
Ο Αντίνοος Αλμπάνης, ηθοποιός πολύ στα πάνω του, για πολλούς και ποικίλους λόγους, πρωταγωνιστεί σε μια «μικρή», φεστιβαλική ελληνική ταινία, που βγαίνει την Πέμπτη, 27 Μαρτίου, στις αίθουσες. Το τρισχαριτωμένο, τολμηρό, αιχμηρό και ενδιαφέρον «Εχω Κάτι να Πω» του ακαταπόνητου Στράτου Τζίτζη των μεγάλων καλλιτεχνικών επιτυχιών («Σώσε με»). Ο Αντίνοος ερμηνεύει έναν αποτυχημένο σκηνοθέτη του ελληνικού σινεμά, που φυτοζωεί διδάσκοντας απλήρωτος σε κινηματογραφική σχολή και προσπαθεί να ισορροπήσει την προσωπική του ζωή, χωρισμένος, με άνετη οικονομικά σύζυγο και έφηβη κόρη. Και ξαφνικά του τη δίνει να γράψει ένα φιλοσοφικό βιβλίο!
Μιλήσαμε για την ταινία με τον Αντίνοο Αλμπάνη. Αυτή την εποχή κάνει γυρίσματα για το νέο σήριαλ της ΕΡΤ, «Μαμά στα Κρυφά», μια ρομαντική κομεντί του Νίκου Ζαπατίνα, με παρτενέρ του την Τζένη Θεωνά. Και, φυσικά, αποχαιρετώντας τον, δεν παραλείψαμε να τον ρωτήσουμε αν το «Maestro» του Παπακαλιάτη θα έχει κι άλλη σεζόν. Μας κοίταξε με περίεργο βλέμμα, αλλά δεν απάντησε. Να το εκλάβουμε ως «ναι»;
Τι νομίζεις ότι είδε επάνω σου ο Στράτος Τζίτζης και σου πρότεινε τον ρόλο; Κάτι που είχε ήδη καταλάβει από παλιά, μιας και είχες παίξει στην ταινία του «45 m2» πριν δεκαπέντε χρόνια; Κάτι από την πιο έντονη και φρέσκια παρουσία σου στην τέχνη;
Χωρίς να έχω μπει ποτέ σ’ αυτή τη διαδικασία να ρωτήσω τον Στράτο , θα πω αυτό που πιστεύω. Κατ’ αρχάς ξέρω ότι δεν ήμουν η πρώτη επιλογή. Είχαν προηγηθεί αρκετοί συνάδελφοι. Εικάζω ότι ξεκίνησε να στελεχώνει το κάστινγκ λίγο πιο ρεαλιστικά, με επιλογές ηθοποιών πιο κοντα στην ηλικία του, πιο κοντά προς το σουλούπι του, ενδεχομένως. Αλλά στο σινεμά, άλλες είναι οι ποιότητες που ψάχνουμε, οι ενέργειες που μας απασχολούν και στις οποίες επενδύουμε. Οπότε από νωρίς νομίζω ότι κατάλαβε ο Στράτος ότι δεν έχει νόημα να ψάξει κάποιον που να τον θυμίζει.
Είναι ωραίο να νιώθεις ότι ο δημιουργός της ταινίας σε εμπιστεύεται. Ακριβώς επειδή ήμουν άνετος με τον Στράτο και του είχα μεγάλη εμπιστοσύνη, ο ρόλος, με όλες τις δυσκολίες του, βγήκε πιο εύκολα. Ο Στράτος στη δουλειά επάνω, όταν πρέπει να σου δώσει μια οδηγία, είναι ο πιο σαφής και συγκεκριμένος σκηνοθέτης που μπορείς να έχεις.»
Πιστεύω ότι κατέληξε σε μένα για δυο σημαντικούς λόγους: ο ένας έχει να κάνει με το πώς αφοσιώνομαι στις δουλειές που αναλαμβάνω. Οταν μου ανατίθεται μια ταινία, το διάστημα που θα την κάνω, δεν θα κάνω άλλα πράγματα. Ξυπνάω και κοιμάμαι με την ταινία. Ζω και αναπνέω για την ταινία. Γιατί δεν μου αρέσει να σκορπάω, πιστεύω πολύ στο προστατευμένο κλίμα μιας δουλειάς. Ενα παράδειγμα: το «Maestro» του Παπακαλιάτη, που γυρίστηκε στους Παξούς, ένα περιβάλλον απομονωμένο από την Αθήνα, από το κέντρο, από την πίεση της δουλειάς. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι όσο χαμηλού προϋπολογισμού κι αν είναι μια δουλειά, εγώ δεν θα παίξω λιγότερο. Θα 'ρθουν και τα πιο εμπορικά, γκλάμορους πρότζεκτς. Αλλά, όχι μόνο δε λέω «όχι» στα άλλα, αλλά δεν τα αντιμετωπίζω και σαν πάρεργο. Για μένα έχει την ίδια αξία η δουλειά.
