Τα πράγματα πηγαίνουν καλά για τον Φρεντ Μπαρτέλ, ιδιοκτήτη μιας μικρής διαφημιστικής εταιρείας στο Παρίσι, ειδικά μετά το κλείσιμο μιας προσοδοφόρας συμφωνίας με μια γνωστή φίρμα καλλυντικών. Μέχρι που στο γραφείο του εμφανίζονται μια μέρα δύο εφοριακοί. Για φορολογικούς λόγους, ο Φρεντ δήλωνε επί χρόνια ως έδρα της επιχείρησής του την Κουρνέβ, ένα υποβαθμισμένο προάστιο. Οι Αρχές το ανακάλυψαν, και του προτείνουν τώρα ή να πληρώσει τα 1,8 εκατομμύρια Ευρώ που χρωστά, ή να μεταφέρει όντως την εταιρεία του στην Κουρνέβ, συνεισφέροντας στη μείωση της ανεργίας που μαστίζει την περιοχή.

Εννοείται πως ο Φρεντ επιλέγει το δεύτερο. Ενας Γαλλομαροκινός σεκιουριτάς θα βοηθήσει τους νιόφερτους να μάθουν τα κατατόπια, και την πρώτη πρόσληψη ακολουθούν σύντομα κι άλλες. Η ομάδα αρχίζει να μυείται στην εντροπία της συνοικίας και να διευρύνεται με καινούργιους υπαλλήλους, αναγκαστικές συνεργασίες με ενήλικους ή ανήλικους λούμπεν, όπως και κολλητηλίκια με τον τοπικό αρχιγκάνγκστερ.

Ο εν λόγω νονός και οι μπράβοι του λατρεύουν την σόουλ μουσική που ακούει ο Φρεντ και εντυπωσιάζονται από τις προτάσεις του για την προώθηση του χασισιού που εμπορεύονται. Με τη σειρά του, ο Φρεντ ξαφνιάζεται με τις ραπιές του πιτσιρικά συμμορίτη και τού υποδεικνύει στίχους. Μαγεύεται επίσης από την υπέροχη μαγειρική της μητέρας του Σαμί, του ντροπαλού σεκιουριτά που γουστάρει την ομορφότερη διαφημίστρια της ομάδας και βρίσκει μάλιστα ανταπόκριση. Στο μεταξύ, τόσο η πρώην σύζυγος του Φρεντ, όσο και ο έφηβος γιος του, τον αγαπούν τώρα πιο πολύ!

Τόσο εύκολα, γρήγορα και χαριτωμένα συμβαίνουν όλα σε τούτη την κωμωδία πολιτισμικής σύγκρουσης (από τον δημιουργό του «Μια Αγελάδα στο Παρίσι») που τελικά ακυρώνονται θαρρείς οι πολιτισμοί οι ίδιοι. Αναιρείται, δηλαδή, το αρχικό κόνσεπτ από τον υπερβάλλοντα ζήλο για… προχειρότητα -όπως περίπου και στο πρόσφατο σίκουελ του «Θεέ Μου, Τι Σου Κάναμε;». Στον βωμό της feelgood αρπαχτής, όλοι θα μάθουν κάτι χρήσιμο απ’ εκείνον που μέχρι πρότινος σνόμπαραν ή περιφρονούσαν και θα συμφιλιωθούν μαζί του.

Οι ανακυκλωτές των έθνικ φαρσών συνεχίζουν να πιστεύουν πως όσο πυρώνει ο βαθμός της πολιτικής ορθότητας τόσο καταφατικότερα θα γνέφει ο θεατής. Στην πραγματικότητα, το μόνο που χτυπά κόκκινο πλέον με τέτοιου τύπου συνταγές είναι η υπομονή του.