υπερβολή μεταξύ μας, προκειμένου να μας εντυπωθεί και αυτή η σχιζοφρενική διάθεση των χαρακτήρων ως αίσθηση και ως ανάμνηση στην ομάδα, ώστε να μπορούμε να το γειώσουμε στα γυρίσματα όσο οι μέρες πλησίαζαν. Κάτι που προσιδιάζει στο πνεύμα της σάτιρας. Κατά τ’άλλα το είδος μιας ταινίας σε άλλα πλαίσια, όπως για παράδειγμα το thriller, ορίζεται από την κινηματογράφηση. Ο ηθοποιός έχει να αφηγηθεί το διαπροσωπικό κομμάτι μιας ταινίας. Το πώς ο άνθρωπος που υποδύεται, βάλλεται από τις καταστάσεις που αντιμετωπίζει, το πώς επιλέγει να σχετίζεται, πώς διαχειρίζεται αυτό που διακυβεύεται. Το αισθητικό ή το αισθητηριακό κομμάτι μιας ταινίας, τα αφηγούνται άλλα departments. 
 


Είναι οι ηθοποιοί δύσκολοι άνθρωποι;

Δεν ξέρω τι είναι ο εύκολος άνθρωπος για να το απαντήσω.

Είναι τρομακτικό το να κάνεις σινεμά στην Ελλάδα;

Τα λεφτά είναι ελάχιστα, υπάρχουν διαρκώς αναβολές, και γενικώς αντιμετωπίζεται ως χόμπι. Είναι αδύνατο για έναν ηθοποιό να βιοποριστεί μόνο από το σινεμά στην Ελλάδα.

Μια ταινία που εστιάζει στην γυναίκα και την παρουσιάζει ως ένα υποκείμενο, με τα δικά του ζητήματα, τις δικές του προτεραιότητες, και την ατέρμονη δυνατότητα για εσωτερική αναζήτηση και διεύρυνση, είναι ένα αφήγημα πολύ πιο φεμινιστικό στην ουσία του, από ίσως ένα άλλο που στην προσπάθειά του να φανεί φεμινιστικό, θέτει και πάλι τον ανδρικό ρόλο στο προσκήνιο, ως παράδειγμα προς αποφυγή, σε ένα περιβάλλον στο οποίο η θηλυκή οντότητα παρουσιάζεται ως αδικημένο έρμαιο και όχι ως παράδειγμα προς έμπνευση.»

Ελσα Λεκάκου Με τον Χρήστο Μασσαλά, στα γυρίσματα του «Killerwood»

Οι κριτικές πόσο σε επηρεάζουν; Πιστεύεις ότι μπορεί να κάνουν και καλό σε έναν καλλιτέχνη ή είναι άχρηστες;

Η οποιαδήποτε μορφή κριτικής στη ζωή, απ΄όπου κι αν προέρχεται και σε όποια μορφή, για να σε μετατοπίσει σημαίνει πώς θίγει κάτι το οποίο είσαι ο ίδιος έτοιμος να δεις. Δεν μπορούμε να ταυτιστούμε γενικώς και αδιακρίτως με το feedback όλων, απ όπου κι αν προέρχεται. Είτε είναι έπαινος, είτε κατάκριση. Διατηρώ ουδέτερη στάση απέναντι στην κριτική των ανθρώπων γενικώς. Δεν περιμένω τα κριτήρια μου να ταυτιστούν με του αυτά του καθενός, όπως και δεν περιμένω τα κριτήρια των άλλων να ταυτιστούν με τα δικά μου. Αλλά ο μόνος τρόπος να διεξάγω τη δουλειά μου, είναι εμπιστευόμενη τα δικά μου κριτήρια την ώρα που παίζω. Εάν έχω αναλύσει ένα ρόλο με έναν τρόπο, και μετά τον αποτυπώνω και τον αφηγούμαι με βάση αυτή τη δομή που έχω χτίσει στο κεφάλι μου, για την πορεία που διανύει στο σενάριο, τότε είναι μια διαδικασία που φέρει συνειδητότητα. Δεν με πειράζει να κριθώ για τις επιλογές που κάνω συνειδητά. Με τον ίδιο τρόπο, συνειδητά, θα επιλέξω και με τι από αυτή την κριτική συνδέομαι και με τι όχι. Το ίδιο ισχύει και για το όταν διαβάζω για το σύνολο μίας ταινίας στην οποία παίρνω μέρος.

Είσαι από τις λίγες ηθοποιούς στην Ελλάδα που μπορείς να πεις ότι έχουν κάνει κινηματογραφική καριέρα; Πόσο εύκολο ήταν; Ηταν κάτι που κυνήγησες;

Πολλοί ηθοποιοί εργάζονται στον κινηματογράφο. Δεν είμαι κάποια εξαίρεση. Επίσης δεν ξέρω αν θα χαρακτήριζα την πορεία μου ως “καριέρα”. Ο όρος καριέρα έχει την προοπτική της ανέλιξης και με βάση αυτή και μια σταδιακή αύξηση απολαβών. Αυτό δεν είναι κάτι που συμβαίνει στην Ελλάδα, στον κινηματογράφο. Επιλέγω ως ηθοποιός να κάνω σινεμά γιατί είναι το καλλιτεχνικό μέσο που με εκφράζει περισσότερο. Θέλω να παίρνω μέρος σε δουλειές με τις οποίες νιώθω σύνδεση και ολοκλήρωση, για την δική μου ψυχική ισορροπία. Για να έχω το περιθώριο αυτό εργάζομαι στην εστίαση, δεν βιοπορίζομαι αποκλειστικά από τον κινηματογράφο. Δεν βλέπω το σύνολο της δουλειάς μου ως καριέρα, το βλέπω ως φιλμογραφία που αντανακλά τις καλλιτεχνικές μου επιλογές, και ίσως κάτι για εμένα ως άνθρωπο. 
 


**Δείχνεις να μένεις πιστή σε σκηνοθέτες;

Νιώθεις ασφάλεια να δουλεύεις με ανθρώπους που έχεις ξαναδουλέψει; Η καλλιτεχνική σύμπραξη είναι μιας μορφής σχέση. Δεν μπορώ να γίνω κομμάτι του οποιουδήποτε σύμπαντος και να ταυτιστώ με αυτό στον ίδιο βαθμό εάν δεν συνάδει με την δική μου αισθητική, ή εάν αυτό που αφηγείται μου είναι ξένο. Οι άνθρωποι με τους οποίους συνεργάζομαι επανειλημμένα είναι αυτοί με τους οποίους συνδεόμαστε αμφίδρομα σε αυτό το επίπεδο. Μένω πιστή στους σκηνοθέτες που με εμπνέουν και που αυτό που οραματίζονται είναι κάτι στο οποίο αισθάνομαι ότι ανήκω. Αυτού του τύπου η συμβατότητα μεταξύ των ανθρώπων δεν είναι κάτι που διακόπτεται επειδή ολοκληρώθηκε μία δουλειά. Η αίσθηση του συνανήκειν, όταν έρχεται αβίαστα αποτελεί ένα εσωτερικό κάλεσμα για να πραγματώσουμε μαζί. Δεν μπορώ να φανταστώ τη δουλειά μου ως κάτι το ξεχωριστό μέσα στο όραμα κάποιου, ούτε και το αντίστροφο. Οι φορές που έχω προσπαθήσει να το δω έτσι σαν ηθοποιός ή και σαν άνθρωπος σε άλλα πεδία της ζωής μου, μού έχουν εν τέλει αφήσει μια αίσθηση κενότητας και μοναξιάς, παρά ολοκλήρωσης. 
 


Ελσα

Εχεις συνεργαστεί κατά κύριο λόγο με άντρες σκηνοθέτες. Είναι κάτι που επιλέγεις; Πως νιώθεις για το γεγονός ότι όλο και περισσότερες γυναίκες σκηνοθέτες κάνουν έντονη την παρουσία τους στο ελληνικό σινεμά;

