Η «Μορφή του Νερού» συστήνεται στην αρχή ως «η ιστορία για μία πριγκίπισσα χωρίς φωνή, έναν μεγάλο έρωτα και το τέρας που προσπάθησε να τον καταστρέψει». Ομως, στην πραγματικότητα, η καινούργια ταινία του Γκιγιέρμο ντελ Τόρο ξεπερνά κατά πολύ όλα τα είδη που επιμέρους συνθέτουν την ταυτότητά της, καθώς είναι πολύ λίγο να περιγράψει κανείς το φιλμ ως ένα απλό creature feature, δηλαδή μια τυπική b-movie ταινία της δεκαετίας του 1930 με τέρατα, όπως είναι και άδικο να την κατηγοριοποιήσει κάποιος αυτόματα σε ρομαντικό μελόδραμα που δε βρίσκεται μακριά από μια λογική που θα εκτιμούσε πολύ ο Ντάγκλας Σερκ.

Ουσιαστικά, πέρα από κάθε πιθανό genre, η «Μορφή του Νερού» αποτελεί μια αφήγηση που χρησιμοποιεί όλους τους κανόνες του παραμυθιού για να χτίσει έναν κόσμο στον οποίο κάθε απόκληρος χαρακτήρας μπορεί να βρει τελικά καταφύγιο. Αυτός είναι άλλωστε και ένας ρόλος τον οποίο ανέκαθεν αναλάμβανε το ίδιο σινεμά, γεγονός που αναγνωρίζει και η ίδια η ταινία όταν τοποθετεί το «τέρας» της να παρακολουθεί αποσβολωμένο στη μεγάλη οθόνη τη βιβλική «Ιστορία της Ρουθ» του Χένρι Κόστερ.

Η εν λόγω προβολή λαμβάνει χώρα στον κινηματογράφο κάτω από το σπίτι της Ελάιζα της Σάλι Χόκινς, μιας μουγκής καθαρίστριας που κάθε μέρα ευλαβικά ακολουθεί την ίδια ρουτίνα, καθώς ετοιμάζει το πρωινό της, ακούει τη μουσική της, αυνανίζεται στην μπανιέρα της, πριν ξεκινήσει για τη δουλειά της. Αν και μόνιμα καθυστερεί, η πολύ καλή της φίλη, και αντισταθμιστικά πολυλογού, Ζέλντα (η Οκτάβια Σπένσερ συνεχίζει να προσθέτει με τα μάτια της υπόσταση σε κάθε μία από τις συνεχείς ατάκες της), φροντίζει να της κρατά μια θέση στην ουρά ώστε πάντα να καταχωρείται η άφιξή της ως έγκαιρη. Οταν η Ελάιζα ανακαλύψει πως στην εγκατάσταση όπου εργάζεται έχει καταφθάσει αιχμάλωτο ένα μυστηριώδες πλάσμα το οποίο «στον Αμαζόνιο λατρεύεται ως Θεός», θα ξεκινήσει μαζί του απρόσμενα μία σχέση που δεν είναι απλά μια παραλλαγή πάνω στη διαχρονική παραβολή της Πεντάμορφης και του Τέρατος αλλά μια ουσιαστική ιστορία αγάπης, σε πλήρη αντιδιαστολή με το ψυχροπολεμικό κλίμα που χαρακτηρίζει το χωροχρονικό περιβάλλον της ταινίας.

Αλλά δεν είναι απλά τα δομικά συστατικά της «Μορφής του Νερού» που κάνουν την τελική εμπειρία της ταινίας τόσο συναισθηματικά πλούσια. Δεν είναι μόνο η μουσική του Αλεξάντρ Ντεσπλά που ανάγει τις νότες σε ένα μουσικό ποτάμι που παρασύρει τους ήρωές του. Δεν είναι μόνο η φανταστική χρήση των χρωμάτων, με το δωμάτιο της Ελάιζα να είναι μόνιμα ντυμένο σε αποχρώσεις του μπλε, ενώ στο γειτονικό διαμέρισμα, ανεξάρτητα από την ώρα της ημέρας, τα πάντα εμφανίζουν χρυσές αποχρώσεις, που κάνουν την ατμόσφαιρα της ταινίας να ξεχειλίζει από ρομαντισμό. Δεν είναι απλά το κλισέ της Πεντάμορφης και του Τέρατος που χαρίζει στην ταινία την έντονη ευαισθησία της.

