Συνέντευξη

Ντορίνα Παπαλιού: «Επαναστάτησα στο σινεμά των γονιών μου με γράψιμο και επιστήμη»

στα 10

Η συγγραφέας του «Το Απαραίτητο Φως» μιλά στο Flix, τώρα που η ομότιτλη μίνι-σειρά είναι διαθέσιμη στο Ertflix.

Ντορίνα Παπαλιού: «Επαναστάτησα στο σινεμά των γονιών μου με γράψιμο και επιστήμη»

Να σε λενε Ντορίνα Παπαλιού και 'συ να γράφεις, να γράφεις, να γράφεις με πάθος και επιτυχία καλή λογοτεχνία, είναι ελαφρώς παράδοξο. Μα τι έκανε ο μυθικός παραγωγός του νέου ελληνικού κινηματογράφου και λατρεμένος πρόεδρος του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου στην κορούλα του; Πώς και δεν της μετέδωσε το μικρόβιο του σινεμά, όχι μόνο αυτός, αλλά και η μητέρα της, η εμβληματική φιγούρα του ελληνικού ντοκιμαντέρ, η αγωνίστρια και πάντα παρούσα και παθιασμένη Μαίρη Χατζημιχάλη-Παπαλιού; Αλλά και ο σύζυγος της Ντορίνας, και πατέρας των δυο παιδιών της, ο Απόστολος Δοξιάδης, από το σινεμά (ως δημιουργός και θεσμικός παράγων) ξεκίνησε πριν αφοσιωθεί σε μια λογοτεχνία υψηλής ευφυίας, ταλέντου και διεθνούς αναγνώρισης.

Και να που, φέτος, η Ντορίνα Παπαλιού βρέθηκε στην κορφή του τηλεοπτικού ενδιαφέροντος. Το εξαιρετικό, πολυδιαβασμένο μυθιστόρημά της, «Το Απαραίτητο Φως» (εκδόσεις Ικαρος, 2012), έγινε σειρά, που προβάλλεται στο Ertflix (τώρα, είναι, μάλιστα, ολοκληρωμένη, και με τα οκτώ επεισόδιά της). Από την πρώτη κιόλας στιγμή μόνο σχόλια θαυμασμού ακούστηκαν και γράφτηκαν. Δικαίως. Είχα διαβάσει το βιβλίο και τα 'χασα με την δύσκολη και πολλή δουλειά που έχει πέσει, σε σενάριο, σκηνοθεσία (Λάμπης Ζαρουτιάδης), φωτογραφία (Γιάννης Δρακουλαράκος), ερμηνείες ενός ξεχωριστού καστ.

Το Απαραίτητο Φως Μαριάννα Πουρέγκα

Δεν ήταν απλή υπόθεση η τηλεοπτική διασκευή μιας ιστορίας που εκτείνεται από τα χρόνια της Κατοχής μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2000. Δυο γυναίκες κυριαρχούν, που τις ερμηνεύει η πολύ καλή νέα ηθοποιός Μαριάννα Πουρέγκα, με βαμμένα κόκκινα τα μαλλιά της. Παίζει, βλέπετε, δυο γυναίκες με σκοτσέζικη ρίζα. Τη ζωγράφο και αντιστασιακή Λουίζ, που εκτελείται από τους Γερμανούς. Και την εγγονή της, ανθρωπολόγο Λουίζα, που μετά τον θάνατο του πατέρα της, γιου της μυστηριώδους Λουίζ, αναγκάζεται να λύσει το μυστήριο της εκτέλεσής της, να ανακαλύψει έναν χαμένο παλιό πίνακα, να βρεί τον ένοχο για τον θάνατό της. Βιβλίο και ταινία πηγαινοέρχονται από το 1940 στη σύγχρονη Αθήνα, η πλοκή , όσο απαιτητική κι αν είναι, δεν χάνει τίποτα στη μικρή οθόνη, ο θεατής εμπλέκεται και αιχμαλωτίζεται.

Είπαμε να μιλήσουμε με την γοητευτική και δυναμική Ντορίνα για αυτή την πρώτη τηλεοπτική της εμπειρία, τόσο διαφορετική από το γράψιμο, που την απορροφά. Ομολογώ ότι όταν τη συναντάω πάντα νοιώθω μια περίεργη συγκίνηση. Είναι η κόρη του Παπαλιού, ρε γαμώτο, και είναι τόσο ταλαντούχα και δυνατή και συνεχώς μέσα στην αναζήτηση. Σαν τις ηρωίδες της.

Το Απαραίτητο Φως Η Ντορίνα Παπαλιού με την ηθοποιό Ευγενία Δημητροπούλου και τον συνθέτη της σειράς, Μάριο Αριστόπουλο

Είχες φανταστεί ποτέ το «Απαραίτητο Φως» ως σειρά;

Σαφώς. Μου το έλεγαν όλοι ότι ότι θα μπορούσε να γίνει σενάριο. Αλλά ταινία δεν γίνεται, γιατί είναι πάρα πολύ μεγάλο το στόρι, δεν χωράει σε δυο ώρες. Ακόμα κι εδώ, στα οκτώ επεισόδια της σειράς, είναι πολύ συμπυκνωμένο. Εγινε τρομερή σεναριακή δουλειά για να χωρέσει σε οκτώ επεισόδια και να υπάρχει δυνατό opening και καλό cliffhanger σε κάθε επεισόδιο. Και, έπειτα, είναι και τα πολύ απαιτητικά μπρος-πίσω της ιστορίας, όπως είναι γραμμένο και το βιβλίο. Αλλά το τι θα χωρέσει θεματικά στο κάθε επεισόδιο, γκρουπάρεται τελείως διαφορετικά από το βιβλίο.

Συζήτησα κατ΄ αρχάς και με τις δύο σεναριογράφους. Ουσιαστικά σ΄αυτές το εμπιστεύτηκα. Κυρίως ήθελα να καταλάβουν τους χαρακτήρες, γιατί η πλοκή μπορεί να στηθεί έτσι κι αλλιώς και παραλλιώς, αλλά αν δεν καταλάβουν τους χαρακτήρες, την ουσία, τι θέλεις να πεις και ποια είναι η καρδιά του βιβλίου, δεν θα το αποδώσουν σωστά.»

Πώς ξεκίνησε η τηλεοπτική του καριέρα;

Αρχικά μου το ζήτησε η Tanweer, ο Διονύσης Σαμιώτης, αλλά στην πορεία φοβήθηκαν ότι με τόσο μικρό μπάτζετ δεν θα μπορέσουν να βγάλουν αυτό που είχαν οραματιστεί. Είχαν, όμως, ήδη αναθέσει το σενάριο στη Μιρέλλα Παπαοικονόμου και την Κάτια Κισσονέργη, κι αυτές το πήγαν στην NEEDaFIXER. Κι αυτή, με το που είδε το στόρι, είπε «είμαι μέσα». Δεν φοβήθηκαν καθόλου. Η Ελισσάβετ Χατζηνικολάου, υπεύθυνη για τη μυθοπλασία, ενθουσιάστηκε από την αρχή, είπε «θα τα δώσω όλα».

Tι είναι αυτή η εταιρεία, δεν την ξέρω.

Η NEEDaFIXER είναι μια από τις μεγαλύτερες εταιρείες παραγωγής στον κόσμο με κεντρικά γραφεία στο Λονδίνο και γραφεία σε 20 χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας. Οι ιδιοκτήτες είναι Eλληνες και στόχος τους ήταν πάντα να κάνουν στην Ελλάδα παραγωγές με στάνταρντ εξωτερικού. Μέχρι σήμερα στην χώρα μας έχουν κάνει τις σειρές «Καρτ Ποστάλ», «Μια Νύχτα του Αυγούστου» και «Ερημη Χώρα» αλλά θεωρούν ότι ένα από τα καλύτερα projects τους είναι η σειρά «Απαραίτητο Φως» και στόχος τους είναι κάνουν και άλλες δουλειές αντάξιες, επενδύοντας στην Ελλάδα, μια χώρα γεμάτη καλλιτεχνικό ταλέντο.