Δεν επιλέγω τους σκηνοθέτες με βάση το φύλο τους, όπως και τους ανθρώπους με τους οποίους σχετίζομαι γενικώς. Το male gaze είναι κάτι που με αφορά σε μεγάλο βαθμό στον τρόπο που επιλέγω τα σενάρια, αλλά το εάν ένα σενάριο εξάρει ένα πατριαρχικό αφήγημα, δεν έγκειται πραγματικά στο φύλο του σκηνοθέτη, αλλά στις αντιλήψεις του και τις πεποιθήσεις του. Η ουσία ενός σεναρίου, ο τρόπος που αντιμετωπίζει την θηλυκή παρουσία, και η μορφή της επίδρασης που αυτή θα έχει στην συνολική αφήγηση, ορίζουν αυτήν την πρόθεση στον κινηματογράφο. Εάν ένας γυναικείος ρόλος απεικονίζεται με ελλιπή τρόπο να επιτελεί λειτουργίες που του έχουν ανατεθεί από την κοινωνία η τον περίγυρό του, στερεοτυπικά, με αποτέλεσμα να χάνει το ανθρώπινο βάθος του, είναι ένας επιφανειακός ρόλος ούτως ή άλλως. Εάν η διάστασή του παραμένει σε αυτό το πρώτο επίπεδο, ακόμα και αν η αφήγηση προσπαθεί να μας κάνει να τον λυπηθούμε για τους ίδιους ακριβώς λόγους, τότε, και σε αυτήν την περίπτωση για εμένα εξάρει το πατριαρχικό αφήγημα, με την έννοια του ότι δεν αντιμετωπίζει την γυναίκα ως ένα υποκείμενο που μπορεί να πυροδοτήσει την αλλαγή στο περιβάλλον της. Θεωρώ πως και ένα βασικό κομμάτι της τέχνης, είναι το να εμπνεύσει την αλλαγή που θέλουμε να δούμε στην κοινωνία, και όχι μόνο να βαλτώνει σε μία επιφανειακή κριτική της, από μία θέση υποτιθέμενης ηθικής ανωτερότητας. Για εμένα κατ’ αυτόν τον τρόπο μια ταινία που εστιάζει στην γυναίκα και την παρουσιάζει ως ένα υποκείμενο, με τα δικά του ζητήματα, τις δικές του προτεραιότητες, και την ατέρμονη δυνατότητα για εσωτερική αναζήτηση και διεύρυνση, είναι ένα αφήγημα πολύ πιο φεμινιστικό στην ουσία του, από ίσως ένα άλλο που στην προσπάθειά του να φανεί φεμινιστικό, θέτει και πάλι τον ανδρικό ρόλο στο προσκήνιο, ως παράδειγμα προς αποφυγή, σε ένα περιβάλλον στο οποίο η θηλυκή οντότητα παρουσιάζεται ως αδικημένο έρμαιο και όχι ως παράδειγμα προς έμπνευση. Και για εμένα αυτή είναι η ουσία του male gaze. 
Τώρα σε σχέση με την τρίτη ερώτηση, νιώθω ότι θα έπρεπε να είναι έτσι από πάντα.

Πώς αντιμετωπίζεις κάθε νέα πρόταση για μια ταινία - μικρού ή μεγάλου μήκους; Τι κοιτάς πρώτα; Τι σε ενδιαφέρει σαν εξέλιξη στην τέχνη σου;

Κοιτάω το κατά πόσο αυτό που πραγματεύεται έχει κάτι το οποίο με αφορά και με αγγίζει και κατά πόσο οι ρόλοι του, μέσα σε αυτό το πλαίσιο, έχουν το περιθώριο να ξεδιπλώσουν την ανθρώπινή τους διάσταση σε συνύπαρξη μεταξύ τους. Μια αφήγηση είναι μια μικρή προσομοίωση μιας φανταστικής κατάστασης που διεξάγεται από ανθρώπους, με αρχή, μέση και τέλος. Ξέρουμε ότι είναι ψέματα, ξέρουμε ότι είναι προσομοίωση και ότι θα έχει συγκεκριμένη διάρκεια αλλά παρ όλα αυτά το παρακολουθούμε για να συνδεθούμε με τους ανθρώπους οι οποίοι μετέχουν σε αυτή, ως τρίτοι, προκειμένου να τους κατανοήσουμε. Αν αυτή η ανάγκη για σύνδεση και κατανόηση, αισθάνομαι με βάση τα κριτήριά μου ότι υπάρχει και σε ένα σενάριο, με αυθεντικό τρόπο, τότε για εμένα είναι κάτι που θεωρώ ουσιώδες. Εάν ο θεατής έχει εξ ορισμού την περιέργεια και την επιθυμία να συνδεθεί και αυτό τον ωθεί σε μία κινηματογραφική αίθουσα, τότε και ο δημιουργός εξ ορισμού οφείλει να έχει τα ίδια κίνητρα. Είναι μια αμφίδρομη σχέση. Δεν αισθάνομαι πάντα στα σενάρια που μπορεί να διαβάσω ότι υπάρχει αμιγώς αυτή η πρόθεση. Σε σχέση με την εξέλιξη στην τέχνη μου, νιώθω ότι ερεθίσματα έρχονται παρατηρώντας και αναλύοντας υπαρκτούς ανθρώπους. Η εξέλιξη της υποκριτικής τέχνης έρχεται μέσα απ’ τη ζωή.

Το «Κιούκα, Πριν το Τέλος του Καλοκαιριού» του Κωστή Χαραμουντάνη βγαίνει στις αίθουσες την Πέμπτη 15 Μαΐου από το Cinobo. To «Killerwood» του Χρήστου Μασσαλά βγαίνει στις αίθουσες στις 29 Μαΐου από τη Weird Wave.

Ελσα Λεκάκου