Δεν βλέπω τηλεόραση, σε έχω δει μόνο στο «Maestro» και στους «Μαύρους Πίνακες», αλλά έχω την αίσθηση ότι δεν έχεις ξανακάνει πιο σύνθετο, πιο απαιτητικό ρόλο. Ολη η ταινία είναι επάνω σου, έχεις δύσκολο και πολύ κείμενο, ενώ και η φόρμα είναι στην κόψη του ξυραφιού, η ερμηνεία θέλει ζογκλέρ.
Κι εγώ τον αγάπησα αυτόν τον ρόλο. Γιατί ο ήρωας αυτός κινείται σε τρεις διαφορετικές πραγματικότητες. Η μια είναι του ηθοποιού, η άλλη είναι του καλλιτέχνη, που τον έχουν κάνει καστ και η τρίτη είναι ο ήρωας της ταινίας. Και πρέπει αυτά τα τρία να συνυπάρχουν, το ένα να συμπληρώνει το άλλο. Να είναι ένας άνθρωπος που πάσχει και στις τρεις αυτές πραγματικότητες. Κι όλο αυτό βέβαια, να μη γίνει βαρύγδουπο, να μην έχει ένα περιττό βάθος, που θα οδηγούσε αλλού το πράγμα. Δεν το είχε ανάγκη αυτό η ταινία, είναι πιο πολύ ένα σχόλιο, ένα κλείσιμο ματιού.
Είχες καθόλου συμμετοχή στο πλάσιμο του ρόλου, του κειμένου; Στις σκηνές όπου σταματάει το γύρισμα της ταινίας και βλέπουμε τον Τζίτζη να μιλά μαζί σου, είναι σαν να παίζεις ελεύθερα σε ένα παιχνίδι.
Πολλες φορές μας ρωτάνε εμάς τους ηθοποιούς αν προτιμάμε το σινεμά ή την τηλεόραση, γιατί έχουν το ίδιο μέσο καταγραφής, την κάμερα. Ενας από τους λόγους που οι περισσότεροι λέμε ότι προτιμούμε το σινεμά, είναι γιατί εκεί μας δίνεται ένας χρόνος προετοιμασίας και προβών, ο οποίος στην τηλεοπτική πραγματικότητα δεν υπάρχει. Με τον Στράτο ξεκινήσαμε γυρίσματα τον Ιούνιο, οι πρόβες είχαν ξεκινήσει από τον Απρίλιο. Συναντήσεις στο σπίτι του, στο γραφείο, στις ταράτσες, σε όλα τα locations που είχαν κλειστεί, πηγαίναμε με όλους τους ηθοποιούς, δουλεύαμε τις σκηνές και μέσα από αυτή τη διαδικασία βγήκε η ταινία πιο εύκολα και γλυκά, ακριβώς επειδή και ο Στράτος είναι ένας έξυπνος σκηνοθέτης, που δεν έχει στεγανά, δεν έχει αυτισμό, δεν είναι μονομανής, αλλά πολύ δεκτικός, και πράγματα που δεν τα ξέρει, τα δηλώνει και σε εμπιστεύεται, σού αφήνεται. Είναι ωραίο να νιώθεις ότι ο δημιουργός της ταινίας σε εμπιστεύεται. Ακριβώς επειδή ήμουν άνετος με τον Στράτο και του είχα μεγάλη εμπιστοσύνη, ο ρόλος, με όλες τις δυσκολίες του, βγήκε πιο εύκολα. Ο Στράτος, όσο κι αν έχει αυτή τη δυσκολία την επικοινωνιακή σε απλά καθημερινά πράγματα στη ζωή του, άλλο τόσο στη δουλειά επάνω, όταν πρέπει να σου δώσει μια οδηγία, είναι ο πιο σαφής και συγκεκριμένος σκηνοθέτης που μπορείς να έχεις.
