Άποψη

Ελλάδα – Ισραήλ – Ρουμανία, Κινηματογραφική Συμμαχία!

στα 10

Τι μάθαμε παρακολουθώντας την ανοιχτή συζήτηση «Νέος κινηματογράφος, νέες προοπτικές», με θέμα το κατά πόσο η πρόσφατη κινηματογραφική επιτυχία τριών μικρών χωρών, της Ρουμανίας, του Ισραήλ και της Ελλάδας, συνιστά αποτέλεσμα οργανωμένης προσπάθειας ή ευτυχούς συγκυρίας.

Ελλάδα – Ισραήλ – Ρουμανία, Κινηματογραφική Συμμαχία!

Το ενδιαφέρον που παρουσίαζε η χθεσινή ανοιχτή συζήτηση «Νέος κινηματογράφος, νέες προοπτικές», ήταν καθαρά πρακτικό κι αυτό ήταν και το ελκυστικό χαρατηριστικό της: τώρα που οι ελληνικές ταινίες σημειώνουν επιτυχία έξω από τη χώρα, τι μπορούμε να μάθουμε από δύο γειτονικές κινηματογραφίες, της Ρουμανίας και του Ισραήλ, που διαχειρήστηκαν εξαιρετικά την πρόσφατη άνοδό τους.

Διαπίστωση πρώτη: η ελληνική κινηματογραφική κοινότητα απουσίαζε πανηγυρικά από τη συζήτηση, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Είδαμε στην αίθουσα τον σκηνοθέτη Κώστα Καπάκα και τον Γιώργο Καλογερόπουλο, πρόεδρο του Μεσογειακού Ινστιτούτου Κινηματογράφου. Ελπίζουμε ότι υπήρχαν κι άλλοι κι απλώς δεν τους είδαμε. Αν όχι κρίμα, γιατί η συζήτηση ήταν ιδιαίτερα διαφωτιστική.

Διαπίστωση δεύτερη: το νέο ρεύμα του Ρουμανικού κινηματογράφου εξελίσσεται εκπληκτικά στο διεθνές φεστιβαλικό κύκλωμα, αλλά όχι στη χώρα του, λίγο όπως και στην Ελλάδα. Ο Αντρέι Τανασέσκου, Διευθυντής του Φεστιβάλ Ρουμανικού Κινηματογράφου του Τορόντο, μίλησε διεξοδικά για το πώς αντιμετωπίστηκε το «year zero» του ρουμανικού σινεμά, το 2.000, όταν δεν έγινε απολύτως καμία εγχώρια παραγωγή. Παρότι οι εξακόσιες κινηματογραφικές αίθουσες που είχε η χώρα το 1989, είναι σήμερα τριάντα τρεις και παρότι μόνο το 2,5% του πληθυσμού βλέπει ρουμανικές ταινίες, οι παραγωγοί και σκηνοθέτες έχουν στραφεί στο εξωτερικό, τόσο για χρήματα, συμπαραγωγές δηλαδή, όσο και για την προβολή του ρουμανικού σινεμά, που έχει κατακτήσει τη διεθνή αναγνώριση. Στο εσωτερικό, το Ρουμανικό Κέντρο Κινηματογράφου υποστηρίζει τις ταινίες με ετήσιο προϋπολογισμό 7 εκ. ευρώ και με χαρακτηριστική, όπως είπε, αναξιοκρατία, όπου επιδοτείται κυρίως η παλαιότερη φρουρά σκηνοθετών που καθόλου δε συμβάλει στην άνοδο του ρουμανικό κινηματογράφου. Ως προς το «νέο ρεύμα» όπως διαμορφώνεται, ο Τανασέσκου εξήγησε ότι οι Ρουμάνοι σκηνοθέτες και παραγωγοί συνδέονται μεταξύ τους όχι τόσο από αμοιβαία γούστα ή προθέσεις, αλλά κυρίως από μια κοινή αντιπάθεια για τα κινηματογραφικά πράγματα στη χώρα τους.

Διαπίστωση τρίτη: Israelis do it better! Ο Κατριέλ Σόρι, Διευθυντής του Ισραηλινού Κέντρου Κινηματογράφου, αποδείχθηκε εξαιρετικά δυναμικός και, τελικά, πηγή έμπνευσης για το πώς πρέπει να δουλεύει ένας υποστηρικτικός οργανισμός. Ο Σόρι εξήγησε, αρχικά, ότι μετά το 1998, όπου οι ισραηλινές ταινίες σημείωσαν μόνο 36.000 εισιτήρια στη χώρα τους, από ένα σύνολο 10 εκ. εισιτηρίων, η κινηματογραφική κοινότητα – παραγωγοί, σεναριογράφοι, σκηνοθέτες, τεχνικοί και ηθοποιοί – διεκδίκησαν, κάνοντας έντονο lobbying στη Βουλή και επέβαλαν τον τρέχοντα κινηματογραφικό νόμο που οι ίδιοι είχαν διαμορφώσει. Το 2004 οι εισπράξεις από τις ισραηλινές ταινίες έφτασαν τα 1,3 εκατομμύρια εισιτήρια.

Το Ισραηλινό Κέντρο Κινηματογράφου δεν είναι κρατικό, αλλά Μη Κυβερνητική Οργάνωση, πράγμα που επιτρέπει βέβαια πολύ μεγαλύτερη ευελιξία. Το διοικητικό του συμβούλιο αποτελείται κατά 60% από κινηματογραφιστές και κατά 40% από υπαλλήλους του κράτους. Η επιδότησή του από το κράτος είναι 5,5 εκ. ευρώ και το ποσό αυτό συμπληρώνεται από αυτοχρηματοδότηση: το ποσοστό από τις συμπαραγωγές που κάνει, εισιτήρια από προβολές που διοργανώνει, ιδιωτικές χορηγίες. Από τις 30 – 35 ταινίες που υποστηρίζει κάθε χρόνο με κάποια μορφή (από το development ήδη), περίπου το 25% καταλήγει στις αίθουσες.

Η κύρια μέριμνα του Ισραηλινού Κέντρου Κινηματογράφου είναι το branding των ταινιών, η εξοικείωση των πολιτών με το σινεμά της χώρας και γι’ αυτό το λόγο διοργανώνει από προβολές μέσα στα σχολεία μέχρι περιοδεύοντες κινηματογράφους plug & play που ταξιδεύουν παντού όλο το χρόνο. Εχει μάλιστα θεσπίσει και μια συνδρομητική υπηρεσία όπου με μικρό αντίτιμο μπορεί κάποιος να δει έξι ισραηλινές ταινίες το χρόνο – τα έσοδα μπαίνουν και πάλι στην παραγωγή ταινιών.

Επιπλέον φροντίζει ώστε να γίνονται συχνά workshops για τους Ισραηλινούς κινηματογραφιστές, φέρνοντας ειδικούς από το εξωτερικό, ώστε να ενημερώνονται διαρκώς για τις τεχνικές εξελίξεις και δυνατότητες. Παράλληλα το Κέντρο καλύπτει τα έξοδα σε 5 – 6 σκηνοθέτες ή παραγωγούς κάθε φορά για να επισκέπτονται τα μεγάλα διεθνή Φεστιβάλ και να κάνουν επαφές.

Το 12% του ετήσιου προϋπολογισμού του Κέντρου αφιερώνεται στο development σεναρίων, όπου όμως υποχρεωτικά ο σεναριογράφος συνοδεύεται από έναν script editor στην ανάπτυξη του σχεδίου του – και οι δύο με αμοιβή από το Κέντρο. Ο Σόρι φροντίζει προσωπικά να βλέπει όλες τις πτυχιακές μικρού μήκους των φοιτητών που τελειώνουν κάθε χρόνο τις κινηματογραφικές τους δουλειές – περίπου 100 απόφοιτοι – για ν’ ανακαλύπτει τα νέα ταλέντα. Οπως είπε, η υποχρέωση κάθε Κέντρου Κινηματογράφου είναι να παίρνει ρίσκα, να δίνει ευκαιρίες.

Το ισραηλινό Κέντρο Κινηματογράφου αφιερώνει επιπλέον 15% του ετήσιου προϋπολογισμού του σε προώθηση και marketing των ταινιών. Ο Σόρι κλείνει ο ίδιος, προσωπικά, συμφέρουσες συμφωνίες με τα εγχώρια media για τη διαφήμισή τους.

Τέλος, ο Σόρι εξήγησε ότι έχει θεσπίσει ένα κονδύλι των 50.000 ευρώ, το οποίο ονομάζει «guerilla truck» και μοιράζεται σε πέντε με έξι νέους δημιουργούς που θέλουν να κάνουν ταινίες γρήγορα και με λίγα μέσα. Εάν κάποιο από αυτά τα projects δείξει δυναμική, επιδοτείται στη συνέχεια περισσότερο.

