Οι «Σκιές του Μπρούκλιν» αποτελούσαν από την αρχή project ζωής για τον Εντουαρντ Νόρτον, μόνο που αυτό σήμαινε κάτι πολύ περισσότερο από μια απλή κινηματογραφική μεταφορά του ομότιτλου βιβλίου του Τζόναθαν Λέθεμ. Και αυτό συμβαίνει γιατί οι κινηματογραφικές «Σκιές» χρησιμοποιούν ουσιαστικά την λογοτεχνική πηγή τους ως αφορμή για να αποτίνουν έναν παθιασμένο φόρο τιμής στο φιλμ νουάρ και να εξερευνήσουν τις ασταθείς ισορροπίες που έχτισαν – μεταφορικά και κυριολεκτικά – την Νέα Υόρκη, όσο αφηγούνται σε πρώτο πλάνο την ιστορία ενός εναλλακτικού ντετέκτιβ που – όπως απαιτείται – θα κάνει τα πάντα και θα συγκρουστεί με αφανείς δυνάμεις που κινούν τα νήματα με στόχο να λύσει τον γόρδιο δεσμό ενός φαινομενικά άλυτου μυστηρίου.

Για αυτό και ο Νόρτον μετακινεί την δράση της ιστορίας του από την Νέα Υόρκη του 1999 στην ίδια πόλη του 1957, ντύνει με καπνό και τζαζ υπόκρουση κάθε γεμάτο σκιές κάδρο του, χρησιμοποιεί κάθε πιθανό νουάρ αρχέτυπο από τον μοναχικό, τίμιο ντετέκτιβ μέχρι τους μαφιόζους του διπλανού καρτέλ και χάνεται στους αφηγηματικούς δαιδάλους μιας ιστορίας που είναι πολύ πιο πολύπλοκη όσο αρχικά δείχνει με εμφανή αγάπη για ένα είδος που ο ίδιος μοιάζει απόλυτα ικανός να υπηρετήσει.

Ο Λάιονελ Eσρογκ του άλλωστε, ο μοναχικός ιδιωτικός ντετέκτιβ με σύνδρομο Τουρέτ που αναλαμβάνει να διαλευκάνει τον φόνο του μέντορα και μοναδικού φίλου του, Φρανκ Μίνα (ο Μπρους Γουίλις σε έναν ολιγόλεπτο αλλά καθοριστικό ρόλο) δεν είναι πολύ μακριά από το είδος τον ρόλων που έχει δείξει ήδη ότι γνωρίζει καλά πώς να υπηρετεί. Σε άλλα χέρια, ο Λάιονελ, με τα συνεχή λεκτικά ξεσπάσματά του και τις απρόσμενες σπασμωδικές κινήσεις του θα μπορούσε να καταλήξει μια απλή καρικατούρα που στοχεύει στον εντυπωσιασμό. Ο Νόρτον ωστόσο καταφέρνει να προσδώσει στον ήρωά του την τιμή που του αρμόζει, καταφέρνοντας να δημιουργήσει έναν χαρακτήρα που ξεπερνά την τυποποίηση.

Eχοντας λιγοστά στοιχεία και ένα ψυχαναγκαστικό μυαλό στη διάθεση του, ο Λάιονελ του Νόρτον ξεκινά σταδιακά να ανακαλύπτει τα καλά φυλαγμένα μυστικά που κρατούν σε ισορροπία μιας Νέας Υόρκης σε αθέατο αναβρασμό. Σε μία μυστηριώδη διαδρομή από τα ποτισμένα με τζιν τζαζ κλαμπ του Χάρλεμ ως τις σκληρές φτωχογειτονιές του Μπρούκλιν και τα πολυτελή σαλόνια των εμπόρων εξουσίας, ο Λάιονελ έρχεται αντιμέτωπος με κακοποιούς, διαφθορά και τον πιο επικίνδυνο άνδρα της πόλης για να τιμήσει τη μνήμη του φίλου του και να σώσει μια γοητευτική γυναίκα που μπορεί να αποδειχτεί σωτήρας του.

