Σε μια από τις τελευταίες σκηνές του «Καθεδρικού», δύο ηλικιωμένες αδελφές θρηνούν χωριστά τον θάνατο της μητέρας τους πάνω από τον τάφο της. Η μία παρακαλεί να λήξει η έχθρα, να συμφιλιωθούν. Έχει περάσει τόσος καιρός που δε θυμάται καν πλέον τον λόγο που αποξενώθηκαν. Η άλλη, ανένδοτη, φεύγει χωρίς να απαντήσει. Τη σκηνή παρακολουθεί o εγγονός της, ο 17χρονος Τζέσι Ντάμρος.

Ο Ρίκι Ντ’ Άμπροουζ, ο σκηνοθέτης και πραγματικός «Τζέσι», ομολογεί πως τη μυθοπλαστική αυτοβιογραφία «Ο Καθεδρικός» την εμπνεύστηκε από αυτό ακριβώς το σκηνικό στο οποίο έγινε μάρτυρας τη χρονιά που έφυγε για το κολέγιο. Δεν ξέρουμε αν ο Ρίκι/Τζέσι έμαθε ποτέ γιατί αποξενώθηκαν τόσο ανεπανόρθωτα η γιαγιά του με την αδελφή της. Μήπως δεν ήταν απλώς η από χρόνια διαφωνία τους για το ποιος θα αναλάβει τη φροντίδα της χήρας μητέρας τους;

Η κηδεία της προγιαγιάς είναι μονάχα ένα από τα δεκάδες «στιγμιότυπα» που αναπαριστούν τη ζωή του Ρίκι, από τη γέννησή του το 1987 και για μια 20ετία περίπου. Σκίτσα από το γενεαλογικό δέντρο, στιγμές από οικογενειακές συναθροίσεις που κατά κανόνα καταλήγουν σε εντάσεις και πικρίες. Σε χρονολογική παράθεση, με ένα γυναικείο voiceover να τις ξεδιπλώνει ψυχρά, χωρίς ίχνος στόμφου ή έμφασης πουθενά. Η αφήγηση, εμπρόθετα επίπεδη και χωρίς καμία μουσική επικουρία, θυμίζει μονταρισμένες πληροφορίες.

Κι όμως, είναι πληροφορίες που έχει εγγράψει βαθιά ο Ρίκι στη διαμορφούμενη συνείδησή του. Παρατηρήσεις που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην άνδρωσή του, εντυπώσεις που μονάχα αναδρομικά συναρμολόγησε στην ενηλικίωση -και σε αυτό το φιλμ. Πολλές απορίες -γιατί τού έκρυβαν πάντα πως ο θείος του, που δε γνώρισε ποτέ, πέθανε από AIDS, ποιος πραγματικά ήταν ο φίλος του πατέρα του που έγινε κουμπάρος και νονός του, τί απέγινε το ασθενικό παιδί που απέκτησε η μητέρα του στον δεύτερο γάμο της- δεν απαντώνται εδώ. Αποτυπώνονται σαν εικόνες που σημάδεψαν τον Ρίκι, με τον ίδιο τρόπο που τον σημάδεψε και το παιχνίδισμα του ήλιου πάνω σε ένα χαλί, μια ξένοιαστη μεσημεριανή σιέστα μετά το σχολείο ή το ασυμμάζευτο τραπεζάκι στο σαλόνι μετά από ένα πάρτι γενεθλίων.

Είναι θραύσματα μνήμης που εκπέμπονται μέσα από κιτρινωπή φωτογραφία που προσομοιώνει 16άρι φιλμ και τακτοποιούνται ευφυώς σε ένα μίνιμαλ οικογενειακό «έπος», αυστηρά επιλεκτικό άρα και ελλιπές ίσως στη σκιαγράφηση (απλή φιγούρα η μητέρα, καμία νύξη στο σχολικό ή φιλικό περιβάλλον του αγοριού), πάντως με σωστά ενσωματωμένο το αρχειακό του υλικό (αποσπάσματα εικόνας ή ήχου από την Καταιγίδα της Ερήμου, την εκλογή του Κλίντον, την 11η Σεπτέμβρη ή τον τυφώνα Κατρίνα, μεταξύ πολλών άλλων) που όχι απλώς λανθάνει σαν μπούσουλας της πρόσφατης αμερικανικής ιστορίας, αλλά υπογραμμίζει ζωτικά, μέσα από την αντίστιξή του με την μεσοαστική πεζότητα, τη μόνιμη τάση του Δυτικού να μπερδεύει την ευτυχία με την επιτυχία. Ο Ρίκι Ντ’ Άμπροουζ, με το μαθηματικό του μυαλό και το ταλέντο του, ξέρει καλά να διακρίνει τις έννοιες, κι ας συνδέονται οι περισσότερες θύμησές του με τη σιωπή, την απορία και τη σύγχυση.