Ναι, ζηλέψαμε.

Διαπίστωση τέταρτη: τόσο η Ρουμανία όσο και το Ισραήλ ενισχύουν την τάση οι παραγωγοί να διανέμουν μόνοι τους τις ταινίες τους, ώστε να παίρνουν μέρος και να ελέγχουν τη διαδικασία κοστολόγησης αφενός, αλλά και να εισπράττουν απευθείας τα έσοδα αφετέρου. Αυτό συνέβη με διεθνώς αναγνωρισμένες ταινίες όπως το «Βαλς με τον Μπασίρ» του Ισραηλινού Αρι Φόλμαν, ή το «4 Μήνες, 3 Βδομάδες και 2 Μέρες» του Ρουμάνου Κρίστι Μουντζίου. Αυτό βέβαια έχει αρχίσει ήδη να συμβαίνει στην Ελλάδα, με ταινίες καλλιτεχνικού προφίλ και το πιθανότερο είναι ότι θα συμβαίνει όλο και περισσότερο στο μέλλον.

Διαπίστωση πέμπτη: Ο Γρηγόρης Καραντινάκης, Γενικός Διευθυντής του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, έκανε μια εισήγηση γεμάτη θλίψη. Τόνισε ότι δεν υπάρχουν χρήματα κι ότι η οικονομική κρίση διαπερνά κάθε επίπεδο της κινηματογραφικής ζωής, δεν είπε όμως τίποτε πρακτικό για το πώς το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου μπορεί να υποστηρίξει τις ταινίες που γίνονται, έστω με εργασία και διασυνδέσεις, αν όχι οικονομικά. Η απογοήτευσή του για την κατάσταση του Κέντρου ήταν έκδηλη, άγγιζε την κατάθλιψη. Κι ενώ αναγνωρίζουμε ότι ο Καραντινάκης αντιδρά πρωτίστως ως σκηνοθέτης και μετά ως τεχνοκράτης από την καινούρια του θέση, καλό είναι να συνειδητοποιήσει ότι ο Γενικός Διευθυντής του Ε.Κ.Κ. δεν μπορεί να κάνει δηλώσεις όπως «το ελληνικό σινεμά αναπτύσσεται μ’ έναν περίεργο, δικό του τρόπο, οι ταινίες ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια στο δάσος.» Γιατί ο σκοπός του Ε.Κ.Κ. δεν είναι να συλλέγει μανιτάρια, αλλά να κόψει το κεφάλι του να βρει επιτέλους τρόπο να επικοινωνήσει με την κινηματογραφική κοινότητα και να τη βοηθήσει όπως του ζητηθεί. Το Ε.Κ.Κ. στελεχώνεται από δημοσίους υπαλλήλους και υποχρέωσή τους είναι να εξυπηρετούν τον πολίτη θεατή και τον πολίτη δημιουργό – αν όχι με χρήματα, τότε με προσωπικό αγώνα. Η δήλωση – σύνοψη του Γρηγόρη Καραντινάκη ήταν: «το Ε.Κ.Κ., έχοντας ήδη μειωμένο προϋπολογισμό λόγω μνημονίου, οφείλει να δημιουργήσει ένα πρόγραμμα χρηματοδοτήσεων προσφέροντας ευκαιρίες σε όσο το δυνατόν περισσότερο κόσμο, στηρίζοντας τους δημιουργούς σε κάθε στάδιο της ταινίας». Γνώμη μας είναι ότι οι γενικολογίες πρέπει σύντομα να αντικατασταθούν από απλές, πρακτικές ιδέες για να ξέρουμε περίπου πού στεκόμαστε.

Η ανοιχτή συζήτηση «Νέος κινηματογράφος, νέες προοπτικές» διοργανώθηκε στα πλαίσια της Αγοράς. Η Αγορά του 52ου ΦΚΘ, η οποία υποστηρίζεται από το Ευρωπαϊκό πρόγραμμα MEDIA, συμμετέχει στο πρόγραμμα Θεσσαλονίκη – Σταυροδρόμι Πολιτισμών και χρηματοδοτείται μεταξύ άλλων δράσεων του 52ου Φεστιβάλ από την Ευρωπαϊκή Ένωση - Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, στο πλαίσιο του ΠΕΠ Κεντρικής Μακεδονίας 2007-2013.

Φωτογραφία Φανή Τρυψάνη, Motionteam