Είναι σαφές πως δεν υπάρχει κανένα όριο ανάμεσα στο τι είναι πιθανό και τι απίθανο στο σινεμά και κάπου εκεί, σε αυτήν την διαπίστωση κρύβεται και το μεγαλύτερο μέρος της μαγείας μιας τέχνης που παίζει διαρκώς με τις αντοχές του ρεαλισμού, τη διαστρέβλωση της πραγματικότητας, την ακύρωση νόμων της φυσικής, την οριστική νίκη της φαντασίας πάνω στη αλήθεια.

Η ίδια διαπίστωση ισχύει αυτούσια και για το όριο ανάμεσα στο τι είναι γελοίο και τι όχι στο σινεμά, με τον πάντοτε ακαταμάχητο συνδυασμό των δύο (απιθανότητας και γελοιότητας) να βρίσκει στον «Ουρανοξύστη» - επιτέλους – δυσθεώρητα ύψη, ικανά να κάμψουν την αντίσταση ακόμη και του πιο σοβαροφανούς θεατή.

Απο το μηχανικό πόδι του Ντουέιν Τζόνσον (και το σχεδόν ατσάλινο πουκάμισό του) μέχρι την ηλίθια αιτία για την οποία οι τρομοκράτες βάζουν φωτιά στον ψηλότερο κτίριο του κόσμου ενώ βρίσκονται ακόμη μέσα σε αυτό, τίποτα δεν είναι πιστευτό στον «Ουρανοξύστη». Και εκεί ακριβώς βρίσκεται η μεγάλη νίκη μιας ταινίας που δεν παίρνει ποτέ τον εαυτό της στα σοβαρά, τραβώντας από τα μαλλιά (και από ότι άλλο πιθανό μπορεί να σκεφτεί κανείς...) τη λογική των ταινιών καταστροφής και μαζί αυτή των θρυλικών προκατόχων του Τζόνσον για να αναφέρουμε τιμιητικά την τριάδα των Σιλβέστερ Σταλόνε, Αρνολντ Σβαρτσενέγκερ και Μπρους Γουίλις.

Ενα μείγμα και από τους τρεις μαζί – και με έκταση ωμοπλάτης που σοκάρει – ο Ντουέιν Τζόνσον το μόνο που δεν κάνει είναι να ξεριζώσει τον ουρανοξύστη με τα χέρια του από τη Γη, καθώς οτιδήποτε άλλο είναι γι’ αυτόν παιχνιδάκι – από το να πηδήξει από ένα γερανό μέσα σε έναν από τους ορόφους του κτιρίου, μέχρι να συγκρατήσει μια γέφυρα που καταρρέει με τα χέρια του, μέχρι να διασχίσει κυριολεκτικά τον ουρανοξύστη εξωτερικά σαν να ήταν o Ανθρωπος – Αράχνη, σε ένα καταπληκτικό σερί από απιθανότητες που στο μεγαλύτερο ποσοστό τους σε κάνουν να ξεκαρδίζεσαι από τα γέλια και σε ελάχιστες στιγμές να κλείνεις τα μάτια από τον τρόμο.

Ούτε «Πύργος της Κολάσεως» (σε φιλοδοξία), ούτε «Πολύ Σκληρός για να Πεθάνει» (σε αληθοφάνεια και χιούμορ), ούτε με φιλοδοξίες cult, πιο κοντά σε πιο b-στεγνές (βλ. αδιάφορες) - περιπέτειες τύπου «Daylight» (εκείνο με τον Σταλόνε και το τούνελ) και με απενοχοποιημένη διάθεση πως εδώ περνάμε ξέγνοιαστο δίωρο στο σινεμά και φυσικά τίποτα περισσότερο, ο «Ουρανοξύστης» είναι και κακός και fun και το τέλειο όχημα για την αφοπλιστική (σχεδόν παιδική) αγνότητα προθέσεων του Ντουέιν Τζόνσον και μια ταινία που δεν σε ενδιαφέρει σχεδόν και την ώρα που εκτυλίσσεται και όλα αυτά και τίποτα μαζί.

Ενα υβρίδιο κινηματογραφικού entertainment που προσθέτει στα ανδραγαθήματα (και τις καταθέσεις) του The Rock, εντάξει, σαφώς περισσότερο απ' όσο απολαυστικά διαβρώνει για ένα δίωρο την βαρετή καθημερινότητά σου...