Ο Νώε, εμπνευσμένος από τη Βιβλική φιγούρα κι από το σκοτεινό μυαλό του Ντάρεν Αρονόφσκι, βασανίζεται από οράματα που περιγράφουν την καταστροφή του Κόσμου και προσπαθεί να προστατεύσει την οικογένειά του από μια επερχόμενη καταστροφική πλημμύρα.

Ενα από τα βασικά προβλήματα με τον Κατακλυσμό αλλά και ως ένα σημείο με όλες τις βιβλικές ιστορίες, μοιάζει να είναι το γεγονός πως κάποιοι από τους ανθρώπους στους οποίους απευθύνονται προφανώς τις εκλαμβάνουν ως αληθινές, ακριβώς όπως τις διάβασαν στις γραφές, ενώ ακριβώς αντίθετα, κάποιοι άλλοι τις βλέπουν απλά ως μυθιστορηματική (αντί επιστημονική) φαντασία.

Κι ο «Νώε» του Ντάρεν Αρονόφσκι, μοιάζει να είναι ότι δυσκολεύεται να διαλέξει ποια από τις δύο εξιστορήσεις θέλει να ακολουθήσει. Από την μια, ασπάζεται όλη την θεολογική αφήγηση του παραδείσου και της πτώσης των πρωτοπλάστων (ακόμη και την δημιουργία της Εύας από το πλευρό του Αδάμ), από την άλλη μοιάζει να γλυκοκοιτάζει το κοινό του «Αρχοντα των Δαχτυλιδιών» προσθέτοντας στα όσα ξέραμε από την Βίβλο, πέτρινους γίγαντες -έκπτωτους αγγέλους- που βοηθούν τον Νώε να χτίσει την Κιβωτό του.

Με τον ίδιο τρόπο μοιάζει να χειρίζεται κι άλλα, ελαφρώς πιο ουσιώδη ζητήματα, όπως για παράδειγμα τον τρόπο που κοιτάζει την εμφάνιση της ζωής και την δημιουργία του κόσμου, αφού από την μια, ο Νώε εξηγεί στους γιους του πως ο θεός έπλασε το σύμπαν και τα πλάσματα μέσα σε λίγες μέρες, αλλά οι εικόνες του φιλμ (σε μια ομολογουμένως εντυπωσιακή σεκάνς), δείχνουν κάτι που δεν θα μπορούσε παρά να περιγραφεί ως η εξελικτική θεωρία του Δαρβίνου.

Ετσι παραμένει κάπου ανάμεσα, αναποφάσιστο για τον ποιο κινηματογραφικό δρόμο πρόκειται να διαλέξει: αυτόν του θεαματικού χριστιανικού blockbuster ή ενός φιλμ με υπαρξιακό υπόβαθρο και ενδιαφέρον ακόμη και για όσους δεν νοιάζονται στο ελάχιστο για την Βιβλική βάση της ιστορίας του. Ο Αρονόφσκι προσπαθεί να χωρέσει και τα δύο στην ίδια ταινία, παραδίδοντας ένα συχνά άβολο μείγμα που περιέχει μερικές μεγαλειώδεις στιγμές έμπνευσης (όπως αυτή στην οποία ο Νωε εξιστορεί την πορεία του ανθρώπου και ο Αρονόφσκι την εικονογραφεί με ένα πυρετικό μοντάζ από σιλουέτες σε πράξεις συνεχούς βίας), κι άλλες που μοιάζουν βαρετά μελοδραματικές και σχεδόν επώδυνα διδακτικές.

Και στην ουσία, καθώς η έκβαση της ιστορίας είναι εκ προοιμίου δεδομένη, τα ευρήματα του σεναρίου για να κρατήσει την αγωνία, μοιάζουν μάλλον βεβιασμένα, ενώ και η διαδρομή του κεντρικού χαρακτήρα, από εν δυνάμει σωτήρα σε εν δυνάμει παράφρονα τύραννο μοιάζει περισσότερο σχηματική παρά συναρπαστική. Ακόμη κι έτσι όμως κι αν μερικά (στην ουσία τους ανησυχητικά) ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα, όπως ας πούμε πως το ανθρώπινο είδος συνέχισε την διαδρομή του από ένα μόνο ζευγάρι ανθρώπων και πόση αιμομιξία αυτό προϋποθέτει, το φιλμ θέτει μερικά άλλα εξίσου ενδιαφέροντα ζητήματα, όπως για παράδειγμα το αυτό που πολύ σωστά αρθρώνει ο «κακός» του Ρέι Γουίνστοουν στο φιλμ, για το πως η Κιβωτός χωρά όλα τα ζώα της γης, αλλά κανέναν από τους ανθρώπους της -εκτός από την οικογένεια του Νώε φυσικά.

Για κάθε τέτοια ενδιαφέρουσα απόχρωση του σεναρίου όμως και για κάθε σκηνή βίας και σκληρότητας (και θα βρείτε αρκετές), το φιλμ του Αρονόφσκι έχει να επιδείξει άλλες τόσες ευκολίες στους ήρωες και τις ιστορίες τους, στον τρόπο που η ιστορία ξετυλίγεται, που κάνουν κατά στιγμές το φιλμ να μοιάζει με μια τυπική βιβλική ιστορία, παλιομοδίτικης και χολιγουντιανής κοπής (ακόμη και με ξεκάθαρα οικολογικές ανησυχίες), αν μόνο κάθε τόσο η ματιά του Αρονόφκσι δεν ξεκαθάριζε ποιος κρατά το τιμόνι αυτής της κιβωτού.

Σε κάθε περίπτωση όμως, ακόμη κι αφού η ταινία τελειώσει και η κιβωτός βρει τελικά ξηρά, οι λόγοι που ο Αρονόφσκι επέλεξε να κάνει αυτό το ταξίδι στην αγριεμένη θάλασσα του τελικά αλλόκοτου φιλμ, παραμένουν αδιευκρίνιστοι. Το «Νώε» δεν φιλοδοξεί να είναι ιερόσυλο, ούτε στ΄αλήθεια πραγματικά νεωτερικό, δεν θέτει καινούρια δεδομένα στο σινεμά του θεάματος ούτε προχωρά την προβληματική του σινεμά του Αρονόφσκι προς κάποια ενδιαφέρουσα κατεύθυνση. Δεν βυθίζεται, ούτε διαπλέει νέα κινηματογραφικά νερά. Απλά επιπλέει. Κάτι που δυστυχώς στην περίπτωση μιας ταινίας σαν αυτή, από έναν σκηνοθέτη σαν τον Αρονόφσκι, δεν μπορεί παρά να μοιάζει με απογοήτευση.

Περισσότερα για το «Noah»: