Η πρώτη φορά που συναντάμε τον 35χρονο Ο Ντε-Σου είναι στο αστυνομικό τμήμα. Ενας μεσοαστός επιχειρηματίας, μεθυσμένος ακόμα μία φορά, σε ακαταλαβίστικο παραλήρημα ανοησίας, πέφτουλας και loser. Οταν βγαίνει από το κρατητήριο εκείνο το βράδυ, μυστηριωδώς εξαφανίζεται. Αδικα τον αναζητά η γυναίκα και η 5χρονη κόρη του, η οικογένεια που έχει αφήσει πίσω. Αγνωστοι τον απαγάγουν και τον κλείνουν σε μία γκαρσονιέρα που θα γίνει η φυλακή του - χωρίς παράθυρα, χωρίς φως, χωρίς ανθρώπινη επαφή. Καμία εξήγηση για το ποιος θα ήθελε το κακό του. Μία τηλεόραση θα παίζει 24 ώρες το 24ωρο. Μία χαραμάδα στην πόρτα θα του σπρώχνει φαγητό και νερό. Ενα νέφος ναρκωτικού θα εισβάλει από τον εξαερισμό για να κοιμίζει για λίγο την απόγνωση που τον οδηγεί στην τρέλα και σε πολλαπλές απόπειρες αυτοκτονίας.

Δεκαπέντε χρόνια μετά, το ίδιο ανεξήγητα, θα αφεθεί ελεύθερος. Ο υπαίτιος για τον εγκλεισμό του θα τον πληροφορήσει ότι τώρα αρχίζουν όλα. Τώρα ξεκινούν ένα παιχνίδι αιμοβόρας γάτας και εκδικητικού ποντικού: αν μπορέσει να συνθέσει το γρίφο, αν βρει την ταυτότητα του απαγωγέα του και, κυρίως, τη ρίζα του κακού, τον λόγο ήθελε να τον τιμωρήσει, τότε μπορεί να τον σκοτώσει. Εχει πέντε μέρες στη διάθεσή του.

Ετσι ο 50χρονος πλέον Ο Ντε-Σου ξεκινά μία εκδικητική, ξέφρενη, αιμοβόρα Οδύσσεια. Η συσσωρευμένη οργή του τον έχει μεταμορφώσει σε κτήνος - χωρίς ηθικό φραγμό, χωρίς ανθρώπινο δισταγμό, κατακρεουργεί σαδιστικά όποιον βρει στο δρόμο του. Μόνο που η φωνή στο κινητό του, εκείνος που κινεί τα πιόνια στη σκακιέρα γελά σαρκαστικά. Το παιχνίδι είναι στημένο.

Είκοσι χρόνια πριν, ο Κορεάτης σκηνοθέτης Παρκ Τσαν-γουκ κέρδιζε με αυτή την ταινία τη διεθνή αναγνώριση κι άνοιγε διάπλατα την πόρτα στο κορεατικό σινεμά για να κατακτήσει τη Δύση. Το «Oldboy» ήταν στην ουσία το δεύτερο μέρος μίας τριλογίας εκδίκησης, συνόδευε τα «Sympathy for Mr. Vengeance» και «Sympathy for Lady Vengeance», η οποία, εκτός από την επίδειξη σκηνοθετικής μαεστρίας και απαράμιλλου στιλ, είχε πολλά να πει για την ανθρώπινη φύση. Ολοι είμαστε ικανοί να βουτήξουμε στη σκοτεινή καρδιά του τέρατος. Ολοι είμαστε τραγικοί ήρωες. Ολοι είμαστε εν δυνάμει κτήνη.

Οπως κι ο άγνωστος τιμωρός, έτσι και ο Παρκ Τσαν-γουκ, αρχικά μάς ξεγελάει. Μάς ιντργικάρει το μυστήριο, μας εμπλέκει η περιέργεια, μάς ρουφά η βία - κυνική, ανελέητη, σαν ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα που δεν μπορούμε να πάρουμε τα μάτια μας από πάνω του. Γιατί είναι τόσο γοητευτικά στυλιζαρισμένη. Ο Παρκ Τσαν-γουκ κρατά στο ένα χέρι το κινηματογραφικό του σφυρί, αλλά για δεξί έχει τον Tσανγκ Tσανγκ-χουν, τον φωτογράφο του. Μαζί ανεβάζουν την ένταση των χρωμάτων σε μια θερμοκρασία καρτουνίστικου γκοθ παραμυθιού. Μαζί στήνουν εντυπωσιακά κάδρα που σταματούν το χρόνο, σαν λάβρα polaroids που κανείς δε θα ήθελε για ενθύμιο. Μαζί χορογραφούν σ' έναν διάδρομο (σαν απεικόνιση αρχαίου ελληνικού αγγείου) ένα μονοπλάνο αιμοχαρούς μακελειού, που εγγράφεται στη συλλογική κινηματογραφική συνείδηση για πάντα.

