Βοστόνη, δεκαετία του '20. Η ποτοαπαγόρευση έχει ως αποτέλεσμα την άνθιση ενός ολόκληρου δικτύου παράνομων αποστακτηρίων, υπόγειων μπαρ, γκάνγκστερ και διεφθαρμένων αστυνομικών. Ο Τζο Κάφλιν, ο μικρότερος γιος ενός διακεκριμένου Αστυνόμου της Βοστόνης, έχει επιλέξει έναν τρόπο ζωής που διαφέρει από την αυστηρή και καθώς πρέπει ανατροφή του. Έχοντας στον ενεργητικό του πλειάδα μικροκλοπών, πλέον εργάζεται για έναν από τους πιο διαβόητους μαφιόζους της περιοχής. Ο Τζο απολαμβάνει τη χλιδή, την ένταση και την κακή φήμη του παρανόμου. Ομως, η ζωή στη σκοτεινή πλευρά έχει το τίμημά της.

Και ο Μπεν Άφλεκ αγαπά να εξερευνά αυτή την σκοτεινή πλευρά. Οχι απαραίτητα ερμηνευτικά (αν και οι τελευταίοι ρόλοι του ως «Λογιστής», Νικ Νταν στο «Κορίτσι που εξαφανίστηκε» και, φυσικά, Batman στο «Batman v Superman: Η Αυγή της Δικαιοσύνης», εξερευνούν όλοι μια ηθικά γκρίζα περιοχή, τουλάχιστον στο χαρτί), σίγουρα όμως σκηνοθετικά, καθώς και στο (επίσης προερχόμενο από βιβλίο του Ντένις Λεχέιν) «Χωρίς Ίχνη» του 2007 αλλά και το «The Town» του 2010, ο σκηνοθέτης Μπεν Αφλεκ εξερεύνησε κόσμους που ανακαλύπτει κανείς πίσω από την χαμογελαστή επιφάνεια, πίσω από την φαινομενική αστική ευτυχία και μέσα στα παρασκήνια του οργανωμένου εγκλήματος.

Στον «Νόμο της Νύχτας» δεν απομακρύνεται από αυτό τον κόσμο. Γκάνγκστερ, συμμορίες, διακίνηση απαγορευμένου προϊόντος, γυναίκες που υπολογίζουν μόνο το δικό τους συμφέρον, θεληματικοί ήρωες, διεφθαρμένοι αστοί, η γοητεία του εγκλήματος, πιστολίδια, αυτοκινητιστικές καταδιώξεις, βεντέτες, ακόμα και η Κου Κλουξ Κλαν, αποτελούν μέρος μιας αφήγησης που ακολουθεί όλα τα προαπαιτούμενα μιας νουάρ λίστας, όσο φροντίζει να δείχνει πάντα κάτι ενδιαφέρον, να ανατρέπει τις ισορροπίες και να αποδεικνύει με κάθε ευκαιρία ότι αυτός είναι ένας σκληρός, σκληρός κόσμος. Πολλές φορές μάλιστα με έκδηλη αγωνία, χωρίς να αφήνει επαρκή χρόνο σε κάθε «μεγάλη στιγμή» ή να επιτρέπει στις συνέπειες κάθε πράξης να αποκαλύψουν την ολοκληρωτική τους έκταση.

Παρόλα αυτά, φαίνεται η σιγουριά στην ματιά του Άφλεκ όταν παρακολουθεί τα αλισβερίσια μεταξύ των γκάνγκστερ, όταν βυθίζεται στην εξωτική πραγματικότητα της Τάμπα, όταν εμπιστεύεται το (εντυπωσιακά μεγάλο) πλήθος των πρωταγωνιστών του στη δημιουργία ενός κόσμου παλιομοδίτικου μεν αλλά γεμάτου καλοδεχούμενης νοσταλγίας για ένα πιο «παραδοσιακό» σινεμά, όπως το αποθέωσε το κλασικό Χόλιγουντ της χρυσής εποχής του 1950 και του 1960. Ο αδέκαστος αστυνομικός Μπρένταν Γκλίσον, ο προσκείμενος στην ανομία δήμαρχος Κρις Κούπερ, η καιροσκόπος, ίσως και femme fatale, Σιένα Μίλερ και η γοητευτική αλλά και έξυπνη Ζόι Σαλντάνα αποτελούν όλοι ρόλους που δεν ξεφεύγουν από μια σίγουρη πεπατημένη του genre αλλά και που κερδίζουν κατευθείαν την προσοχή ακριβώς λόγω αυτής τους της οικειότητας. Για αυτό και δεν μπορεί να κατηγορήσει κανείς τον Άφλεκ για την προσβασιμότητα της ταινίας του απέναντι στο ευρύ κοινό.

Δυστυχώς όμως υπάρχουν πολλά άλλα που μπορεί κάποιος να του προσάψει. Καταρχάς, ο ίδιος ο Άφλεκ αποδεικνύεται ανεπαρκής στην αποτύπωση του ρόλου του αποφασιστικού αλλά και ευαίσθητου Τζο Κάφλιν, κρυμμένος πίσω από ένα μόνιμο προσωπείο μηδαμινών αντιδράσεων που μπερδεύει το αινιγματικό με το ανέκφραστο. Ο Κάφλιν του δεν προκύπτει μυστηριώδης ή σιωπηλά επικίνδυνος αλλά απλά ένα συναισθηματικό κενό που, ειδικά δίπλα στην εκφραστικότητα των γυναικών συμπρωταγωνιστριών του, εκτίθεται ακόμα πιο φανερά. Όταν η αφήγηση απαιτεί ελαφρότητα, το χαμόγελο του Άφλεκ κάνει τα πράγματα σαφώς καλύτερα. Όταν όμως η ιστορία βυθίζεται στο σκοτάδι, το σοβαρό ύφος του απλά «χτυπάει» ως σοβαροφανές.

Επιπλέον, υπάρχει μια επιφανειακή προσέγγιση στο δράμα, το οποίο αντιμετωπίζεται απλά ως η «επόμενη μεγάλη εξέλιξη» παρά ως κάτι ουσιαστικά κομβικό για τους πρωταγωνιστές του. Ίσως για αυτό να ευθύνεται και η πληθώρα των εξελίξεων που πρέπει να χωρέσουν στη διάρκεια της ταινίας όμως κάτι τέτοιο δεν δίνει τον απαραίτητο χώρο σε κάθε σκηνή να αναπνεύσει και να αποκαλύψει το πραγματικό της σκοτάδι. Υπάρχουν στιγμές που οι ηθοποιοί αναγκάζονται να περιγράψουν τι νιώθουν και τι πρόκειται να κάνουν σε εκτενείς επεξηγηματικούς μονολόγους, ακριβώς επειδή η αποτύπωση του Άφλεκ δεν επαρκεί από μόνη της για να δώσει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες. Το φιλμ δε κάποιες φορές φλερτάρει άθελά του με την σαπουνόπερα, ειδικά στο τελευταίο μέρος του, όπου απανωτά βομβαρδίζει το θεατή με ανατροπές που έρχονται τόσο απότομα που εύκολα προκαλούν ένα ειρωνικό μειδίαμα. Και σίγουρα σε μια «σοβαρή γκανγκστερική ταινία», το ειρωνικό μειδίαμα είναι ίσως η τελευταία αντίδραση που θέλει ένας δημιουργός να εκμαιεύσει από το κοινό.

Παρόλα αυτά, αυτός είναι ο κόσμος του Αφλεκ και έρχεται με τα καλά και με τα κακά του. Ο «Νόμος της Νύχτας» δεν επαναπροσδιορίζει το είδος του, όμως και δεν αποτελεί μια ντροπιαστική προσθήκη σε αυτό. Δεν είναι βαρετός αλλά δεν καταφέρνει να βυθίσει πραγματικά τον θεατή στον κόσμο του. Δεν είναι σίγουρα μια κακή ταινία αλλά δεν είναι και η ταινία που θα δικαιολογήσει αναντίρρητα την ύπαρξή της. Μοιάζει ανησυχητικά ασφαλής, χωρίς πραγματική βρωμιά ή ένταση, χωρίς ουσιαστικές συγκινήσεις ή εκπλήξεις. Και στο τιμόνι έχει έναν δημιουργό που αποδεδειγμένα έχει την ικανότητα να κατευθύνει τους συναδέλφους-ηθοποιούς του αλλά που δε φαίνεται να αντιλαμβάνεται τα δικά του ερμηνευτικά όρια. Και αυτό πλήττει δυστυχώς στο σύνολό του το τελικό αποτέλεσμα.