H είδηση του τραγικού θανάτου του παιδικού του φίλου, Λουκ, βρίσκει τον αστυνομικό επιθεωρητή Αρον Φολκ στο μοναχικό του διαμέρισμα στην Μελβούρνη. Σε ένα ανεξήγητο ντελίριο βίας, ο Λουκ σκότωσε τη γυναίκα και το γιο του και μετά αυτοκτόνησε. Ο Αρον πρέπει να επιστρέψει στην γενέτειρά του, την επαρχιακή κωμόπολη που άφησε πίσω του 20 χρόνια πριν, για την κηδεία. Για να θάψει τον φίλο του και να ξεθάψει το ένοχο παρελθόν που τον στοιχειώνει: όταν η Ελι, η 17χρονη συμμαθήτριά τους, βρέθηκε πνιγμένη στο ποτάμι, που εδώ και χρόνια έχει ξεραθεί. Τότε, οι υποψίες είχαν πέσει στα δύο αγόρια και το σκάνδαλο ώθησε τον πατέρα του Αρον να μετακομίσει το γιο του μακριά από το μίσος των κατοίκων, για να αποφύγει την βεντέτα. Δύο δεκαετίες μετά, ο Αρον γυρίζει πίσω για να αντιμετωπίσει όσα απέφυγε τότε. Επιστρέφει σ' ένα ξερότοπο όπου οι πληγές παραμένουν νωπές. Θα καταφέρει να ανακαλύψει τι συνέβη στον Λουκ; Θα τον αθωώσει για τα εγκλήματα του παρόντος, αλλά και του παρελθόντος; Θα εξιλεωθεί;

«Is a dream a lie if it don't come true, οr is it something worse? / That sends me down to the river, though I know the river is dry...» αφηγούνται οι στίχοι του κλασικού «The River» του Μπρους Σπρίνγκστιν, θυμίζοντας ότι στην λογοτεχνία, την ποίηση, την μουσική, το σινεμά, το σύμβολο της ξηρασίας έχει μία ισχυρή, μεταφυσική δύναμη. Οταν ξεραίνεται η γη, όταν στερεύουν τα ποτάμια, στεγνώνουν και τα όνειρα, αφυδατώνεται κάθε ελπίδα. Στραγγίζεται η ζωή.

Αυτή η μεταφορά λειτουργεί εξαιρετικά στο «The Dry» (2016), το best seller της Τζέιν Χάρπερ, που τώρα μεταφέρουν στην μεγάλη οθόνη οι Χάρι Κριπς και Ρόμπερτ Κόνολι, με τον τελευταίο να αναλαμβάνει και τη σκηνοθεσία. Η Χάρπερ συνθέτει μία πλούσια σε αποκαλύψεις και ανατροπές αστυνομική ιστορία, αλλά ο ήρωάς της δεν επιστρέφει στη γενέτειρά του για να λύσει απλώς ένα (ή δυο) whodunit. Οσο για να μάς ξεναγήσει στην κατάρα ενός άνυδρου τόπου, όπου η ξηρασία έχει ρουφήξει τους κατοίκους στην απελπισία και τα εγκλήματα έχουν ένα βαρύ ταξικό πλαίσιο που δεν μπορείς να αγνοήσεις.

Ετσι κι ο Κόνολι, με τη βοήθεια του διευθυντή φωτογραφίας Στέφαν Ντούσιο, περιπλανεί το φακό του πάνω από τις ξερές όχθες ενός πρώην εύφορου ποταμού, ξεβάφει με επιθετικό καυτό φως τα χρώματα, μπολιάζει με μοναξιά τα πλάνα του - έρημα χωράφια, άδειοι δρόμοι, κλειστά μαγαζιά. Εξ ορισμού, ένας αγροτικός τόπος που δεν έχει δει βροχή εδώ και χρόνια είναι καταδικασμένος - οικονομικά, κοινωνικά. Αν κοιτάξει κανείς προσεκτικά, τα ανοίγματα της γης που δεν έχει νερό, ταιριάζουν με τα σκαμμένα, άγρια πρόσωπα των αντρών, που τα βράδια βρίσκουν υγρασία μόνο στο ποτό.

Το αυστραλέζικο σινεμά (από τον Πίτερ Γουίαρ και τον Τζορτζ Μίλερ, μέχρι την Τζέιν Κάμπιον, τον Τζάστιν Κουρσέλ ή την Τζένιφερ Κεντ) έχει έναν πολύ διαφορετικό ρυθμό στην αφήγηση κι έναν πολύ ξεχωριστό τρόπο που συνδέει άρρηκτα τους ήρωες με το περιβάλλον τους. Ετσι κι εδώ, ο Κόνολι δεν βιάζεται, δεν τρέχει την αστυνομική πλοκή για να μάς τσιτώσει εύκολα στην καρέκλα μας. Μπλέκει το αφιλόξενο παρόν της ενηλικίωσης, με το καταπράσινο παρελθόν της εφηβείας, μέσα από τα στοιχειωμένα flash backs του ήρωα (είχαμε καιρό να δούμε τον Ερικ Μπάνα, στιβαρό, λιτό, εκφραστικό), ξεδιπλώνοντας αργά και νωχελικά έναν καμβά ενοχών και μυστηρίου. Τι συνέβη τότε, τι συνέβη σήμερα, ποια είναι η κοινή ρίζα;

Ομως αυτή η σκηνοθετική επιλογή απαιτεί και αψεγάδιαστες ισορροπίες - ειδικά όταν έχεις να εντάξεις στην ιστορία σου μία σειρά ανατροπών και αποκαλύψεων. Αν ο βραδύς βηματισμός της πλοκής καταλήγει σε στριμωγμένες κορυφώσεις στο τέλος, τότε έχεις χάσει το στοίχημα. Το στομφώδες φινάλε πλημμυρίζει τις αισθήσεις, οι αποκαλύψεις δεν έχουν χρόνο και χώρο να απορροφηθούν, και η βαρύτητα όσων θέλεις να πεις εξατμίζεται. Ο Κόνολι μοιάζει να σιγοκαίει τα ξερόχορτα του προσανάμματός του, αλλά να μην σε πείθει ότι κινδυνεύεις όταν πιάνει τελικά η φωτιά.

Κι είναι κρίμα. Γιατί ο εκπαιδευμένος στις αστυνομικές μίνι σειρές θεατής της εποχής (από το αυστραλέζικο «Top of the Lake», μέχρι το πρόσφατο «Μere of Eastwood») θα αναρωτηθεί γιατί το βιβλίο της Χάρπερ δεν μεταφέρθηκε πιο μεστά και απελευθερωμένα στην μικρή οθόνη. Κι αυτό είναι μια ήττα της μεγάλης.

Γιατί μόνο η μεγάλη οθόνη μπορεί να ανοίξει το κάδρο σ' έναν αχανή ξηρό ορίζοντα και ταυτόχρονα να σε πνίξει στο αδιέξοδό του. Μόνο το σινεμά μπορεί να μεταδώσει συναισθήματα που θα σου στεγνώσουν το στόμα και θα σου υγράνουν το βλέμμα.