Παρίσι, τέλη τις δεκαετίας του ’30. Η Κέιτ και η Λόρα Μπάρλοου, δύο αδερφές και μέντιουμ, ολοκληρώνουν την περιοδεία τους. Γοητευμένος από το χάρισμα τους, ένας πανίσχυρος Γάλλος παραγωγός, ο Αντρέ Κορμπέν, τις προσλαμβάνει για μια πολύ φιλόδοξη ταινία. Στη δίνη του κινηματογράφου, των πειραμάτων και των συναισθημάτων, η νέα αυτή οικογένεια δε μπορεί να προβλέψει τι θα συμβεί σύντομα στην Ευρώπη.

Ακόμη περισσότερο, κανένας θεατής που ξεκινά να παρακολουθεί την νέα ταινία της Ρεμπέκα Ζλοτόφσκι (στην κινηματογραφική επιστροφή της μετά το «Grand Central») δεν μπορεί πραγματικά να προβλέψει τι θα ακολουθήσει μέχρι το τέλος του φιλμ. Και αυτό, γιατί η Ζλοτόφσκι και ο συν-σεναριογράφος Ρομπέν Καμπιγιό (εδώ πριν την καλλιτεχνική αναγνώριση του «BPM» αλλά μετά την ήδη ενδιαφέρουσα δημιουργία του, «Eastern Boys») ξεκινούν από την εξερεύνηση των δυναμικών που αναπτύσσονται ανάμεσα στο τρίπτυχο των πρωταγωνιστών για να συμπεριλάβουν τελικά στην αφήγησή τους τον πνευματισμό, το όνειρο, την ιδέα του κινηματογράφου, τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, την ιστορία ενός πρωτοπόρου του ευρωπαϊκού σινεμά που πλήρωσε βαριά την εβραϊκή του καταγωγή (ο χαρακτήρας του Κορμπέν αντλεί σημαντικά από την ιστορία του Μπερνάρ Νατάν), ακόμα και μία υποπλοκή για πορνό εποχής!

Ο ρυθμός της αφήγησης είναι τόσο γρήγορος που τα γεγονότα της ταινίας θα μπορούσαν να αποτελέσουν ολόκληρη σεζόν τηλεοπτικής σειράς από μόνα τους. Παρόλα αυτά, όσο κι αν φαινομενικά μπορεί να στερούνται συνοχής ή ενός ενιαίου οράματος, αν κάποιος επιχειρήσει να τα ανάγει στα δομικά συστατικά τους θα συνειδητοποιήσει ότι ουσιαστικά η Ζλοτόφκσι στο «Πλανητάριο» χρησιμοποιεί όλα τα διαθέσιμα κινηματογραφικά υλικά για να χτίσει έναν κατεξοχήν φανταστικό κόσμο, συνδέοντας στην πορεία τον ρόλο του κινηματογράφου με τον πνευματισμό (μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση αν και κάπως υπερβολικά εκτελεσμένη μέσα στη λογική της ταινίας), επενδύοντας στην φωτογραφία για να βυθιστεί σε έναν υπαρκτό αλλά υπερρεαλιστικό κόσμο του παρελθόντος και δημιουργώντας μια ταινία για το όνειρο, την φαντασία και τα εργαλεία που το σινεμά χρησιμοποιεί (συμπεριλαμβανομένου και του μυστικισμού που προσωποποιεί η ταιριαστά γοητευτική παρουσία της Λίλι Ρόουζ Ντεπ) για να τους δώσει σάρκα και οστά χωρίς στιγμή να γίνεται δήθεν, βαρετή ή, έστω χλιαρά, σοβαρή.

Αυτή η αυτογνωσία που παρουσιάζει το «Πλανητάριο» ουσιαστικά το βοηθά να ξεπεράσει και όλες τις υπερβολές που αναπόφευκτα υπεισέρχονται στην αφήγησή του. Οι σεάνς των αδερφών Μπάρλοου, η (ηθελημένη;) αμφισημία της μεταξύ τους σχέσης, η απειλή του πολέμου, ο χώρος του θεάματος και, κατά στιγμές, το παραδοσιακό δράμα εποχής, δημιουργούν μια αφήγηση φορτωμένη με εντάσεις και συγκρούσεις που δεν βρίσκουν αρκετές φορές τον κατάλληλο χώρο για να αναπνεύσουν. Ωστόσο, είναι αναζωογονητικό να βλέπει κανείς το πάθος με το οποίο η Ζλοτόφκσι πιστεύει στη μαγεία του κινηματογράφου, χτίζοντας την ταινία της γύρω από μια (ίσως περισσότερο από όσο αναμένει κανείς) κυριολεκτική ερμηνεία του όρου.

Παρά τις φωτογενείς παρουσίες των Νάταλι Πόρτμαν και Λίλι Ρόουζ Ντεπ, το «Πλανητάριο» παραμένει η δική της ταινία: οι διάλογοι παραμένουν στην συντριπτική πλειοψηφία τους στα γαλλικά, η ερμηνεία της Νάταλι Πόρτμαν είναι περισσότερο άμεση χωρίς να κουβαλά πάνω της την αμερικανική λάμψη, ακόμα και η ίδια η δομή της ταινίας φαίνεται να βασίζεται περισσότερο στις ιδέες χωρίς να ενδιαφέρεται και τόσο πολύ πού ακριβώς θα οδηγήσουν. Είναι μια προσέγγιση αυθάδης αλλά και γενναία, φιλόδοξη αλλά και με αναρίθμητους εσωτερικούς κινδύνους. Η Ζλοτόφσκι δεν βγαίνει αλώβητη καθώς η αίσθηση του μέτρου είναι αδύνατο να μην αμφισβητηθεί κατά στιγμές, όμως η ματιά της παρουσιάζει τόλμη και κινηματογραφικό πάθος, ακολουθώντας ιδανικά το παράδειγμα των ηρωίδων της.