Η ταινία είναι ένα αστείο αλλά και πικρό σχόλιο πάνω στην κατάσταση του ελληνικού σινεμά. Τόσα χρόνια στο χώρο με αρκετές ταινίες, κι ας μην ήταν όλες φεστιβαλικές, τα ξέρεις, τα μοιράζεσαι τα υπαρξιακά του Τζίτζη, τα inside jokes, θα μπορούσες κι εσύ να τα κάνεις;
Οι ηθοποιοί την πονάνε τη δουλειά. Μας λυπεί πολύ που δεν υπάρχει σοβαρή βιομηχανία, σοβαρή παραγωγή. Εχω δε την εντύπωση ότι με το να στρέφεται περισσότερο το ενδιαφέρον στις πλατφόρμες, δεν ξέρω αν θα καταλήξουμε να έχουμε σοβαρή παραγωγή ταινιών για αίθουσες.
Εχει κατά καιρούς τεθεί το ζήτημα κατά πόσον το θέατρο ή οι τέχνες είναι είδος πολυτελείας ή όχι, κάτι περιττό για τον σύγχρονο άνθρωπο ή όχι. Δεν είναι, φυσικά. Κάθε άνθρωπος έχει μεγάλη ανάγκη να παρηγορηθεί μέσω της τέχνης. Γιατι η ύπαρξη είναι αμείλικτη, δεν σου εξηγείται, δεν καταλαβαίνεις γιατί είσαι εδώ, τι πρέπει να κάνεις, που θα πας μετά... Αν δεν σε απασχολούν αυτά τα "φιλοσοφικά", σε κάνουν αδιάφορο με τη ζωή, σε κάνουν περαστικό, παρασύρεσαι από τα λίγα της ζωής. Και τα λίγα της ζωής, είναι πάρα πολλά πιά. Μας έχουν κατακλύσει.»
Οσοι είμαστε στο σινεμά, όσοι ξέρουμε από σινεμά, όσοι αντιλαμβανόμαστε τι σημαίνει αυτή η βιομηχανία, ξέρουμε όταν μπαίνουμε σε μια δουλειά ότι όσο κι αν γίνεται με πενιχρά μέσα, δεν παύει να αποτελεί σοβαρότατο προϊόν πολυτελείας για τους καλλιτέχνες. Είναι πολύ ακριβό σπορ το σινεμά και σε βάζει σε μια διαδικασία σεβασμού, υπομονής, αναμονής. Κι εγώ, πέρα από ηθοποιός, είμαι κι ένας βαθειά σινεφίλ άνθρωπος, στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης πηγαίνω από τα 16 μου, με το τρένο, κρυφά κιόλας. Εχω κλάψει που δεν πρόλαβα workshops Αγγελόπουλου, έχω δει προσωπικότητες του ευρωπαϊκού και παγκόσμιου σινεμά κι έχω νιώσει μεγάλη ανάταση.
Τα φιλοσοφικά του Τζίτζη, την πίστη, το όλον, την υπέρβαση κι όλα αυτά, τα καταλαβαίνεις, σε αφορούν;
Δεν υπάρχει καλλιτέχνης που να μην τον απασχολούν αυτά τα υπαρξιακά ζητήματα. Κι ας μην τα εκφράζει με τον τρόπο και την ορολογία της ταινίας. Ας ξεκινήσουμε με το ότι υπάρχει μια σοβαρότατη βλάβη κάποιων ανθρώπων, που ανεβαίνουν σε μια σκηνή και έχουν την πεποίθηση ότι κάποιος αξίζει να πληρώσει εισιτήριο για να τους δει να αφηγούνται μια ιστορία, η οποία πιστεύουν ότι έχει τόσο μεγάλη αξία και ενδιαφέρον, που πρέπει να μαζευτεί ο κόσμος να την ακούσει. Γι' αυτό και έχει κατά καιρούς τεθεί το ζήτημα κατά πόσον το θέατρο ή οι τέχνες είναι είδος πολυτελείας ή όχι, κάτι περιττό για τον σύγχρονο άνθρωπο ή όχι. Δεν είναι, φυσικά. Γι’ αυτό και υπάρχουν παραστασιακές τέχνες που γίνονται σε ένα στενό στην Ερμού και παραστασιακές τέχνες που γίνονται στην Επίδαυρο. Υπάρχει κάτι για τον καθένα. Κάθε άνθρωπος έχει μεγάλη ανάγκη να παρηγορηθεί μέσω της τέχνης. Γιατι η ύπαρξη είναι αμείλικτη, δεν σου εξηγείται, δεν καταλαβαίνεις γιατί είσαι εδώ, τι πρέπει να κάνεις, που θα πας μετά... Αν δεν σε απασχολούν αυτά τα «φιλοσοφικά», σε κάνουν αδιάφορο με τη ζωή, σε κάνουν περαστικό, παρασύρεσαι από τα λίγα της ζωής. Και τα λίγα της ζωής, είναι πάρα πολλά πιά. Μας έχουν κατακλύσει.
