Οπαδοί του horror, αν έχετε βαρεθεί τις οικογενειακού προφίλ ταινίες τρόμου με δαιμονικές κούκλες και παιδάκια, στην «Ασπιλη» θα βιώσετε ένα ευχάριστο αιματοβαμμένο διάλειμμα. Αρκεί μονάχα λίγη υπομονή.

Στο πρώτο μισό του nunsploitation του Μάικλ Μόχαν (υποείδος της δεκαετίας του ‘70, που επανήλθε δυναμικά τα τελευταία χρόνια μετά το σουξέ της «Καλόγριας» και του σίκουελ της), δεν είναι λίγα τα γνώριμα κλισέ που υπερτονίζουν την τι-είν’-εδώ απορία του πρωταγωνιστικού χαρακτήρα, μιας νεαρής Αμερικάνας καλόγριας που αποστέλλεται να υπηρετήσει την πίστη της σε ένα μοναστήρι στην ιταλική επαρχία. Ο πατήρ Τεντέσκι την υποδέχεται εγκάρδια, συνδέεται αμέσως με την Γκουέν, την πιο ατίθαση και απείθαρχη μοναχή, όμως υπάρχει μια άλλη που την αντιμετωπίζει εχθρικά, κάποιες γηραιές καλόγριες που τα έχουν χαμένα, κατακόμβες στη μονή που απαγορεύεται να επισκεφθείς, κι άλλα τέτοια μυστηριώδη που κάνουν κάθε βήμα τηςαθώας Σεσίλια να συνοδεύεται από την δυσοίωνη μουσική, την ακόλουθη ξαφνική σιωπή και τα απότομα τινάγματα που μπαίνουν εκβιαστικά σε κάθε σεβόμενη το box office ταινία φρίκης. Χώρια ο πρόλογος, που σε έχει ήδη προετοιμάσει για το κάτι-τρέχει-στα-καλογερικά της υπόθεσης.

Κι όμως, από τη στιγμή που η παρθένα μοναχή ανακαλύπτει πως ανεξήγητα εγκυμονεί, και άπαντες (πλην της Γκουέν) το αντιμετωπίζουν σαν ευλογία, και μοτίβα από ετερόκλητα fantasy - από «Τζουράσικ Παρκ» και «Κώδικα Ντα Βίντσι» μέχρι «Μωρό της Ρόζμαρι» - αρχίζουν να αλληλοσυμπληρώνονται ευφάνταστα, και το κλίμα δείχνει να συντάσσεται όλο και περισσότερο με giallo, πλήρες με την κιαροσκούρο φωτογραφία των λαβυρινθωδών χώρων και το gore που τού αναλογούν, το φιλμ στερεώνεται, αποκτά ξεκάθαρο χαρακτήρα. Από αγνό και ανασφαλές υποχείριο που ήταν, η Σεσίλια εκτονώνει την συσσωρευμένη απόγνωσή της και μεταμορφώνεται σε έναν λυσσασμένο εκδικητή, στο όνομα κάθε θηλυκού που προδόθηκε από τονκαθολικισμό και πάλεψε για εκείνο που η επίσημη θρησκεία τρέμει περισσότερο κι απ’ το διάολο -ένα αυτόβουλο και ελεύθερο «γύναιο».

Είναι εντυπωσιακή η τόλμη με την οποία η ταχύτατα ανερχόμενη Σίντνεϊ Σουίνι, που θυμίζει μια Αμάντα Σέιφριντ του σήμερα, κουβαλάει όλο το παραπάνω στο ντελικάτο φιζίκ και τα μεγάλα μάτια της από τα πρώτα «άσπιλα» λεπτά μέχρι τα κτηνωδώς κηλιδωμένα τελευταία. Είναι επίσης φανερά το ταλέντο και η γνώση του άγνωστου σε μας σκηνοθέτη, που είχε πρωτοσυνεργαστεί με την Σουίνι στο απρόβλητο εδώ «The Voyeurs» του 2021. Θα είχε ενδιαφέρον, πάντως, να βλέπαμε τί θα έκαναν με το ίδιο υλικό μάστορες του horror υπαινιγμού όπως ο Αρι Αστερ η η Τζένιφερ - «Babbadook» - Κεντ, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δε βγάζουμε ξανά και ξανά το καπέλο μπροστά στο θαρραλέο και δικαιωμένο δραματικά σπλάτερ, ίσως το πιο ξέφρενο που έχει ποτέ στεγάσει το σινεμά αποκλειστικά σε ιερό χώρο.