O Τζον και η Ελα είναι ένα υπερήλικο ζευγάρι. Αυτός είναι ένας σεβάσμιος και λιγομίλητος συνταξιούχος καθηγητής αγγλικής φιλολογίας, με εμμονή στον Ερνεστ Χέμινγουεϊ. Αυτή μια πολυλογού και καλοκάγαθη νοικοκυρά. Αυτός βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο της νόσου του Αλτσχάιμερ κι αυτή αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υγείας, τα οποία υπονοούνται (όχι και τόσο διακριτικά) κατά τη διάρκεια της ταινίας, φοράει περούκα και λαμβάνει συνεχώς φαρμακευτική αγωγή. Μαζί θα αποφασίσουν να ζήσουν μια τελευταία μεγάλη περιπέτεια, να βγουν στους δρόμους με το παλιό τροχόσπιτό τους, με το οποίο ταξίδευαν κάποτε σε όλοκληρη την Αμερική και στο οποίο έχουν δώσει την ονομασία The Leisure Seeker, και να επισκεφτούν στην άλλη άκρη της Αμερικής το σπίτι όπου έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο αγαπημένος συγγραφέας του Τζον στο Κι Γουέστ της Φλόριντα.

Οι ταινίες με υπερήλικες πρωταγωνιστές είναι ένα ιδιότυπο sub-genre που βρίσκεται τα τελευταία χρόνια σε μεγάλη άνθιση κι αυτό οφείλεται όχι μόνο στην καλλιτεχνική καταξίωση ταινίων όπως το «Amour» ή την εμπορική επιτυχία ταινίων όπως το «Εξωτικό Ξενοδοχείο Μάριγκολντ», αλλά κυρίως στο γεγονός της αύξησης του μέσου όρου ηλικίας του πληθυσμού παγκοσμίως και της βελτίωσης της ποιότητας ζωής της τρίτης ηλικίας, που έχουν αναπόφευκτα οδηγήσει και στη δημιουργία μιας ανάλογης αγοράς. Κι αν φυσικά αυτή η τάση είναι καθ’ όλα ευπρόσδεκτη, γιατί αποδεικνύει ότι η χαρά κι οι απολαύσεις της ζωής δεν τελειώνουν με το πέρασμα της νεότητας, ταινίες όπως το «Ταξίδι Αναψυχής» ή το «Our Souls At Night», μας κάνουν λίγο πιο σκεπτικούς για το πόσο αυτό το είδος μπορεί τελικά να ξεφύγει από το μονόδρομο των κλισέ και της επανάληψης.

Βασισμένο στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Μάικλ Ζαντούριαν, το «Ταξίδι Αναψυχής» αποτελεί το αγγλόφωνο σκηνοθετικό ντεμπούτο του Παόλο Βιρτζί, ενός σκηνοθέτη του οποίου οι δύο προηγούμενες ιταλόφωνες δουλειές («To Ανθρώπινο Κεφάλαιο» και «H Τρελή Χαρά») είχαν παρά την υποβόσκουσα υστερία τους (ή μάλλον εξαιτίας αυτής) μια πολύ ενδιαφέρουσα κριτική προσέγγιση και μια κάπως σκωπτική ματιά για τις ανθρώπινες σχέσεις και τις κοινωνικές δομές της γειτονικής χώρας, εδώ όμως φαίνεται πως το πέρασμα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού αποδυνάμωσε το καλλιτεχνικό όραμα του σκηνοθέτη, στρογγυλεύοντας υπεραπλουστικά τις όποιες αιχμές του, θυμίζοντας αντίστοιχες περιπτώσεις Ευρωπαίών σκηνοθετών που στραβοπάτησαν σε αντίστοιχες απόπειρες.

Σ΄αυτή την ελάχιστα πειστική (δεκτό ότι τα ετερώνυμα έλκονται, αλλά πώς είναι δυνατό ένα τόσο ετερόκλητο ζευγάρι να έχει κλείσει τόσες δεκαετίας γάμου) κι ακόμα λιγότερο αληθοφανή (αμφιβάλλουμε αν κάποιος σε αυτό το στάδιο του Αλτσχάιμερ θα μπορούσε να διασχίσει την Αμερική οδηγώντας ο ίδιος ένα τροχόσπιτο) ιστορία, όλα μοιάζουν γλυκερά, επιδερμικά κι ανώδυνα: οι αναμενόμενες αντιδράσεις των έξαλλων για τους άτακτους γονείς και παντελώς ανεκμετάλλευτων δραματικά παιδιών του ζευγαριού, οι περιπέτειες στο δρόμο με τους αστυνομικούς και ένα ζευγάρι κακοποιών (παρά το πάντα απολαυστικό θέαμα της Eλεν Μίρεν να κρατάει καραμπίνα), οι όλο και πιο συχνές διαλείψεις του Τζόν και τα σταδιακά αυξανόμενα προβλήματα υγείας της Έλλα, η ασθένεια της οποίας υπονοείται με έναν μάλλον άτσαλο τρόπο σε αντίθεση με εκείνη του άντρα, γιατί κάπως πρέπει να κορυφωθεί η δράση. Ο παρατηρητικός θεατής δε χρειάζεται να σπαταλήσει πολλή φαιά ουσία άλλωστε, για να καταλάβει πού θα οδηγήσει αυτή η περιπέτεια, της οποίας το τέλος προοικονομείται σε πολλά σημεία άτεχνα και απλοϊκά. Ακόμα και το (παράταιρο) πολιτικό σχόλιο που επιχειρεί να κάνει ο Βιρτζί για την Αμερική της εποχής του Τραμπ, με τον Τζον σε συγχυτικό επεισόδιο να φωνάζει make America great again σε προεκλογική ομιλία των Συντηρητικών μοιάζει επιφανειακό και πάνω απ’ όλα κακόγουστο.

Η Eλεν Μίρεν κι ο Ντόναλντ Σάδερλαντ κάνουν ό,τι μπορούν για να δώσουν βάθος και υπόσταση στους δύο κεντρικούς χαρακτήρες και φυσικά έχουν το χάρισμα, την εμπειρία και το εκτόπισμα για να το καταφέρουν, αποτελώντας τον μάλλον αποκλειστικό λόγο ύπαρξης της ταινίας. Η πρώτη δίνει στο ρόλο της Eλα το μπρίο και τη ζωντάνια που απαιτούνται, χωρίς ωστόσο να γίνεται υπερβολική, ενώ ο δεύτερος έχει τη σοφία να αποδώσει πιο εσωτερικά το ρόλο ενός ανθρώπου, του οποίου η ασθένεια έχει οδηγησει τη μνήμη και κατ’ επέκταση τη ζωή σε μια κατακερματισμένη αφηγηματικότητα. Η χημεία ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο σπουδαίους πρωταγωνιστές δίνει στην ταινία, άλλωστε, κάποιες σποραδικές εκλάμψεις ειλικρίνειας και τρυφερότητας, που καταφέρνουν να συγκινήσουν.