Νέος, επιτυχημένος, με φόρα, χωρίς φαντάζομαι οικονομικά προβλήματα… Ποια είναι τα «λίγα» της ζωής για σένα;
Είναι λίγο για μένα το να υπάρχω στη δουλειά απλώς για να υπάρχω. Να δέχομαι αναθέσεις απλώς και μόνο για να μην με ξεχάσει το μετιέ και ο κόσμος. Πρέπει να έχω λόγους, πρέπει κάτι να με διακινεί σοβαρά, να με αφορά άμεσα - χωρίς να αποκλείω καθόλου την εμπορική διάσταση. Η ταινία αυτή είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Οτι επέλεξα πέρυσι, μέσα στο καλοκαίρι και τον καύσωνα, αντί να πάω να κάνω τις διακοπές μου, να πώ «θα κάνω μια ταινία με τον Στράτο», είναι γιατί θεωρούσα ότι κάτι έχει να προσθέσει στο ελληνικό σινεμά.
Παρόλο που ξεκίνησες από το Θέατρο Τέχνης, μια από τις πιο δύσκολες και κύρους δραματικές σχολές, και είσαι και σινεφίλ, φαίνεται ότι η τηλεόραση κυρίως σε απορρόφησε, έφτιαξε την καριέρα σου.
Λοιπον, εδώ πρέπει να τονίσω ότι στη σχολή είχα δάσκαλο τον Μίμη Κουγιουμτζή. Αυτός σκηνοθέτησε και την πρώτη παράσταση, όπου έπαιξα, δευτεροετής σπουδαστής, το ρώσικο παραμύθι, «Μια φορά κι ένα λεπτό», η τελευταία του σκηνοθεσία στη Φρυνίχου. Ο Μίμης, παρόλο που η σχολή ήταν πολύ αυστηρή, προσανατολισμένη στο θέατρο και με μεγάλη άρνηση για τους υπόλοιπους χώρους, είχε ανοίξει λίγο το κλίμα προς το σινεμά. Είχε πάθος με την κινηματογράφηση, κατέβαινε στην Επίδαυρο με κάμερες, τραβούσε υλικό και έκανε ντοκιμαντέρ, έκανε και ταινία μεγάλου μήκους, το «17 στα 18», αδιανόητο μέχρι τότε για σκηνοθέτη του Θεάτρου Τέχνης. Ο Μίμης, λοιπόν, μας έδειξε κι έναν άλλο δρόμο στο τόσο συμπαγές και κλειστό σύστημα του Θεάτρου Τέχνης. Μας έκλεινε το μάτι.
Ετσι, λοιπόν, έχω κάνει πολύ θέατρο στη ζωή μου, έχω συνεργαστεί με σημαντικούς σκηνοθέτες, τον Χουβαρδά, τον Τάρλοου, την Καραγιαννοπούλου, τον Κακλέα… Αλλά το κυνηγάω με έναν δικό μου τρόπο. Επειδή το αγαπάω πολύ, το σέβομαι και πάρα πολύ. Αυτό σημαίνει ότι δύσκολα θα δεχτώ μια ανάθεση, να μου πει ένας παραγωγός να κάνω κάτι, «σε θέλω γι’ αυτό». Θέλω όταν ανεβαίνω στη σκηνή να είναι αποτέλεσμα δικής μου αναζήτησης, να είναι ένα έργο που να έχω επιλέξει με τους προσωπικούς μου συνεργάτες.
Δηλαδή, θιασάρχης, παραγωγός;
Οχι με αυτή την έννοια, δεν είναι αυτό που με απασχολεί. Να εξηγήσω. Τα τελευταία χρόνια τι κάνω; Εχω την πολυτέλεια να ταξιδεύω πολύ συχνά στο Λονδίνο, πέντε φορές το χρόνο, και να βλέπω παραστάσεις. Βλέπω πολύ περισσότερο θέατρο στο Λονδίνο παρά στην Αθήνα. Γιατί καλλιτεχνικά, μεγαλύτερη χαρά παίρνω από να ανακαλύψω ένα σημερινό κείμενο, που να αφορά τους ανθρώπους τώρα, από το να καταπιαστώ με ένα κλασικό κείμενο, που θα είναι ένα διακοσιοστό ανέβασμα, μία τριακοσιοστή οπτική ενός σκηνοθέτη. Πράγματα που χρήσιμα είναι, και μια ματιά στο βιογραφικό μου δείχνει ότι κατά κύριο λόγο έργα ρεπερτορίου παίζω, έτσι τα έχει φέρει η ζωή, αλλά είμαι από την κατηγορία των ηθοποιών, που θέλουν το έργο όπου θα παίξω να είναι μια δική μου πρόταση στην ελληνική αγορά. Το 'κανα ήδη, πριν δυό χρόνια. Ενα συγκλονιστικό έργο, «Κάποιος να με προσέχει», ανέβηκε Θεσσαλονίκη και μετά εδώ, δυό σεζόν, στο Σύγχρονο Θέατρο και στο Βεάκη, ήταν η ιστορία του εγκλεισμού τριών δυτικών από μια τρομοκρατική οργάνωση στο Λίβανο. Αλλά κυρίως οι συνεργάτες έχουν σημασία για μένα, αυτοί με ερεθίζουν, αυτοί με διακινούν να κάνω κάτι: όχι τα έργα, ούτε οι χώροι. Δεν θα με ακούσεις ποτέ να πω, αχ, θέλω να παίξω στην Επίδαυρο.
Νομίζω ότι σου πάει η κωμωδία. Κι έχεις κι αυτό το αξιαγάπητο πρόσωπο, δεν υπάρχει κανείς που να μην σε συμπαθήσει, να μην του αρέσεις. Πόσο επιδρά στην καριέρα σου;
Αν κάνω μια αναδρομή στους ρόλους που μου έχουν προτείνει, ήταν κυρίως ρόλοι θλιμμένου παιδιού, καλού παιδιού, αλλά πάντα κάτω από την ομπρέλα του δράματος. Αυτό περιμένει η βιομηχανία από εμένα. Υπάρχει ένα κενό, που τους το καλύπτω μια χαρά. Ενώ στην κωμωδία μπορούν να βρουν άλλα πρόσωπα. Ετσι, όταν μου δίνεται ευκαιρία να παίξω κωμωδία, πετάω τη σκούφια μου. Αλλά, γενικά, τι μου πάει ή τι δεν μου πάει είμαι ο τελευταίος που το ξέρει. Εγώ οφείλω να πειραματίζομαι, να δοκιμάζω, να αποτυγχάνω, να κάνω άγαρμπες κινήσεις μέχρι να βρω κάποια στιγμή, τι είναι αυτό που μου ταιριάζει. Εχω νιώσει καλά σε ρόλους που μπορεί να ακροβατούν από το ακραία κωμικό στο ακραία δραματικό. Στην ίδια την παράσταση. Γιατί αυτή είναι και η ανθρώπινη φύση. Δεν είμαστε ένα πράγμα.
«Είσαι λευκός, στρέιτ και δεν έχεις διεθνή αναγνώριση. Πού πας, κακομοίρη μου;», σου λέει κάποιος στην ταινία. Το νιώθεις κι εσύ το καρφί, που πετάει στον χώρο του ο Τζίτζης;
Ο Στράτος είναι μιας άλλης γενιάς από εμένα, έχει ζήσει άλλες πραγματικότητες, άλλες αντιλήψεις στην τέχνη. Καταλαβαίνω γιατί επιθυμεί να κάνει αυτό το σχόλιο. Και σε μένα πολλα από αυτά ξενίζουν στην παρούσα φάση, αλλά η ιστορία μάς έχει δείξει ότι όταν προσπαθούμε να αλλάξουμε κάτι, που το αναγνωρίζουμε ως λάθος, μέχρι να φτάσει η μπίλια από τη μια άκρη στη μέση, θα χτυπήσει και στην άλλη άκρη, θα κάνει μια διαδρομή. Ας είμαστε λίγο υπομονετικοί με πράγματα που είναι εκ διαμέτρου αντίθετα με όσα ίσχυαν ως τώρα, αντί να τα κρίνουμε ως μια νέα τάξη πραγμάτων, που ήρθε για να μείνει, σαν τους Αμερικανούς, που έχουν δαιμονοποιήσει τη woke culture.
