Δυο χρόνια μετά το «Rush», ο Ρον Χάουαρντ καταπιάνεται με άλλου είδους αδρεναλίνη, βασιζόμενος στο best seller βιβλίο του Ναθάνιελ Φίλμπρικ, σχετικά με τη δραματική, αληθινή ιστορία του φαλαινοθηρικού Εσεξ. Το αισθαντικό στοιχείο αυτής της ταινίας είναι πως πρόκειται για την ιστορία που ενέπνευσε τον Χέρμαν Μέλβιλ να γράψει το αριστούργημά του, «Μόμπι Ντικ». Μάλιστα, εκείνος είναι ο μοχλός της ταινίας που, με τη μορφή του Μπεν Γουίσο, προτρέπει, χρόνια μετά τα συμβάντα, τον μοναδικό πια επιζώντα του ταξιδιού, ν' αφηγηθεί σε flash back την ιστορία του. Αυτό το παραδοσιακό εύρημα χρησιμοποιεί ο Ρον Χάουαρντ για τη δομή της ταινίας του - και μ' αυτό, απογυμνώνει την πλοκή απ' όλα τα σημαντικά κι ενδιαφέροντα στοιχεία του βιβλίου του Μέλβιλ, την ύβρη του ανθρώπου απέναντι στη φύση και την τιμωρία του, τον ανθρώπινο ανταγωνισμό, την ιδέα της εκδίκησης, την αναμέτρηση με την πραγματική και την υπαρξιακή δύναμη του νερού και τη μεταφράζει σε μια εντυπωσιακή αλλά τετριμένη ταινία επιβίωσης.

Η ταινία τοποθετείται στη Ναντάκετ του 1820, όταν δεκάδες φαλαινοθηρικά έκαναν τεράστια ταξίδια που διαρκούσαν πάνω από ένα χρόνο, για να πιάσουν φάλαινες και να πάρουν το λίπος τους, το οποίο μετά πουλούσαν ως το βασικό μέσο φωταγώγησης του προ-ηλεκτρικού κόσμου. Τέτοιο είναι το Εσεξ, το οποίο ξεκινά το ταξίδι του ήδη με έντονο ανταγωνισμό: ο Οουεν Τσέις, θαλασσοπόρος εξασκημένος και δυναμικός, θεωρεί ότι θα έπρεπε να είναι ο καπετάνιος αυτής της αποστολής. Τη θέση όμως παίρνει βισματικά ο Τζορτζ Πόλαρντ, ο γιος του ιδιοκτήτη, που παλεύει να προσποιηθεί ότι ξέρει τι κάνει. Στην αποστολή του, το καράβι αναζητά ένα κοπάδι φάλαινες που θα τους αποφέρει πλούτη και, βρίσκοντάς το, συναντά έναν θρύλο, ένα γιγαντιαίο λευκό κήτος στο μέγεθος του καραβιού, που μοιάζει να έχει την πρόθεση να εκδικηθεί τους κυνηγούς του. Το πλήρωμα αρχικά θα προσπαθήσει να το εξοντώσει, έπειτα να το αποφύγει, τέλος απλώς να επιβιώσει εγκαταλελειμμένο στα κύματα.

Το εντυπωσιακό κομμάτι του φιλμ είναι η χρήση του CGI, τόσο στην ανάπλαση της Ναντάκετ της εποχής, όσο και στο ζωντάνεμα της άγριας θάλασσας και των απειλητικών κατοίκων της. Οι σκηνές «καταδίωξης» με τη φάλαινα εκδικητή (καλύτερα διεκδικητή όσως της ανήκουν), είναι θεαματικές και αληθοφανείς. Σκηνοθετικά και σεναριακά, ωστόσο, ο Ρον Χάουαρντ κρατά μια τόσο παλιομοδίτικη, παραδοσιακή αφηγηματική δομή, που παρά τα υλικά του, δεν καταφέρνει να δώσει στο φιλμ του ώθηση, ρυθμό, ένταση, αίσθηση κινδύνου, ούτε βέβαια τις λεπτότερες αποχρώσεις του ανθρώπινου ανταγωνισμού και πείσματος.

Ο Κρις Χέμσγουερθ περιφέρει το μυώδες κορμί του Θορ με αυτοπεποίθηση και πουκάμισο που ολοένα και σκίζεται, όμως παρότι φωτογενής, δεν έχει τη δυνατότητα να στηρίξει τον κεντρικό δραματικό ρόλο σε μια ταινία ερμηνευτικών απαιτήσεων. Ετσι το πιο δυνατό στοιχείο του «In the Heart of the Sea» παραμένει η σύνδεσή του με τον Μέλβιλ και το «Μόμπι Ντικ», παρότι εκείνο που καταφέρνει είναι να δείξει πώς από μια κοινότυπη ιστορία επιβίωσης, ο συγγραφέας δημιούργησε ένα μεγαλειώδες υπαρξιακό έργο, κάτι που ο Ρον Χάουαρντ σίγουρα δεν αξιώνει.

Διαβάστε και δείτε ακόμη: