Συνεχίζοντας την μικρή (όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων) σε αριθμό ταινιών, αλλά μεγαλύτερου εκτοπίσματος σε πειραματισμό και ανήσυχη γραφή φιλμογραφία του, μετά την παράδοξη «Φόνισσα» και τον υβριδικό «Προμηθέα σε Δεύτερο Πρόσωπο», ο Κώστας Φέρρης γυρίζει τα «Δύο Φεγγάρια τον Αύγουστο», μια δική του εκδοχή πάνω στις «Λευκές Νύχτες» του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, αλλά στην πραγματικότητα ακόμη μια αποδόμηση μύθων και μυθολογιών, αυτή τη φορά με αφετηρία μια πιο σύγχρονη, γήινη εκδοχή ενός boy meets girl όπως ακριβώς επέβαλε η εποχή στην οποία γεννήθηκε.

Το σκηνικό είναι η Αθήνα του Αυγούστου. Μαγεμένη από το γεγονός ότι αυτός ο Αύγουστος έχει δύο φεγγάρια, μαγευτική επειδή είναι άδεια λόγω διακοπών και μπορείς να τη διασχίσεις συναντώντας μόνο ομοίους σου, μοναχικούς περιπατητές και τρελούς ονειροπόλους, αθεράπευτα ρομαντικούς και άλλους αθεράπευτα παραδομένους σε ένα παιχνίδι με τον χρόνο, τη μνήμη, τον έρωτα και ταυτόχρονα την ακύρωση όλων, σαν μια μικρή ή μεγαλύτερη επανάσταση που ακόμη κι όταν συμβαίνει παραμένει στις επάλξεις.

Στο κέντρο της (πόλης) ένας άντρας και μια γυναίκα. Ενας δάσκαλος μουσικής και μια γυναίκα που διαβάζει τις «Λευκές Νύχτες» του Ντοστογιέφσκι. Δύο άγνωστοι που μοιάζουν, αφού αναζητούν και οι δύο αυτό το παιχνίδι με τον άλλο, που φλερτάρουν με το φόβο του «ξανά» και τον τρόμο του «ποτέ ξανά», που θέλουν να είναι συνέχεια μαζί αλλά ξέρουν ότι δεν μπορούν, δύο μάλλον μυθιστορηματικοί χαρακτήρες που άλλοτε μοιάζουν αποκυήματα της φαντασίας ενός συγγραφέα και άλλοτε απτοί, ολοζώντανοι ήρωες μιας μικρής ιστορία αγάπης που διαδραματίζεται πίσω από την ταινία που βλέπεις, πίσω ακόμη και από το (επί τούτου) ολοστρόγγυλο ψεύτικο φεγγάρι που κάνει αυτόν τον Αύγουστο ακόμη πιο μαγικό.

Δεν μπορείς να αρνηθείς στον Φέρρη ότι ποτίζει την ταινία του με τόνους ρομαντικής αναλγησίας, κόντρα σε μια σαφώς πιο κυνική εποχή όπως ήταν το τέλος του ’70 όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στον υπόλοιπο πλανήτη. Και δεν μπορείς παρά να παραδεχτείς πως ψήγματα μοντερνισμού κάνουν στιγμές της ταινίας να μοιάζουν απόλυτα σημερινές παρά τη γενική αίσθηση πως αυτή είναι μια ταινία που ανήκει ολοκληρωτικά στην εποχή της. Οπως επίσης δεν μπορείς παρά να την μελετήσεις μέσα στο πλαίσιο της ιδιοσυγκρασιακής φιλμογραφίας του δημιουργού της, μάλλον ως την πιο προσωπική, τρυφερή και αλά Nouvelle Vague στιγμή τού γαλουχημένου έτσι κι αλλιώς στη Γαλλία του Μάη αλλά και στη διεθνή επαναστατική τάση του σινεμά του δημιουργού, Κώστα Φέρρη.

Εκτός όμως από αυτήν τη διάθεση της ελευθερίας, της τρέλας, του μοντάζ εν ψυχρώ και μιας αδιόρατης νοσταλγίας, όλα συμπυκνωμένα και ήδη εξαντλημένα στα πρώτα λεπτά της ταινίας, είναι ελάχιστα όσα μπορούν να σε πείσουν να ακολουθήσεις αποφασιστικά αυτούς τους ήρωες στις νυχτερινές διαδρομές τους. Περισσότερο από τις λογοτεχνίζουσες στιχομυθίες τους (γραμμένες από τον ίδιο τον Κώστα Φέρρη και τον συγγραφέα Γιώργο Σκούρτη), είναι η επιτηδευμένη εκφορά τους που τις κάνουν να καταλήγουν σε ένα φλύαρο κενό γράμμα, καθώς η (κι όμως βραβευμένη στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης) ερμηνεία της Μυρτούς Παράσχη μοιάζει out of tune όχι μόνο με οποιοδήποτε τέμπο προσπαθεί (μάταια κι αυτός μέσα στην εξωστρεφή του αγωνία) να πιάσει ο Σπύρος Σακκάς, αλλά και με ολόκληρο το φιλμ.

Οι ελάχιστες στιγμές που οι δυο τους αρθρώνουν μια νέα (κι όμως κλασική τελικά), έννοια του ρομαντισμού και της νοσταλγίας, καταστρέφονται σχεδόν ολοσχερώς από μια σειρά πρόχειρων flash backs που υπο-λειτουργούν ψυχαναλυτικά, αφαιρώντας κι όχι προσθέτοντας στην ιστορία, αφήνοντας έντονα την αίσθηση μιας ναΐφ εικονογράφησης που σήμερα μοιάζει πραγματικά ξεπερασμένη, αν δεν συνέβαινε το ίδιο στην εποχή της. Ο ερωτισμός και η υπέρ-ανάλυσή του, σε μοτίβα που επαναλαμβάνονται, θέλοντας να χαρτογραφήσουν μια πόλη (έναν τόπο;) άδειο από (αρχαίους) μύθους που προσπαθεί να εφεύρει τους σύγχρονους δικούς της, συγκρούονται διαρκώς με το στιλ που ταυτίστηκε με τον Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο των '70s, κάπου ανάμεσα στο μοντερνισμό και την ατελέσφορη πρωτοπορία.