Ο πιο επικίνδυνος άντρας της πόλης έχει την μορφή του Αλεκ Μπόλντουιν αλλά ουσιαστικά αποτελεί μεταφορά του αληθινού Ρόμπερτ Μόζες, του λεγόμενου «master builder» της Νέας Υόρκης, ο οποίος με μία σειρά από αμφιλεγόμενες αλλά άκρως καθοριστικές επιλογές, διαμόρφωσε το πεδίο της πόλης όπως είναι γνωστό σήμερα, επιλέγοντας υπέρ της κατασκευής κρίσιμων οδικών αρτηριών αντί της έμφασης στις δημόσιες συγκοινωνίες. Το βιβλίο μάλιστα του Ρόμπερτ Καρο «The Power Broker» σχετικά με την δράση και τις επιλογές του Μόζες αποτελεί και την δεύτερη λογοτεχνική πηγή της ταινίας, κάτι το οποίο προσθέτει ένα επιπλέον αφηγηματικό επίπεδο στο φιλμ και περιπλέκει ακόμα περισσότερο την ηθική πυξίδα τόσο του ήρωα όσο και των υπόλοιπων περιφερειακών χαρακτήρων.

Αυτό οδηγεί σε μια αφήγηση σίγουρα φιλόδοξη και πολυεπίπεδη, γεμάτη αντικρουόμενα συμφέροντα και ανθρώπους που κατευθύνονται από την προσωπική τους αίσθηση περί «καλού και κακού», η οποία όμως καταρρέει κάτω από το δικό της βάρος, αδυνατώντας να προσδώσει συνοχή στην έτσι κι αλλιώς χαοτική αφήγηση του βιβλίου. Οι «Σκιές του Μπρούκλιν» έχουν την υφή ενός κλασικού, διαχρονικού (ίσως και παλιομοδίτικου) γκανγστερικού νουάρ έπους, μόνο που αδυνατούν να υπογραμμίσουν με την ίδια σημασία κάθε κρίσιμη στιγμή τους, δείχνοντας μεν κινηματογραφική ικανότητα αλλά και μια εμφανή αδυναμία να τιθασεύσουν απόλυτα το υλικό τους.

Αυτό που ξεκινά ως η απλή αναζήτηση ενός δολοφόνου καταλήγει ουσιαστικά στο πορτρέτο μιας ολόκληρης εποχής, μόνο που στην πορεία ο Νόρτον ξεμένει από ρυθμό και ενέργεια, αξιοποιώντας διαδικαστικά μόνο ένα καστ που υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσε να μεγαλουργήσει. Ο (επίσης γεμάτος μυστικά) Πολ του Γουίλεμ Νταφόε, η (ατυχώς ανεκμετάλλευτα) γοητευτική Γκούγκου Μπάτα-Ρο, ο διαχρονικά ύπουλος Μόζες του Αλεκ Μπόλντουιν αποτελούν όλοι χαρακτήρες που «επικοινωνούν» κυρίως λόγω της ικανότητας των ηθοποιών που τους ερμηνεύουν να εμποτίζουν με ειλικρίνεια κάθε αρχέτυπο που αποτυπώνουν όμως, στην τελική, η ίδια η ταινία δεν τους δίνει την ευκαιρία να δημιουργήσουν κάτι πιο άμεσο και αληθινό καθώς τους αντιμετωπίζει και αυτούς ως απλό κομμάτι της εποχής που αποτυπώνει.

Στο τέλος, οι «Σκιές του Μπρούκλιν» παραμένουν ένας έντιμος φόρος τιμής στο φιλμ νουάρ και μια αφήγηση που αφήνει σαφείς πολιτικές υπόνοιες χωρίς όμως να μπορεί να διατυπώσει με ακρίβεια τη θέση της. Οι πολλαπλές υποπλοκές δημιουργούν μια αφηγηματική πολυπλοκότητα που πολλές φορές κάνει αδύνατη τη διάκριση μεταξύ καθοριστικού και λιγότερου ουσιώδους, ενώ η σκηνοθετική ματιά του Νόρτον κάνει εμφανή την αγάπη της για το φιλμ νουάρ αλλά αδυνατεί να αποτυπώσει τόσο τη φλόγα που έκανε το είδος διαχρονικό όσο και την προσωπική σφραγίδα του δημιουργού.

Και αυτό ίσως είναι το μεγαλύτερο έγκλημα από όλα όσα απασχολούν τις δυόμισι ώρες της ταινίας.