Είναι η γεμάτη κατανόηση ματιά του Γκιγιέρμο ντελ Τόρο που προσφέρει στα πάντα μια μόνιμη αίσθηση φυσικότητας, καθώς αρνείται να αφηγηθεί μια ιστορία σαρκικών παραβολών (αν και το σεξ, όπως και τα γυμνά σώματα, είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας) όσο ταυτόχρονα απορρίπτει και τη ρομαντικά άσπιλη εκδοχή του παραμυθιού. Είναι η ενδοσκοπική ματιά του που του επιτρέπει να ανακαλύψει τον πυρήνα της ιστορίας πίσω από τους εντυπωσιασμούς και τους θορύβους. Είναι η ακομπλεξάριστη προσέγγισή του σε όλα τα είδη που τελικά καταφέρνει να εντοπίσει όλα εκείνα τα στοιχεία τους που θα εξυψώσουν το τελικό αποτέλεσμα σε μια ειλικρινή, καίρια ταινία.

Η δε Σάλι Χόκινς αναδεικνύεται ως ο κατάλληλος φορέας αυτής της διαδρομής, χωρίς να είναι ποτέ υπερβολική στη σωματική της ερμηνεία, ούτε να καταφεύγει σε εκφραστικά τικ για να μεταδώσει εύκολα την πολυπλοκότητα του χαρακτήρα της. Αποτελεί μόνιμα μια υπόγεια δύναμη που δε χρειάζεται να φωνάξει για να κάνει αισθητή την παρουσία της, ούτε να γεμίσει με πληθωρικές κινήσεις ολόκληρο το κάδρο. Η ακριβής και λεπτή απόδοση των συναισθημάτων της είναι το στοιχείο που υπογραμμίζει με τον καλύτερο τρόπο την ίδια τη νοοτροπία της ταινίας, η οποία πίσω από το πληθωρικό προσωπείο μιας ταινίας του φανταστικού κρύβει μια μικρή προσωπική ιστορία, όχι μακριά από τη λογική ενός «Λαβύρινθου του Πάνα».

Γιατί οι προβληματισμοί της ταινίας ξεπερνούν κατά πολύ το «ποιος είναι το τέρας και ποιος είναι ο άνθρωπος». Για τον κάθε ήρωα της ταινίας, το Τέρας αντιπροσωπεύει και κάτι διαφορετικό. Για την Ελάιζα είναι ίσως το μοναδικό πρόσωπο με το οποίο μπορεί να επικοινωνήσει τόσο καλά, για τον παραδοσιακό κακό του Μάικλ Σάνον είναι απλά μια απειλή, για τον επιστήμονα του Μάικλ Στουλμπαργκ αποτελεί ένα θαύμα της φύσης, για όλους τους θεατές αποτελεί μια λευκή σελίδα στην οποία μπορούν να δημιουργήσουν τη δική τους εκδοχή. Ο Ντελ Τόρο, μέχρι το τέλος, αποφεύγει να συστήσει στη λεπτομέρεια τα χαρακτηριστικά του Τέρατός του, μετατρέποντάς το τελικά σε καθρέφτη όλων όσων κρύβει ο καθένας μέσα του, δημιουργώντας έναν κόσμο σκληρό και γεμάτο τέρατα, ο οποίος όμως ταυτόχρονα κρύβει και τεράστια αποθέματα αγάπης, ακόμα και στα πιο απρόσμενα μέρη.

Στη «Μορφή του Νερού», η διαφυγή προς τη φαντασία δε χρειάζεται να διακατέχεται από έντονα χρώματα, αυτά υπάρχουν μόνο στο σινεμά. Αρκεί μια ασπρόμαυρη, μουσικοχορευτική φαντασίωση για να κάνει ζωντανό το όποιο παραμύθι.