Το Απαραίτητο Φως Από τα γυρίσματα της σειράς στην Οξφόρδη

Ζήτησες κάποια εχέγγγυα, ίσως έλεγχο στο σενάριο;

Φοβόμουνα πολύ, γιατί όταν δίνεις ένα βιβλίο μπορούν να το κατακρεουργήσουν, να το κάνουν ό,τι θέλουν. Και μετά, αν δεν βγει καλό, να λένε όλοι «τι μάπα βιβλίο είναι αυτό;». Είναι ρίσκο. Ετσι συζήτησα κατ΄ αρχάς και με τις δύο σεναριογράφους. Ουσιαστικά σ΄αυτές το εμπιστεύτηκα. Κυρίως ήθελα να καταλάβουν τους χαρακτήρες, γιατί η πλοκή μπορεί να στηθεί έτσι κι αλλιώς και παραλλιώς, αλλά αν δεν καταλάβουν τους χαρακτήρες, την ουσία, τι θέλεις να πεις και ποια είναι η καρδιά του βιβλίου, δεν θα το αποδώσουν σωστά. Τους ζήτησα να έχουμε μια καλή επικοινωνία, χωρίς να μπαίνω μέσα στα πόδια τους, γιατί καταλαβαίνω ότι οι σεναριογράφοι τρομάζουν όταν ένας συγγραφέας επεμβαίνει, «μην μου αλλάξεις αυτό, μην μου αλλάξεις εκείνο». Αλλά επειδή προέρχομαι από κινηματογραφική οικογένεια, κατανοώ τι θα πει διασκευή, ότι κάποια πράγματα θα αλλάξουν, ότι κάποιες σκηνές θα προστεθούν για λόγους δραματουργίας.

Ποιο ήταν το απαράβατο για σένα;

Το πίσω-μπρος της αφήγησης. Είναι το άλφα και το ωμέγα του βιβλίου. Η Κάτια Κισσονέργη, που δεν είναι βοηθός της Μιρέλλας, γράφουν μαζί, ισότιμα, μού είπε ότι μπήκε στο πρότζεκτ γιατί την γοητεύει το πίσω-μπρός, ότι έχει πάθος με αυτή την μοντέρνα αφήγηση και θα 'θελε να την πάμε ακόμα παραπέρα από το βιβλίο, να την κάνουμε ακόμα πιο αβάν γκάρντ, γρήγορη και σύνθετη. Αυτό με ενθουσίασε. Η Κάτια, που έχει μαμά από το Ζαΐρ και πατέρα Ελληνα, έδωσε ρέστα αν και νεότερη. Επίσης, πρέπει να πω ότι η ΕΡΤ ήταν εξαιρετική στη συνεργασία. Οταν είπαμε να πάρουμε μια νέα ηθοποιό, την Μαριάννα Πουρέγκα για τον διπλό πρωταγωνιστικό ρόλο, μια νέα γυναίκα που δεν είχε ξανακάνει τηλεόραση, αλλά είχε μια εντυπωσιακή περσινή θεατρική σεζόν με τον Τάρλοου στο «Εγκλημα και Τιμωρία» και στο «Περλιμπλίν και Μπελίσα», την δέχτηκε με ενθουσιασμό, δεν είπε, «α, καλύτερα μια γνωστή ηθοποιό». Ούτε με το σενάριο τρόμαξε, να προτιμήσει κάτι πιο συμβατικό και σίγουρο.