Σε έψαξα λίγο στο ίντερνετ προετοιμάζοντας την συνέντευξη και είδα πολλά δημοσιεύματα και εκπομπές και έκθεση, βρε παιδάκι μου. Εντυπωσιάστηκα. Το έχεις πραγματικά ανάγκη όλο αυτό; Το απολαμβάνεις;
Οχι, είναι απλώς ένα αναγκαίο κακό. Η ντομάτα δεν πάει μόνη της στη λαϊκή για να πουληθεί.
Δεν φτάνει το βιογραφικό, το ταλέντο;
Η ιστορία μάς έχει δείξει ότι φτάνει. Υπάρχουν περιπτώσεις ηθοποιών, που δεν έχουν καμμία συμετοχή σε όλο αυτό, και παρόλ' αυτά βλέπεις ότι τα θέατρα τα γεμίζουν, το κοινό τους το έχουν, χαίρουν σεβασμού και εκτίμησης. Τώρα πια, όμως, επειδή οι παραγωγοί είναι μια περίεργη φάρα και μετράνε πάρα πολύ τα χρήματά τους, θέλουν να διασφαλίσουν ότι γίνονται τα πάντα προκειμένου να αποσβέσει μια δουλειά και να φέρει και κέρδος.
Θέλω να διαμορφώνομαι συνέχεια, με το να συναντάω καινούργιους ανθρώπους, με το να μην βουλιάζω σε κλίκες, σε παρέες που κάνουν το ίδιο πράγμα. Πρέπει να πηγαίνουμε παρακάτω, να ξαναβρίσκουμε τους εαυτούς μας, να ξαναφουγκραζόμαστε την κοινωνία, να συμβαδίζουμε με αυτή, να είμαστε σχετικοί, αυτό που λένε οι αμερικανοί relevant. Η απεύθυνσή μας να είναι στο εδώ, στο τώρα, στους ανθρώπους με τα σημερινά προβλήματα, και όχι σε πράγματα που είναι φαντασιακά.»
Και η δήθεν «απαίτηση» να έχουν οι ηθοποιοί παρουσία και επιτυχία στα σόσιαλ μίντια, στο πλαίσιο της αγωνίας των παραγωγών πρέπει να εξηγείται. Γιατί έχει αποδειχθεί περίτρανα ότι ηθοποιοί με τεράστιο εκτόπισμα στα σόσιαλ μίντια έχουν συμμετάσχει σε παραστάσεις που δεν ευτύχησαν. Ενώ ηθοποιοί που δεν έχουν καν σόσιαλ μίντια, γεμίζουν θέατρα.
Εσύ έχεις σόσιαλ; Είσαι από αυτούς, που προσέχουν να στρογγυλεύουν τα πράγματα, να μην ενοχλούν τους θαυμαστές τους;
Εχω Instagram. Μα δεν θέλω και ούτε είμαι συμπαθής σε όλους. Και δεν είμαι συμπαθής γιατί οι απόψεις μου, ο τρόπος που αντιλαμβάνομαι τη ζωή δεν είναι κρυφός. Στα 22 αυτά χρόνια έχω πει κάποια πράγματα. Δεν περιμένω να πεθάνω ως Αλίκη Βουγιουκλάκη έχοντας τη λατρεία και την αγάπη όλης της Ελλάδας. Αυτό που θεωρώ εντελώς περιττό, είναι να έχω άποψη για τα πάντα. Αυτή είναι η παγίδα του σύγχρονου Ελληνα και του σύγχρονου καλλιτέχνη. Επειδή είμαστε πάρα πολύ μέσα στην πληροφορία, μας καλλιεργείται η ανάγκη να τοποθετηθούμε στα πάντα. Νιώθουμε ότι αν δεν τοποθετηθούμε, θα μας βάλουν «απουσία», θα χαρακτηριστούμε ως αδιάφοροι.
Την σχεδιάζεις την καριέρα σου;
Οχι, γιατι δεν έχω ιδέα τι κάνω. Σήμερα επιθυμώ να κάνω αυτό, αύριο δεν ξέρω τι θα επιθυμήσω. Δεν θέλω να σταματήσω να εξελίσσομαι. Η Αντιγόνη του Ανούιγ, όταν ο Κρέοντας της ζητάει «πρέπει να καταλάβεις», απαντάει, «δεν θέλω να καταλάβω, θα καταλάβω όταν γεράσω, αν γεράσω». Αν φτάσω στο σημείο να καταλάβω τώρα, στα 42 μου χρόνια, σημαίνει ότι δεν υπάρχει τίποτα να περιμένω. Θέλω να διαμορφώνομαι συνέχεια, με το να συναντάω καινούργιους ανθρώπους, με το να μην βουλιάζω σε κλίκες, σε παρέες που κάνουν το ίδιο πράγμα. Πρέπει να πηγαίνουμε παρακάτω, να ξαναβρίσκουμε τους εαυτούς μας, να ξαναφουγκραζόμαστε την κοινωνία, να συμβαδίζουμε με αυτή, να είμαστε σχετικοί, αυτό που λένε οι αμερικανοί relevant. Η απεύθυνσή μας να είναι στο εδώ, στο τώρα, στους ανθρώπους με τα σημερινά προβλήματα, και όχι σε πράγματα που είναι φαντασιακά.
Ας πούμε κάτι και για την νέα καμπάνια της μπύρας Fischer, που είσαι το πρόσωπό της, ο πρώτος Ελληνας ambassador της μάρκας. Βλέπαμε την διαφήμιση συνέχεια στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Την αγαπάς, λοιπόν, κι αυτή τη δουλειά; Τι σου δίνει;
Ειμαι στο χώρο της διαφήμισης από τα 19 μου, ως εκφωνητής. Η φωνή είναι στο διπλανό ντιπάρτμεντ από το μοντάζ, από το γύρισμα, όλα αυτά είναι συγγενείς ιδιότητες. Οπότε τον ξέρω καλά τον χώρο της διαφήμισης. Και μου αρέσει. Αν δεν έκανα θέατρο, θα μου άρεσε να ασχοληθώ με την διαφήμιση, κείμενα, καμπάνιες, ιδέες. Είναι ένας χώρος όπου νιώθω οικεία και ξέρω πολύ καλά τι σημαίνει προϊόν, τι σημαίνει πελάτης. Δύσκολος χώρος, πρέπει να μείνουν ικανοποιημένοι πολλοί και διαφορετικοί άνθρωποι, που έχουν διαφορετικές αντιλήψεις και απόψεις. Πρέπει να ανοίγεις τις κεραίες σου, να αντιλαμβάνεσαι πλήρως ποιο είναι το ζητούμενο.
Με ποιον νέο Ελληνα σκηνοθέτη θα ήθελες να κάνεις ταινία;
Με τον Βασίλη Κεκάτο, που κάναμε μαζί και την διαφήμιση της Fischer. Και με τον Ακη Πολύζο, μέσα στη διαφήμιση κι αυτός, από τους πιο ικανούς, ήταν ο δεύτερος σκηνοθέτης στο «Maestro».
Με αφορμή την έναρξη προβολών του «Εχω Κάτι να Πω» του Στράτου Τζίτζη με τον Αντίνοο Αλμπάνη, θα συζητήσουν οι δυο τους με το κοινό που θα παραστεί στις παρακάτω προβολές:
Πέμπτη 27.3, 19.40, Cinobo Οπερα
Παρασκευή 28.3, 21.45, Αθήναιον
Σάββατο 29.3, 21.10, Φοίβος
Κυριακή 30.3, 20.30, Options Cinemas @ Γλυφάδα
Δευτέρα 31.3, 20.00, Σινεάκ
Στη συζήτηση της Κυριακής στο σινεμά Options Cinemas @ Γλυφάδα θα συμμετέχει και η συμπρωταγωνίστρια της ταινίας, Ζέτα Δούκα και ο παραγωγός της, Μιχάλης Σαραντινός. Στις συζητήσεις στο Αθήναιον και στον Φοίβο θα συμμετέχουν, κατά περίπτωση, και άλλοι ηθοποιοί της ταινίας.