Την τελευταία φορά που ο Ντάνιελ Ράντκλιφ αποκλείστηκε από τον πολιτισμό ήταν όταν κατέληξε ναυαγός μαζί με ένα πτώμα (που κλάνει) σε μία ερημική παραλία. Μόνο που τότε, η ειρωνική pop ματιά και οι βιντεοκλιπίστικες εικόνες που συνόδευαν τα μουσικά ιντερλούδια του «Swiss Army Man» ήταν ικανά να δώσουν ζωή και ενδιαφέρον σε μια αφήγηση που εκ φύσεως χρειάζεται φροντίδα και αναζωογονητική ματιά για να μην προκύψει βαρετή και μονοδιάστατη.

Στη «Ζούγκλα» αντιθέτως του Γκρεγκ ΜακΛιν τα πράγματα είναι πολύ πιο συμβατικά, όχι απλά ως προς την αλληλουχία των γεγονότων (τα οποία ακολουθούν την αναμενόμενη πορεία από τον πολιτισμό στο άγνωστο και τον δύσκολο δρόμο της επιστροφής) αλλά και όσον αφορά τον τρόπο που ο ΜακΛιν επιλέγει να τα αποτυπώσει, ακολουθώντας μια ασφαλή οδό που αξιοποιεί μεν πλήρως τη φωτογένεια του φυσικού τοπίου και την πηγαία ομορφιά του, αγνοεί όμως πλήρως την ουσία των πραγμάτων.

Ο ΜακΛιν δεν είναι άπειρος εξάλλου στην αποτύπωση της αρχέγονης δύναμης της φύσης (το απέδειξε ήδη κινηματογραφώντας την Αυστραλέζικη έρημο στα δύο «Wolf Creek» του), συνεχίζει όμως να αδυνατεί να δημιουργήσει τρισδιάστατους αληθινούς χαρακτήρες, αποτυπώνοντας τελικά στείρα την πραγματική πορεία του Ισραηλινού εξερευνητή Γιόσι Γκίνσμπεργκ, ο οποίος στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ταξίδεψε στα βάθη της ζούγκλας της Βολιβίας προς αναζήτηση μιας χαμένης φυλής Ινδιάνων και τελικά κατέληξε αντιμέτωπος με τον ίδιο του τον εαυτό σε μια μάχη για την επιβίωση.

Το παράδοξο δε είναι ότι όσο ο Γκίνσμπεργκ χάνει τον εαυτό του, άλλο τόσο ο ΜακΛιν δείχνει να μην μπορεί να διαχειριστεί τον εσωτερικό του αγώνα, καταφεύγοντας σε στοιχεία του παρελθόντος του ήρωα που παραμένουν ξεκρέμαστα, χρησιμοποιώντας με ανέμπνευστο τρόπο φαντασιώσεις που ακολουθούν την πεπατημένη και αποτυπώνοντας την προσωπική περιπέτεια τελικά με μια λογική τηλεταινίας που αναιρεί το όποιο εύρος της όλης ιστορίας.

Προς τιμήν του βέβαια, ο Ντάνιελ Ράντκλιφ κάνει ό,τι μπορεί για να προσφέρει πάθος και ορμή σε αυτή την αφήγηση και, στην πραγματικότητα, σε αυτόν οφείλεται όση ένταση καταφέρνει να αποκτήσει τελικά η ταινία. Ο Γιόσι του είναι αφελής αλλά και φιλόδοξος, ευάλωτος αλλά και τρομερά ανθεκτικός, «μικρός απέναντι στη φύση» αλλά και με ανεξάντλητα φαινομενικά ψυχικά αποθέματα, ένας ακόμη ήρωας στις συνεχείς απόπειρες του Ράντλιφ να αποτινάξει από πάνω του την persona του Χάρι Πότερ, από την «Γυναίκα με τα Μαύρα» και την «Μεταμόρφωση» μέχρι την «Αυτοκρατορία» και το «Swiss Army Man».

Το τελικό αποτέλεσμα σίγουρα τον τιμά όμως, ατυχώς, δεν είναι αρκετό για να προσδώσει ικανή αξία σε μία ταινία που επιλέγει απογοητευτικά την εύκολη οδό, ειδικά την στιγμή που ο ήρωάς της προσπαθεί με όση δύναμη του απομένει να καταφέρει το ακατόρθωτο. Ο ΜακΛιν βολεύεται στην επιβεβαίωση της «αληθινής ιστορίας» για να κινηματογραφήσει μεν με αγριότητα την φύση (κάποιες στιγμές μάλιστα καταφεύγει και στον σωματικό τρόμο που μαρτυρά το παρελθόν του στο είδος του τρόμου), αποτυγχάνει όμως να μιλήσει ουσιαστικά για όλα όσα έκαναν τον ήρωά του να της επιβληθεί για να επιβιώσει. Για τον ΜακΛιν υπάρχει μόνο η φθορά της σάρκας. Η πραγματική δύναμη ωστόσο κρύβεται στην τελικά ανείπωτη μάχη του πνεύματος.