Ας μιλήσουμε γι αυτές τις δυο γυναίκες, την αντιστασιακή ζωγράφο του ’40 και την κοινωνική ανθρωπολόγο του σήμερα. Γιαγιά και εγγονή. Εχει καμμιά δικά σου στοιχεία;

Νομίζω ότι βγαίνει σ’ αυτές ο θαυμασμός που νοιώθω για γυναίκες που δίνονται απόλυτα σε κάτι, είτε είναι τέχνη ή οτιδήποτε άλλο. Εχω σπουδάσει κι εγώ, όπως η νεαρή ηρωίδα μου, κοινωνική ανθρωπολογία, αυτή στην Οξφόρδη, εγώ στο Κέιμπριτζ. Η Λουίζα είναι μουσειολόγος-κοινωνική ανθρωπολόγος και καταπιάνεται με τη σχέση των αντικειμένων με τη ζωή των ανθρώπων - αυτό κοιτάει κανείς σε ένα μουσείο, ένα αντικείμενο τι χρήση είχε, πού το είχαν, μέσα στο σπίτι, έξω από το σπίτι; Με έναν τρόπο η δουλειά της τη βοηθάει να κατανοήσει κι αυτά που της άφησε ο πεθαμένος πατέρας της, πώς σχετίζονται με τον ίδιο και με τους άλλους. Ενα ακόμα δικό μου στοιχείο είναι η ζωγραφική, που τη λατρεύω. Οταν ανακάλυψα τους Glasgow Boys, αυτή τη ριζοσπαστική, μοντερνιστική ομάδα Σκοτσέζων ζωγράφων, που επηρέασαν την τέχνη της Σκωτίας την περίοδο του 1880, είπα, «κάτι θέλω να κάνω κάποια στιγμή με αυτούς». Και με ενδιαφέρει πολύ και η γενιά του ‘30, στην οποία ανήκει η ζωγράφος Λουίζ.

Αν υπάρχει ένα μυστήριο στην ιστορία μου είναι το μυστήριο της ελληνικότητας. Αυτήν αναζητούσε η γενιά του ’30 στην ποίηση, τη λογοτεχνία, τη ζωγραφική, αυτήν αναζητεί και η ζωγράφος ηρωίδα μου, μισή Σκωτσέζα, μισή Ελληνίδα και πρόσφυγας από τη Σμύρνη. Η Λουίζ προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει τον αττικό ουρανό, το φως, όπως πέφτει πάνω στην πόλη.»

Ο τίτλος βιβλίου και σειράς, «Το απαραίτητο φως», τη ζωγραφική αφορά, όχι το να λυθεί το μυστήριο του χαμένου πίνακα, όπως, ίσως, σκεφτούν πολλοί. Αν υπάρχει ένα μυστήριο στην ιστορία μου είναι το μυστήριο της ελληνικότητας. Αυτήν αναζητούσε η γενιά του ’30 στην ποίηση, τη λογοτεχνία, τη ζωγραφική, αυτήν αναζητεί και η ζωγράφος ηρωίδα μου, μισή Σκωτσέζα, μισή Ελληνίδα και πρόσφυγας από τη Σμύρνη. Η Λουίζ προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει τον αττικό ουρανό, το φως, όπως πέφτει πάνω στην πόλη. Ταυτίζεται με την πόλη, ζωγραφίζει την Αθήνα, ζωγραφίζει τοπία, αναζητά τα χρώματα, όπως αποδίδονται μέσα στο φως το ελληνικό. Μέσα από αυτό ψάχνει, παλεύει με την ελληνικότητά της. Ουσιαστικά οι επιλογές που κάνει στη ζωή της, στον έρωτα, σε όλα, έχουν να κάνουν με την αφοσίωσή της στις ιδέες της, στο ποια είναι, στο ότι δεν θέλει να προδώσει τα ιδανικά της. Δηλαδή, ζωγραφίζεις και προσπαθείς να βρεις την ελληνικότητα στην τέχνη, αλλά όταν θα βρεις την πρώτη ευκαιρία θα φύγεις, θα πας να βρεις την ασφάλειά σου από την Κατοχή και τους Γερμανούς κάπου αλλού; Ή θα μείνεις να πολεμήσεις;

Αυτό το φώς της Λουίζ πώς πέρασε στην κινηματογράφηση της σειράς;

Ξέρω πολύ καλά ότι ο σκηνοθέτης Λάμπης Ζαρουτιάδης και ο διευθυντής φωτογραφίας Γιάννης Δρακουλαράκος επί ώρες συζητούσαν για το πώς θα φωτίσουνε. Ενας λόγος που πολλοί λένε ότι η σειρά μοιάζει με κινηματογράφο είναι το πώς ο Λάμπης και ο Δρακουλαράκος διαχειρίστηκαν το φως και το χρώμα. Και αυτή η φωτιστική και χρωματική παλέτα έγινε με άποψη, συζητήσεις και δοκιμές επί ώρες. Φώτισαν με ελάχιστα φώτα, για να βγαίνει η ατμόσφαιρα της εποχής του ‘40, αλλά και η σύγχρονη, χωρίς να γίνει vintage. Περίμεναν το φως. Τη σκηνή, όπου θέλανε να μπαίνει μια λωρίδα φωτός από το παράθυρο, περίμεναν να τη γυρίσουν τη στιγμή που θα μπει. Παίξανε, δηλαδή, πολύ με το ότι η μια ηρωίδα είναι ζωγράφος, αλλά και με το ότι η σύγχρονη ηρωίδα αναζητά μια αλήθεια.

Το Απαραίτητο Φως Αναστάσης Ροϊλός, Μαριάννα Πουρέγκα

Και η σύγχρονη ηρωίδα σου, η Λουίζα, τι είναι για σένα;

Ενα πληγωμένο πλάσμα από έναν πατέρα που έχει μεγαλώσει χωρίς μάνα, τη ζωγράφο Λουίζ, που εκτελέστηκε από τους Γερμανούς, άρα έχει πολλά θέματα στο πώς να συνδεθεί με μία κόρη. Είναι κι αυτός αφοσιωμένος στη δουλειά του, ζει στο διαμέρισμα της μάνας, που δεν γνώρισε, το ίδιο διαμέρισμα που συνδέει και τις δύο εποχές. Οταν όταν χωρίζει από έναν κακό γάμο, μοιραία η κόρη του πηγαίνει με τη μάνα της, κι αυτός αποτραβιέται, απομακρύνεται και δίνεται, σχεδόν σαν πατέρας, σε έναν άλλο νέο άνθρωπο, τον Πέτρο. Το νέο κορίτσι, που δεν εκφράζει όταν είναι παιδί την ανάγκη του να είναι μαζί με τον πατέρα του, όταν ξεσπάει πια, είναι μεγάλη, είναι αργά να αναπληρώσει την πατρική απουσία στην παιδική της ηλικία.

Κοινά στοιχεία εγγονής και γιαγιάς;

Νομίζω ότι η γιαγιά είναι πιο τρυφερή και γλυκειά, η εγγονή πιο αγριεμένη και θυμωμένη. Μοιράζονται, όμως, το πάθος τους και το ότι είναι και οι δυο δυναμικές γυναίκες. Και υπάρχει και ο χαμένος πίνακας που τις ενώνει. Μέσα από την έρευνα γι’ αυτόν συνδέεται και η σύγχρονη ηρωίδα με τον πατέρα της μετά τον θάνατό του, λύνει ερωτήματα για τη σχέση τους, τον καταλαβαίνει.

Πάντα περιμένανε από 'μένα κάτι, ήταν πολύ δύσκολοι γονείς, γιατί τους θαύμαζα κιόλας και μου άφηναν και απόλυτη ελευθερία στα πάντα. Είχαν απαιτήσεις χωρίς να με καθοδηγούν, κι αυτό ήταν πολύ παράξενο συναίσθημα, γιατί νοιώθεις ότι η ελευθερία που έχεις, είναι γιατί τα κάνεις όλα καλά κι αν πάψεις να τα κάνεις καλά μπορεί να την χάσεις και να έχεις κάποιον να σου λέει τι να κάνεις.»

Ως «Ανατρεπτική σειρά μυστηρίου» την διαφημίζει η ΕΡΤ. Σε ενοχλεί αυτό καθόλου; Δεν είναι περιοριστικό για την σειρά;

Θεωρώ ότι είναι μία της διάσταση μόνο. Φυσικά είναι μια σειρά που η πλοκή και το σασπένς σε κρατάνε. Από την άλλη, όμως, δεν είναι αρκετό για 'μένα, όπως και ένα αστυνομικό μυθιστόρημα δεν με ικανοποιεί αν δεν έχει και χαρακτήρες, που να ταυτίζομαι και να με ενδιαφέρουν. Η σειρά, πάντως, έχει πολύ γρήγορους ρυθμούς, ο Γιάννης Τσιτσόπουλος έχει κάνει καταπληκτική δουλειά στο μοντάζ.

Θα το ξαναέκανες; Θα ξαναέδινες βιβλίο σου για τηλεόραση ή σινεμά;

Ναι, μου έχουν κανει μια πρόταση για το «Γκάτερ», το πρώτο μυθιστόρημα που έγραψα το 2007, με ήρωα έναν κομίστα και αστυνομική πλοκή. Θέλει, βέβαια, μια πολύ μοντέρνα ματιά. Εχω δώσει τα δικαιώματα σε μια νέα εταιρεία, που θέλει να το κάνει ταινία, αλλά παίζει και η σειρά.

Το Απαραίτητο Φως

Μπαμπάς παραγωγός, μαμά και σύζυγος σκηνοθέτες. Πώς νοιώθεις που μπήκες και 'συ σ’ αυτόν τον χώρο; Και πώς το είχες γλυτώσει μέχρι τώρα;

Νομίζω ότι στην εφηβεία μου ο λόγος που ήθελα να σπουδάσω νευροεπιστήμες και πήγα γι’ αυτόν το λόγο στην Αμερική, ήταν για να κάνω κάτι τελείως αντίθετο από το σπίτι μου. Ενοιωθα ότι θέλω να διαφοροποιηθώ από τη μητέρα μου, όχι από τον πατέρα μου. Μου έλεγε καμμιά φορά, «έλα να κάνεις σινεμά, να κάνουμε μαζί ταινίες», το άκουγα και τρελαινόμουνα. Ενώ συνήθως τα παιδιά επαναστατούν στους γονείς τους, που τους θεωρούν συντηρητικούς, μέσα από την τέχνη, εγώ επαναστάτησα με την επιστήμη. Αλλά όταν πέρασα ένα ολόκληρο καλοκαίρι στο Λονδίνο δουλεύοντας σε ένα εργαστήρι νευροεπιστημών, κατάλαβα ότι αυτή η επιλογή μου με πνίγει, ότι δεν ταιριάζω στόν τον χώρο. Εβγαινα και κοίταζα τον ήλιο, ήθελα να πάρω ένα ποδήλατο, να περπατήσω και να σκεφτώ ιστορίες… Αλλαξα, λοιπόν, το αμερικάνικο πτυχίο μου σε σύγχρονη ιστορία και παράλληλα έκανα κατι φοιτητικά short films στο Rhode Island School of Design. Aρχισα να γράφω σενάρια, δούλεψα και σε μιά γαλλική ταινία ως βοηθός ένα καλοκαίρι...

Εγώ σε θυμάμαι να δουλεύεις, πολύ πολύ νέα, μέσα δεκαετίας του ’90, στο «Βλέμμα του Οδυσσέα» του Θόδωρου Αγγελόπουλου.

Δούλευα, ναι, είχε μεγάλο ενδιαφέρον αυτή η εμπειρία γιατί κατάλαβα… ότι δεν θέλω τελικά να δουλέψω στο σινεμά. Αλλα ήταν τρομερό γιατί γύρισα όλα τα Βαλκάνια. Μετά έκανα κοινωνική ανθρωπολογία στο Κέιμπριτζ, στην Αγγλία. Εβγαλα ένα βιβλίο, που λέγεται «Ακου μια ιστορία», για τους παραδοσιακους παραμυθάδες, έγραψα παιδικά βιβλία, έκανα μια ιστοσελίδα για το θεατρο σκιών, και αφοσιώθηκα στη λογοτεχνία με το «Γκάτερ», το «Απαραίτητο Φως» και πρόσφατα τη «Φωνή στα χέρια της».