Η στυλιστική επίδραση του Παρκ Τσαν-γουκ είναι επιδραστική - δύο δεκαετίες τώρα έχει αφήσει υπογραφή, έχει κληρονόμους και μιμητές. Εχει γίνει κινηματογραφικό είδος. Ομως το «Oldboy» δεν έχει χαρακτεί στην μνήμη για την αισθητική του genre του. Αλλά για το μελετημένο, μαεστρικά κατασκευασμένο σκαρί του σεναρίου του. Ο άνθρωπος είναι ζώο - κινείται από ένστικτα, τυφλά και παρορμητικά. Μέχρι το μυαλό να αξιολογήσει τα γεγονότα, να συνθέσει όλη την εικόνα, να καταλάβει - το κτήνος είναι αυτό που χαράζει πορεία. Οταν όμως καταλάβει, δεν υπάρχει γυρισμός από την τραγωδία. Η επίγνωση θα τον ξανακλείσει στη φυλακή, κι αυτή τη φορά θα είναι αιώνια. Γιατί θα την κουβαλά μέσα του.

Με αρχέγονα στοιχεία που συναντά κανείς στην καρδιά των κλασικών - από τον Σοφοκλή στον Σαίξπηρ, από τον Σάμιουελ Μπέκετ στον Ντοστογιέφσκι- ο Παρκ Τσαν-γουκ βουτά χωρίς δίχτυ στα πιο μύχια, στα πιο αφέγγεια, στα πιο αποτρόπαια της ανθρώπινης φύσης και μάς αναγκάζει να τα κοιτάξουμε κατάματα. Να αποτρελαθούμε μαζί με τον ήρωα σε αυτό το σαδιστικό παιχνίδι που ξεφλουδίζει βασανιστικά την επιδερμίδα αιώνων πολιτισμού και αποκαλύπτει ότι παραμένουμε από αίμα και σάρκα και σφοδρότητα και ορμές.

Ιχνηλατώντας, βήμα βήμα, το καλογραμμένο μυστήριο, ακολουθώντας με πλανεμένη διαταραχή την εικόνα, έχουμε κι εμείς πέσει στην παγίδα. Θέλουμε να κοιτάξουμε τι έχει το κουτί. Θέλουμε να μάθουμε τη λύση του αινίγματος. Θέλουμε να μάθουμε - χωρίς να καταλαβαίνουμε ότι η γνώση είναι η τιμωρία.

Είναι πολύ αργά. Εχουμε συνδεθεί ήδη με τον τραγικό ήρωα. Οσο κι αν η αρχική του σαχλαμάρα, ή η πένθιμα κλοουνίστικη κατάντια του (ένας Σαρλό vigilante - με το ατίθασο μακρί μαλλί, το μαύρο κουστούμι, το τραυματισμένο μίσος στο βλέμμα, τα γυναικεία γυαλιά ηλίου) δεν μάς έδιναν κανένα πάτημα να ταυτιστούμε. Κι όμως, τον έχουμε ακολουθήσει στην αυτοκαταστροφική, μοιραία του δίνη. Σοκαρισμένοι και γοητευμένοι. Ισόποσα.

Σ' αυτό έχει συμβάλει κι ο συγκλονιστικός πρωταγωνιστής του. Ο Τσόι Μιν-σικ παραδίδει masterclass γενναίας ερμηνείας - είτε όταν εξαφανίζεται μέσα στο παραληρηματικά βίαιο αγρίμι, είτε όταν παραμένει επικίνδυνα ακίνητος στο τραύμα του. Στον πραγματικό, τον εγκεφαλικό πόνο. Εκεί που το γκρεμισμένο βλέμμα του συναντά την συνειδητοποίηση. Και όλα βιώνονται τετελεσμένα κι ακόμα πιο επικίνδυνα.

«Ακόμα κι αν δεν είμαι καλύτερος από ένα κτήνος, δεν έχω κι εγώ το δικαίωμα να ζήσω;» Η φράση που επαναλαμβάνεται προφητικά έρχεται στο τέλος να χαστουκίσει τις αισθήσεις κι να ενώσει την οθόνη και τον θεατή σ' ένα ημίτρελο γέλιο.

Η απάντηση είναι (και) κινηματογραφική. Οπως όλα τα επιδραστικά έργα τέχνης, αυτό το άγριο μελόδραμα που καθιέρωσε τον Παρκ Τσαν-γουκ ζει και βασιλεύει ως ένα αδιαμφισβήτητο modern classic.