Στο πρώτο μέρος της τρίωρης ταινίας του Αργεντίνου Ροντρίγκο Μορένο, το τοποθετημένο κατά κύριο λόγο στα γκισέ, τα γραφεία και τους διαδρόμους μιας κεντρικής τράπεζας του Μπουένος Άιρες, μια από τις αρχικές σκηνές θέλει μια γηραιά πελάτισσα να έχει την ίδια ακριβώς υπογραφή με έναν άλλο, ακόμα παλιότερο πελάτη του καταστήματος. Οι διοικητικοί απορούν, δεν έχει ποτέ ξανατύχει κάτι τέτοιο. Η ταμίας, παρότι παραδέχεται πως πρωτόκολλο για να ερευνηθεί το περιστατικό δεν έχει προβλεφθεί, ισχυρίζεται πως μπορεί να συμβεί. Μπορεί δύο άνθρωποι να έχουν την ίδια υπογραφή, λέει, όπως υπάρχουν άνθρωποι που έχουν τις ίδιες ζωές.

Έτσι ρευστά που εντίθεται η σκηνή αυτή στο χαλαρό ξετύλιγμα της ανιαρής καθημερινότητας στην τράπεζα -η αφηγηματική χαλαρότητα είναι οδηγός του σκηνοθέτη ακόμη και στις πιο παθιάρικες στιγμές του σεναρίου- δεν της δίνεις σημασία αρχικά. Και την ξεχνάς τελείως στη συνέχεια, όταν ο Μοράν, 40άρης υπάλληλος εγκλωβισμένος στην εν λόγω τραπεζική ανία, μπαίνει στο χρηματοκιβώτιο με μια τσάντα, τη γεμίζει με δεσμίδες δολαρίων φάτσα-φόρα στην κλειστού κυκλώματος κάμερα και βγαίνει από την πόρτα κύριος. Την ίδια βραδιά, ο Μοράν θα πειθαναγκάσει τον συνάδελφό του Ρομάν, στην ίδια βαρετή μοίρα κι αυτός παρότι ζευγαρωμένος, να κρατήσει την τσάντα για 3,5 χρόνια. Τόσα χρόνια θα εκτίσει, λέει, ποινή, αφού παραδοθεί, και όταν βγει θα μοιραστούν τα λεφτά και θα έχουν αμφότεροι την ελευθερία τους πολύ νωρίτερα από τη σύνταξη.

Το σχέδιο μοιάζει να τσουλάει ρολόι, κι ας ξεκινά έρευνες η ασφαλιστική της τράπεζας. Ο Ρομάν φοβάται, αλλά αντιμετωπίζει πάντα ψύχραιμα τους εκφοβισμούς του διευθυντή του και της πραγματογνώμονα. Ο Μοράν μπαίνει φυλακή, υποκύπτει στις πιέσεις του γερο-κατάδικου που κινεί τα νήματα και υποχρεώνεται να εξαγοράσει την προστασία του. Κι εδώ σού επανέρχεται το περιστατικό με τη διπλή υπογραφή: τον προστάτη υποδύεται ο ίδιος ηθοποιός που παίζει και τον διευθυντή της τράπεζας.

Είναι στο δεύτερο μέρος πλέον -το φιλμ είναι πράγματι χωρισμένο σε δύο κεφάλαια, επίσημα και με κάρτες ανακοίνωσης- που ξεκαθαρίζονται τα σημεία, όταν ο Ρομάν ταξιδεύει στην επαρχία της Κόρδοβα για να κρύψει τα λεφτά και παρασύρεται σε πικνίκ και κολύμπι από τρεις τοπικούς. Δύο αδελφές ονόματι Νόρμα και Μόρνα, κι έναν σκηνοθέτη που ετοιμάζει ταινία για φύση και κήπους, τον Ραμόν. Παιχνίδι πάνω στα ίδια γράμματα. Όπως τελικά και τα ονόματα των συνεργών Μοράν και Ρομάν. Ο αναγραμματισμός, μαζί με όλα τα προηγούμενα, επιβεβαιώνει τη σκηνοθετική πρόθεση. Το φιλμ είναι μια μελέτη πάνω στη διττότητα, έτσι όπως αυτή ορίζεται από τον κοινό σκοπό να ζήσεις τη ζωή σου παρορμητικά και ανέμελα μετά από χρόνια δουλειάς ή δουλείας -λέξεις που έχουν κοινή άλλωστε ετυμολογική ρίζα και, για πολλούς που θεωρούν την εργασία σκλαβιά, σημαίνουν το ίδιο. Το ίδιο χονδρικά πράγμα θέλουν ο Μοράν και ο Ρομάν (να αναγραμματιστούν, μεταφορικά, σε Νόρμα, Μόρνα και Ραμόν), και οι αντικατοπτρισμοί που χρησιμοποιεί ο Μορένο είναι ακριβώς μια διαδικασία αποδεικτική της ταυτοσημίας των επιθυμιών τους στο ταξίδι μέχρι την πραγμάτωσή τους.

Είναι ένα ταξίδι ξέγνοιαστο στιλιστικά, όπως λέγαμε, με κατεβασμένη την ένταση. Χωρίς, ωστόσο, να αποκλίνει από τον ρεαλισμό, να ξεφεύγει στο ονειρικό, ούτε καν στο λυρικό. Και υπ’ αυτή την έννοια, δεν μπορεί κανείς παρά να προσέξει ζητήματα πραγματολογικά που προκύπτουν στη στρωτή αφήγηση. Μα καμία Αρχή δεν ανάγκασε τον Μοράν να πει πού έκρυψε τα λεφτά; Και γιατί έπαψε η τράπεζα να παρακολουθεί τον Ρομάν; Τέτοια σύμπτωση οι δύο ερωτικές ιστορίες; Σε μια σύμβαση που θα φλέρταρε με το μεταφυσικό, όλα τα παραπάνω θα δικαιολογούνταν χωρίς δεύτερη σκέψη. Εδώ στοιχίζουν στο φιλμ την περίοπτη θέση που θα τού άξιζε σε μια δεκάδα της χρονιάς, χωρίς, πάντως, να τού αφαιρούν κάτι σε χάρη και γοητεία.