Πώς ήταν λοιπόν να μεγαλώνεις με δυο γονείς χωμένους στο σινεμά;

Θυμάμαι ατελείωτες ταινίες και συζητήσεις, πολύ διάλογο πάνω στο σινεμά ως τέχνη, όχι το εμπορικό. Οι φίλοι τους ήταν ένας κόσμος που ζούσε μέσα στο σινεμά. Εχω δει πολύ σινεμά από τα 12 μου χρόνια, η μαμά μου έφερνε κάθε τρεις και λίγο VHS και έβαζε και βλέπαμε και αναλύαμε, Ταρκόφσκι, Παρατζάνοφ. Ηταν υπέροχα, χαίρομαι που το έζησα. Αλλά εγώ είμαι πιο μοναχικός άνθρωπος και μου ταιριάζει περισσότερο το γράψιμο γιατί έχω τον απόλυτο έλεγχο της αφήγησης. Στο σινεμά δεν τον έχεις, είναι μια συνεργασία, ένα συλλογικό προϊόν, ενώ στο βιβλίο είσαι εσύ. Αν και αγαπάω το σινεμά και βλέπω ταινίες, πολύ σινεμά, το γράψιμο είναι ο κόσμος μου. Μου αρέσει να λέω ιστορίες και, μάλιστα, από πολύ μικρή, απλώς το κατέπνιγα γιατί θεωρούσα ότι έπρεπε να είμαι κάτι άλλο. Πάντα περιμένανε από 'μένα κάτι, ήταν πολύ δύσκολοι γονείς, γιατί τους θαύμαζα κιόλας και μου άφηναν και απόλυτη ελευθερία στα πάντα. Είχαν απαιτήσεις χωρίς να με καθοδηγούν, κι αυτό ήταν πολύ παράξενο συναίσθημα, γιατί νοιώθεις ότι η ελευθερία που έχεις, είναι γιατί τα κάνεις όλα καλά κι αν πάψεις να τα κάνεις καλά μπορεί να την χάσεις και να έχεις κάποιον να σου λέει τι να κάνεις.

Το Απαραίτητο Φως

Βλέπεις και τηλεόραση;

Τώρα είδα τηλεόραση. Δεν έχουμε τηλεόραση στο σπίτι ούτε για να βλέπουμε πλατφόρμες. Προτιμάμε να τις βλέπουμε στο λάπτοπ. Σου δημιουργεί μια αίσθηση σαν να διαβάζεις βιβλίο, είναι τόσο κοντά σου.

Τι είπε ο πρόεδρος Παπαλιός για τη σειρά;

Του άρεσε πάρα πολύ. Και ο Απόστολος θεωρεί ότι έχει γίνει εξαιρετική δουλειά. Ο μπαμπάς μου, όμως, χαίρεται ιδιαίτερα με τον Αιγυπτιώτη ήρωά μου, Κωστή Σαββίδη, που τον παίζει ο Δημήτρης Καπουράνης. Γιατί είναι και ο ίδιος Αιγυπτιώτης. Και όντως ο Σαββίδης είναι εμπνευσμένος από τον μπαμπά μου.

Ο «Ικαρος», ο εκδοτικός σου οίκος χαίρεται με την σειρά και την επιτυχία της;

Πολύ. Μακάρι να ξαναδιαβαστεί το βιβλίο, που βγήκε το 2012. Υπήρχε βέβαια, δεν είχε αποσυρθεί, γιατί είχε πάει πολύ καλά και συνέχιζε να πουλάει. Βέβαια, έκαναν τώρα και επανέκδοση.

Info: Πρωταγωνιστούν: Μαριάννα Πουρέγκα, Προμηθέας Αλειφερόπουλος, Δημήτρης Καπουράνης, Αναστάσης Ροϊλός, Δημήτρης Αλεξανδρής, Ευγενία Δημητροπούλου | Σκηνοθεσία: Λάμπης Ζαρουτιάδης | Σενάριο: Μιρέλλα Παπαοικονόμου, Κάτια Κισσονέργη