Σε ένα αδιόρατο λάιτ μοτίφ μέσα στη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της Χριστίνας Ιωακειμίδη, η 16χρονη Ελευθερία διασχίζει περισσότερες από μια φορές την Αθήνα μαζί με τον Αγγελο, το παράξενο αγόρι της διπλανής πόρτας, πάνω σε ένα μηχανάκι. Μια οικεία εικόνα που έχουμε ζήσει όλοι, ένα κινηματογραφικό κλισέ που έχει αποθεωθεί παγκοσμίως εδώ και δεκαετίες, μια στιγμή που κανονικά θα περνούσε απαρατήρητη σε ακόμη μια ταινία ενηλικίωσης.

Θυμηθείτε εδώ τη συνέντευξη της σκηνοθέτιδας στο Flix: Η Χριστίνα Ιωακειμίδη (δεν) πιστεύει στα «Μέντιουμ»

Τότε γιατί νιώθεις ότι αυτή η βόλτα είναι κοσμογονική; Γιατί ένα μικρό διστακτικό άγγιγμα του κοριτσιού πάνω από το πουκάμισο στο στήθος του αγοριού σου προκαλεί ένα ρίγος που πίστευες ότι επειδή μεγάλωσες δεν θα το ξανένιωθες ποτέ; Γιατί συγκινείσαι βαθιά με έναν τρόπο που θα σε βρει στην ίδια συναισθηματική κατάσταση σε όλη τη διάρκεια μιας ταινίας μικρής που μεγαλώνει μαζί με την ηρωίδα της κάθε λεπτό που περνάει;

Αυτό είναι το «Μέντιουμ». Μια ταινία που ενηλικιώνεται μαζί με την ηρωίδα της, προσθέτοντας στρώσεις συναισθηματικής νοημοσύνης με κάθε σκηνή που ακολουθεί, καθώς η Χριστίνα Ιωακειμίδη έρχεται μια ολόκληρη δεκαετία μετά το υπέροχο μεγάλου μήκους ντεμπούτο της, το «Χάρισμα» για να επιβεβαιώσει όχι μόνο το δικό της… χάρισμα αλλά και την ανάγκη για ένα σινεμά που αφηγείται μια γνώριμη ιστορία με έναν πραγματικά καινούριο τρόπο, χωρίς θόρυβο, χωρίς επιτήδευση, με μια βαθιά βιωματική ματιά που όμως δεν γίνεται ποτέ αυτοαναφορική αλλά προσθέτει σε ένα σύμπαν που μοιάζει φτιαγμένο πρωτίστως από ανάγκη.

Είναι καλοκαίρι στην Αθήνα, πιο παρατεταμένη κι από τον καύσωνα που καίει τα πάντα, είναι η προσμονή, η αγωνία και η έκπληξη στα μάτια της Ελευθερίας για έναν κόσμο που δεν γνωρίζει. Τον κόσμο της αδερφής της που είναι έγκυος και βρίζεται συνέχεια με το αγόρι της, τον κόσμο των φιλενάδων της αδερφής της που αναλαμβάνουν μαλλιά και νύχια σε γάμους και βαφτίσεις, τον κόσμο του παράξενου αγοριού που είναι γιατρός και έρχεται με το μηχανάκι για να επισκεφτεί τους γονείς του στο διπλανό σπίτι, τον κόσμο των break dancers στον οποίο θέλει να ανήκει, τον κόσμο της Αννας που βλέπει το μέλλον, αλλά πιο πολύ βλέπει όλα όσα διαγράφονται σαν ολοζώντανος αστρολογικός χάρτης μέσα στα μελαγχολικά μάτια της Ελευθερίας.

Γραμμένη (βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Γιώργου Συμπάρδη), σκηνοθετημένη, φωτισμένη (με ακόμη μια σπάνια προσθήκη στη φιλμογραφία του Πέτρου Νούσια), ερμηνευμένη, σχεδόν τηλεκατευθυνόμενη από την Ελευθερία, ολόκληρη η ταινία της Χριστίνας Ιωακειμίδη κινείται, βαριέται, κλαίει, αγαπά, ονειρεύεται, λέει «αντε γαμήσου», καπνίζει και φιλάει παθιασμένα, ακριβώς γιατί είναι η ίδια ένα κορίτσι που προσπαθεί να ανακαλύψει περισσότερο και από αυτά που βλέπει στα όνειρά της, αυτά που συμβαίνουν στην πραγματικότητα. Με δραματουργική πειθαρχία, αλλά κυρίως μια ευγένεια που κάνει το σινεμά της πολύτιμο μέσα σε ένα διαρκώς φάλτσα επιθετικό ρεύμα, η Χριστίνα Ιωακειμίδη περιγράφει με διακριτικότητα, χιούμορ, μεγαλύτερη τόλμη απ' όσο αφήνει να φαίνεται φαινομενικά, την ολοκληρωτικά queer συναισθηματική κατάσταση μιας έφηβης που όπως μια ολόκληρη γενιά σήμερα αλλά ίσως και πάντα, βρίσκεται κάπου στη μέση των πραγμάτων και αναζητά τις δικές της άκρες για να ακούσει και να ακουστεί.

Την βοηθάει η τόσο εύστοχη επιλογή της να φωτίσει την ηρωίδα της μέσα από περιφερειακούς χαρακτήρες που βρίσκουν την βαθιά αποκαλυπτική τους στιγμή στην καλύτερη (και μεγάλη εδώ) ερμηνεία του Νικολάκη Ζεγκίνογλου αλλά κυρίως στο... χάρισμα να πιστέψει πως η Αγγελική Μπεβεράτου είναι ένα πηγαίο ταλέντο που κινείται θαυμαστά ανάμεσα στο αληθινό, το πραγματικό, το μεταφυσικό, το αυτοστιγμή κινηματογραφικό.