Θεσσαλονίκη, 1942-1943. Στην υπό γερμανική κατοχή πόλη, ο Γιώργος και η Εστρέα είναι ερωτευμένοι. Ομως ο έρωτας ανάμεσα σε έναν Χριστιανό και μία Εβραία είναι απαγορευμένος. Η περιπετειώδης και παθιασμένη ιστορία αγάπης, παγιδευμένη ανάμεσα σε ένα απάνθρωπο ολοκληρωτικό καθεστώς και τον παραλογισμό των φυλετικών διακρίσεων, βρίσκει καταφύγιο στο ιστορικό Ουζερί Τσιτσάνης. Εκεί ο μεγάλος Ελληνας συνθέτης Βασίλης Τσιτσάνης διανύει τα πιο δημιουργικά του χρόνια και συνθέτει τα πιο γνωστά του τραγούδια, ανάμεσα στα οποία και την καθοριστική Συννεφιασμένη Κυριακή.

Τοποθετημένο σε μια τραγική στιγμή της παγκόσμιας ιστορίας και μιλώντας για κάτι που στην Ελλάδα παρέμενε αποσιωπημένο για πολλά χρόνια, την εξόντωση των Ελλήνων Εβραίων της Θεσσαλονίκης (κι όχι μόνο) από τους Γερμανούς, το φιλμ του Μανούσου Μανουσάκη έμοιαζε ικανό να προσφέρει λαϊκό σινεμά και συναισθηματική και πολιτική αιχμή.

Τα υλικά ήταν εκεί. Το πετυχημένο βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, η μουσική του Βασίλη Τσιτσάνη που αν και περιφερειακός χαρακτήρας στην ιστορία δανείζει το όνομά του στο φιλμ, μια καταδικασμένη ερωτική ιστορία. Και κινηματογραφικά ένας σκηνοθέτης με πείρα (κυρίως στην τηλεόραση) και μερικοί ικανοί ηθοποιοί της νέας γενιάς στους βασικούς ρόλους.

Μόνο που το αποτέλεσμα, εκτός από ελάχιστες σκηνές συγκίνησης που χρωστάς σχεδόν αποκλειστικά σε κάποιους από τους ηθοποιούς, μοιάζει άνευρο και αδύναμο, πρόχειρο και ανίκανο να χτίσει πειστικά τους χαρακτήρες, την εποχή τους, την τραγική τους μοίρα, το μέγεθος του σκοταδιού γύρω τους.

Δίνοντας την αίσθηση μιας μετρίως προσεγμένης τηλεοπτικής σειράς, το φιλμ του Μανουσάκη δεν κατορθώνει καν να δείξει το μέγεθος της παραγωγής του. Μια δυο σκηνές πλήθους δεν αρκούν να σβήσουν την αίσθηση ενός φιλμ εποχής που μοιάζει να έχει γυριστεί σχεδόν αποκλειστικά με κοντινά πλάνα, τα σκηνικά του μοιάζουν συχνά ψεύτικα και κατασκευασμένα.

Κι ακόμη χειρότερα, οι χαρακτήρες και οι διαδρομή τους μοιάζουν τελείως σχηματικοί και προβλέψιμοι και το σενάριο τσαλαπατά άτσαλα ανάμεσα στο φτηνό μελόδραμα και την ευκολία. Κάπως έτσι το φιλμ μοιάζει αφόρητα παλιομοδίτικο μα ακόμη χειρότερα ελάχιστα πειστικό στα πάντα από την αναπαράσταση της εποχής ως το ρομάντζο, αφήνοντας περισσότερο απ΄ οτιδήποτε άλλο την αίσθηση μιας χαμένης ευκαιρίας.

Μιας χαμένης ευκαιρίας για ένα χορταστικό σινεμά για το κοινό και για μια ταινία που αφηγείται μια ιστορία που η ηχώ και η ανάμνησή της θα μπορούσε να είναι χρήσιμη και αφυπνιστική στις μέρες μας.


Διαβάστε και δείτε ακόμη: