Ο Λιούκ Σάνον, ένας ασήμαντος φωτογράφος, είναι ερωτευμένος με την Σάλι, μια όμορφη γραμματέα των κινηματογραφικών στούντιο MGM. Για να την κάνει να τον προσέξει, αποφασίζει να γίνει καμεραμάν στην εταιρεία ώστε να είναι πιο κοντά της. Ομως με την κινηματογραφική κάμερα στα χέρια είναι εντελώς αδέξιος και κάνει συνεχώς λάθη. Ο,τι προσπαθεί να κάνει καταλήγει σε φιάσκο, έτσι σκέφτεται άλλους τρόπους για να πλησιάσει την Σάλι...

Το «The Cameraman» ήταν η πρώτη ταινία που γύρισε ο Μπάστερ Κίτον, αφότου είχε υπογράψει συμβόλαιο με την MGM, αφήνοντας πίσω του τα χρόνια της «ανεξαρτησίας» στα οποία είχε μεγαλουργήσει χτίζοντας το μύθο του.

Ταυτόχρονα θα ήταν και η τελευταία στην οποία ο Κίτον μπόρεσε να έχει έλεγχο στο σενάριο και το τελικό μοντάζ της ταινίας, αφού λίγο μετά θα έχανε για πάντα την «ελευθερία» του παγιδευμένος μέσα στα γρανάζια της βιομηχανίας, γεγονός που θα τον έκανε να μετανιώσει πικρά για την επιλογή του και να ομολογήσει πως η συνεργασία του με την MGM υπήρξε το μεγαλύτερο λάθος στην καριέρα του.

Στην πραγματικότητα, όμως, το τέλος στην κινηματογραφική διαδρομή του Μπάστερ Κίτον γραφόταν ήδη από την έλευση του ήχου και το πέρασμα του κινηματογράφου σε μια άλλη εποχή, όπου το σινεμά που ήξερε να κάνει και όλη η αθωότητα των πρώτων χρόνων του βωβού κινηματογράφου δεν έμοιαζε να αφορά πλέον κανέναν.

Συνειδητά ή ασυνείδητα, το «The Cameraman» μιλάει ακριβώς γι’ αυτό το τέλος εποχής, λες και ο Κίτον ήξερε πως αν υπήρχε μια στιγμή για να κάνει μια ταινία για το σινεμά αυτή ήταν το 1928 και υπό την άγρυπνη επίβλεψη της MGM που είχε πλέον στα χέρια της ένα «θησαυρό» έτοιμο να ανατινάξει το box-office, όπως και έγινε, αφού το φιλμ υπήρξε το πιο εμπορικό στην καριέρα του Κίτον.

Παραβλέποντας τις οδηγίες του στούντιο που ζήτησε ολοκληρωμένο σενάριο πριν το γύρισμα με όλα τα γκαγκς να αναγράφονται σε αυτό, o Κίτον κατάφερε να ενδώσει στον αγαπημένο του αυτοσχεδιασμό στις περισσότερες σκηνές του «Τhe Cameraman» κρατώντας ακέραιη την μανιέρα του ήρωα που προσπαθεί αλλά δεν τα καταφέρνει, με την ειρωνική εδώ προσθήκη ότι ο ήρωας του έχει μονίμως στα χέρια του μια κινηματογραφική κάμερα.

Ατυπα χωρισμένο σε δύο μέρη (με το πρώτο να αποτελείται κυρίως από μικρά έξυπνα γκαγκς και το δεύτερο να απλώνεται σε ευφυείς ενορχηστρωμένες σκηνές), το «The Cameraman» είναι από την αρχή μέχρι το τέλος... Μπάστερ Κίτον, ακόμη κι αν τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Εντουαρντ Σέτζγουικ που αναγκάστηκε να αγνοήσει επίσης την MGM και να δώσει στον Κίτον τον πρώτο λόγο και πίσω από την κάμερα, αφού μόνο αυτός ήξερε πως να κάνει την «ορχήστρα» να ξεκινήσει να παίζει.

Λιγότερο αστείο από τις προηγούμενες ταινίες του (κυρίως σε σχέση με τον «Στρατηγό» και το «Steamboat Bill Jr.»), αλλά και σαφώς πιο «στημένο» από τα χειροποίητα φιλμ της προηγούμενης περιόδου του, το «Τhe Cameraman» νιώθεις πως είναι όλο χτισμένο πάνω σε μια αδιόρατη μελαγχολία. Οχι αυτή που ο Κίτον είχε έτσι κι αλλιώς – αρνούμενος να χαμογελάσει σε ολόκληρη τη φιλμογραφία του –, αλλά αυτή που αισθάνεται κάθε καλλιτέχνης όταν έρχεται η στιγμή να υποδυθεί τον εαυτό του.

Στο ρόλο του κινηματογραφιστή, ο Κίτον σκηνοθετεί τον εαυτό του σαν ένα εν δυνάμει σούπερ ήρωα που προσπαθεί διακαώς να κάνει το σωστό καταφέρνοντας να τα κάνει όλα λάθος, σε μια ευθεία και άκρως σαρκαστική μεταφορά για το επάγγελμα του σκηνοθέτη και τις ικανότητες του μαέστρου που απαιτούνται για να ενορχηστρώσεις ένα γύρισμα.

Και τοποθετώντας τον εαυτό του μέσα σε ένα αρχιτεκτονικό οικοδόμημα που μοιάζει να καταρρέει (σαν άλλο χάρτινο κινηματογραφικό σκηνικό) ξεκινάει τη διαδρομή του από τη γωνιά ενός δρόμου όπου τραβάει φωτογραφίες μέχρι τα μεγάλα σαλόνια της MGM, στήνοντας σκηνές ανθολογίας (αυτή του μπάσκετ, αυτή στα δοκιμαστήρια) κερδίζοντας σε κάθε πέρασμα του ένα ακόμη χειροκρότημα ως ο απόλυτα και ανυπέρβλητα σωματικός κωμικός που πέρασε ποτέ από το σινεμά.

Ακόμη κι όταν αντιλαμβάνεσαι πως ο Κίτον χρειάζεται τη συνδρομή μιας μικροσκοπικής μαϊμούς για να προκαλέσει το γέλιο (εκεί που άλλοτε αρκούσε μόνο μια στροφή γύρω από τον εαυτό του), δεν μπορείς παρά να υποκλιθείς στο ρυθμό, την ταχύτητα και την μονομανή ακρίβεια με την οποία ολοκληρώνει την «οδύσσεια» του καταφέρνοντας να ικανοποιήσει το στούντιο και να ανακηρυχθεί – ακόμη μια ειρωνία! - ο σπουδαιότερος κινηματογραφιστής «εδώ και χρόνια».

Και σίγουρα αναρωτιέσαι πως θα έμοιαζε η τελική σκηνή της ταινίας που η ιστορία θέλει να αντικαταστάθηκε, όταν η MGM που είχε αναγκάσει τον Κίτον να χαμογελάσει για πρώτη φορά στη ζωή του, αντιλήφθηκε – έστω και στιγμιαία – πως μπορούσε να επιβληθεί στα πάντα, όχι όμως και να κάνει το ψέμα να μοιάζει αληθινό!